1 Επανελαβε δε ο Ελιου και ειπεν? | 1 És újra megszólalt Eliú, és ezeket is mondta: |
2 Ακουσατε τους λογους μου, ω σοφοι? και δοτε ακροασιν εις εμε, οι νοημονες? | 2 »Halljátok, bölcsek, szavaimat, figyeljetek rám, ti okosak! |
3 Διοτι το ωτιον δοκιμαζει τους λογους, ο δε ουρανισκος γευεται το φαγητον. | 3 Mert a fül vizsgálja meg a szavakat, miként az íny ízleli meg az ételt. |
4 Ας εκλεξωμεν εις εαυτους κρισιν? ας γνωρισωμεν μεταξυ ημων τι το καλον. | 4 Válasszuk magunknak azt, ami helyes, állapodjunk meg, vajon mi jobb? |
5 Διοτι ο Ιωβ ειπεν, Ειμαι δικαιος? και ο Θεος αφηρεσε την κρισιν μου? | 5 Azt mondta ugyanis Jób: ‘Igaz vagyok, de Isten megtagadja igazamat! |
6 εψευσθην εις την κρισιν μου? η πληγη μου ειναι ανιατος, ανευ παραβασεως. | 6 Hamisság van megítélésemben; kegyetlen nyíl talált, holott bűnöm nincsen!’ |
7 Τις ανθρωπος ως ο Ιωβ, οστις καταπινει τον χλευασμον ως υδωρ? | 7 Van-e férfi, Jóbhoz hasonló, aki issza a gúnyolódást, mint a vizet? |
8 και υπαγει εν συνοδια μετα των εργατων της ανομιας, και περιπατει μετα ανθρωπων ασεβων; | 8 Aki azokkal tart, akik gonoszt művelnek, és istentelen emberekkel jár-kel? |
9 Διοτι ειπεν, ουδεν ωφελει τον ανθρωπον το να ευαρεστη εις τον Θεον. | 9 Mert azt mondta: ‘Nem kedves az ember Isten előtt, még akkor sem, ha híven követi!’ |
10 Δια τουτο ακουσατε μου, ανδρες συνετοι? μη γενοιτο να υπαρχη εις τον Θεον αδικια, και εις τον Παντοδυναμον ανομια. | 10 Azért hallgassatok rám ti, okos emberek! Távol legyen Istentől a gonoszság s a Mindenhatótól a jogfosztás! |
11 Επειδη κατα το εργον του ανθρωπου θελει αποδωσει εις αυτον, και θελει καμει εκαστον να ευρη κατα την οδον αυτου. | 11 Mert ő az embernek tettei szerint fizet, és mindenkinek útja szerint viszonoz; |
12 Ναι, βεβαιως ο Θεος δεν θελει πραξει ασεβως, ουδε θελει διαστρεψει ο Παντοδυναμος την κρισιν. | 12 mert valóban, Isten nem kárhoztat ok nélkül, s a Mindenható nem ferdíti el az igazságot! |
13 Τις κατεστησεν αυτον επιτηρητην της γης; η τις διεταξε πασαν την οικουμενην; | 13 Kit rendelt mást a föld fölé, vagy kit tett a világ fölé, amelyet alkotott? |
14 Εαν βαλη την καρδιαν αυτου επι τον ανθρωπον, θελει συρει εις εαυτον το πνευμα αυτου και την πνοην αυτου? | 14 Ha arra irányozná szívét, vissza is vonhatná magához leheletét, lélegzetét, |
15 πασα σαρξ θελει εκπνευσει ομου, και ο ανθρωπος θελει επιστρεψει εις το χωμα. | 15 akkor kimúlna minden élőlény egyaránt, s az ember visszatérne a porba. |
16 Εαν τωρα εχης συνεσιν? ακουσον τουτο? ακροαθητι της φωνης των λογων μου. | 16 Ha tehát okos vagy, halld meg, amit mondok, és figyelj beszédem szavára! |
17 Μηπως κυβερνα ο μισων την ευθυτητα; και θελεις καταδικασει τον κατ' εξοχην δικαιον; | 17 Tud-e kormányozni, aki gyűlöli az igazságot, és hogyan hibáztatod annyira őt, aki igazságos? |
18 οστις λεγει προς βασιλεα, Εισαι ασεβης, προς αρχοντας, Εισθε κακοι; | 18 Hisz ő még a királynak is azt mondja: ‘Te hitszegő!’ és a főembereknek: ‘Ti gonosztevők!’ |
