ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 10
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Δια τι, Κυριε, ιστασαι μακροθεν; κρυπτεσαι εν καιρω θλιψεως; | 1 Herr, warum bleibst du so fern, verbirgst dich in Zeiten der Not? |
2 Εν τη υπερηφανια του ασεβους κατακαιεται ο πτωχος? ας πιασθωσιν εν ταις πανουργιαις, τας οποιας διαλογιζονται. | 2 In seinem Hochmut quält der Frevler die Armen. Er soll sich fangen in den Ränken, die er selbst ersonnen hat. |
3 Διοτι ο ασεβης καυχαται εις τας επιθυμιας της ψυχης αυτου, και ο πλεονεκτης μακαριζει εαυτον? καταφρονει τον Κυριον. | 3 Denn der Frevler rühmt sich nach Herzenslust, er raubt, er lästert und verachtet den Herrn. |
4 Ο ασεβης δια την αλαζονειαν του προσωπου αυτου δεν θελει εκζητησει τον Κυριον? παντες οι διαλογισμοι αυτου ειναι οτι δεν υπαρχει Θεος. | 4 Überheblich sagt der Frevler: «Gott straft nicht. Es gibt keinen Gott.» So ist sein ganzes Denken. |
5 Αι οδοι αυτου μολυνονται εν παντι καιρω? αι κρισεις σου ειναι πολυ υψηλα απο προσωπου αυτου? φυσα εναντιον παντων των εχθρων αυτου. | 5 Zu jeder Zeit glückt ihm sein Tun. Hoch droben und fern von sich wähnt er deine Gerichte. |
6 Ειπεν εν τη καρδια αυτου, δεν θελω σαλευθη απο γενεας εις γενεαν? διοτι δεν θελω πεσει εις δυστυχιαν. | 6 Er sagt in seinem Herzen: «Ich werde niemals wanken. Von Geschlecht zu Geschlecht trifft mich kein Unglück.» |
7 Το στομα αυτου γεμει καταρας και απατης και δολου? υπο την γλωσσαν αυτου ειναι κακια και ανομια. | 7 Sein Mund ist voll Fluch und Trug und Gewalttat; auf seiner Zunge sind Verderben und Unheil. |
8 Καθηται εν ενεδρα των προαυλιων, εν αποκρυφοις, δια να φονευση τον αθωον? οι οφθαλμοι αυτου παραμονευουσι τον πενητα. | 8 Er liegt auf der Lauer in den Gehöften und will den Schuldlosen heimlich ermorden; seine Augen spähen aus nach dem Armen. |
9 Ενεδρευει εν αποκρυφω, ως λεων εν τω σπηλαιω αυτου? ενεδρευει δια να αρπαση τον πτωχον? αρπαζει τον πτωχον, οταν συρη αυτον εν τη παγιδι αυτου. | 9 Er lauert im Versteck wie ein Löwe im Dickicht, er lauert darauf, den Armen zu fangen; er fängt den Armen und zieht ihn in sein Netz. |
10 Κυπτει, χαμηλονει, δια να πεσωσιν οι πτωχοι εις τους ονυχας αυτου. | 10 Er duckt sich und kauert sich nieder, seine Übermacht bringt die Schwachen zu Fall. |
11 Ειπεν εν τη καρδια αυτου, ελησμονησεν ο Θεος? εκρυψε το προσωπον αυτου? δεν θελει ιδει ποτε. | 11 Er sagt in seinem Herzen: «Gott vergisst es, er verbirgt sein Gesicht, er sieht es niemals.» |
12 Αναστηθι, Κυριε? Θεε, υψωσον την χειρα σου? μη λησμονησης τους τεθλιμμενους. | 12 Herr, steh auf, Gott, erheb deine Hand, vergiss die Gebeugten nicht! |
13 Δια τι παρωξυνεν ο ασεβης τον Θεον; ειπεν εν τη καρδια αυτου, Δεν θελεις εξετασει. | 13 Warum darf der Frevler Gott verachten und in seinem Herzen sagen: «Du strafst nicht»? |
14 Ειδες? διοτι συ παρατηρεις την αδικιαν και την υβριν, δια να ανταποδωσης με την χειρα σου? εις σε αφιερονεται ο πτωχος? εις τον ορφανον συ εισαι ο βοηθος. | 14 Du siehst es ja selbst; denn du schaust auf Unheil und Kummer. Der Schwache vertraut sich dir an; du bist den Verwaisten ein Helfer. |
15 Συντριψον τον βραχιονα του ασεβους και πονηρου? εξερευνησον την ασεβειαν αυτου, εωσου μη ευρης αυτην πλεον. | 15 Zerbrich den Arm des Frevlers und des Bösen, bestraf seine Frevel, sodass man von ihm nichts mehr findet. |
16 Ο Κυριος ειναι βασιλευς εις τον αιωνα του αιωνος? τα εθνη θελουσιν εξαλειφθη εκ της γης αυτου. | 16 Der Herr ist König für immer und ewig, in seinem Land gehen die Heiden zugrunde. |
17 Κυριε, εισηκουσας την επιθυμιαν των πενητων? θελεις στηριξει την καρδιαν αυτων, θελεις καμει προσεκτικον το ωτιον σου? | 17 Herr, du hast die Sehnsucht der Armen gestillt, du stärkst ihr Herz, du hörst auf sie: |
18 δια να κρινης τον ορφανον και τον τεταπεινωμενον, ωστε ο ανθρωπος ο γηινος να μη καταδυναστευη πλεον. | 18 Du verschaffst den Verwaisten und Bedrückten ihr Recht. Kein Mensch mehr verbreite Schrecken im Land. |