19 Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου. | 19 Nem tekinti ő a fejedelmek személyét. Nem ismeri a zsarnokot, amikor a szegénnyel vetekedik – mert mindannyian keze alkotásai. – |
20 Εν μια στιγμη θελουσιν αποθανει, και το μεσονυκτιον ο λαος θελει ταραχθη και θελει παρελθει? και ο ισχυρος θελει αναρπαχθη, ουχι υπο χειρος. | 20 Meghalnak az ilyenek hirtelen, az éj közepén; kimúlnak a gazdagok, elmennek, s ő eltávolítja az erőszakost kézmozdulat nélkül. |
21 Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου. | 21 Mert az ő szeme az emberek útjain van, és látja minden lépésüket, |
22 Δεν ειναι σκοτος ουδε σκια θανατου, οπου οι εργαται της ανομιας να κρυφθωσιν. | 22 nincs sötétség, nincs halál-árnyék, hol a gonosztevők elrejtőzzenek, |
23 Επειδη δεν θελει αφησει πλεον τον ανθρωπον να ελθη εις κρισιν μετα του Θεου. | 23 mert nincs az ember kényére bízva, mikor menjen Isten elé ítéletre, |
24 Θελει συντριψει αναριθμητους ισχυρους και βαλει αλλους αντ' αυτων | 24 összezúz ő sokakat szám nélkül, és másokat állít helyükre. |
25 διοτι γνωριζει τα εργα αυτων, και ανατρεπει αυτους την νυκτα, και συντριβονται. | 25 Mert ismeri tetteiket, elhozza azért rájuk az éjt és eltapossák őket. |
26 Κτυπα αυτους ως ασεβεις εν τω τοπω των θεατων? | 26 Megveri őket, mint gonosztevőket olyan helyen, ahol sokan látják, |
27 επειδη εξεκλιναν απ' αυτου και δεν εθεωρησαν ουδεμιαν των οδων αυτου? | 27 azért, mert készakarva eltávoztak tőle, és egyáltalán nem akarták megérteni útjait, |
28 και εκαμον να ελθη προς αυτον η κραυγη των πτωχων, και ηκουσε την φωνην των τεθλιμμενων. | 28 mert eléje juttatták a nyomorgó kiáltását, és meghallja a szegények jajszavát. |
29 Και οταν αυτος διδη ησυχιαν, τις θελει διαταραξει αυτην; και οταν κρυπτη το προσωπον αυτου, τις δυναται να ιδη αυτον; ειτε επι εθνος ειτε επι ανθρωπον ομου? | 29 Ha pedig ő nyugalmat ad, ki az, aki kárhoztassa, és ha elrejti arcát, ki az, aki szemlélhetné? Ha népek, sőt az összes ember fölött |
30 ωστε να μη βασιλευη υποκριτης, δια να μη παγιδευηται ο λαος. | 30 istentelen embert enged uralkodni, a nép bűnei miatt, |
31 Βεβαιως πρεπει να λεγη τις προς τον Θεον, Επαθον, δεν θελω πλεον πραξει κακως? | 31 akkor így szólok Istenhez: ‘Nem állok neked ellen! |
32 ο, τι δεν βλεπω, συ διδαξον με? εαν επραξα ανομιαν, δεν θελω πραξει πλεον. | 32 Ha hibáztam, akkor taníts engem, ha rosszul beszéltem, nem teszem többé!’ |
33 Αλλα μηπως θελει γεινει κατα τον στοχασμον σου; ειτε συ αποβαλης ειτε εκλεξης, αυτος θελει ανταποδωσει, και ουχι εγω? λεγε λοιπον ο, τι εξευρεις. | 33 Vajon Isten tőled kérdezze-e, mert nem vagy megelégedve: ‘Mivelhogy tied a döntés, nem az enyém, mondd meg tehát, hogyan tudnád jobban!’ |
34 Ανδρες συνετοι θελουσιν ειπει προς εμε, και ο σοφος ανθρωπος οστις με ακουει, | 34 Az értelmes emberek megmondják majd nekem, s a bölcs férfiak, akik engem hallgatnak: |
35 Ο Ιωβ δεν ελαλησεν εν γνωσει, και οι λογοι αυτου δεν ησαν μετα συνεσεως. | 35 ‘Nem beszél Jób bölcsen, és szavai megfontolás nélkül valók!’ |
36 Η επιθυμια μου ειναι, ο Ιωβ να εξετασθη εως τελους? επειδη απεκριθη ως οι ανθρωποι οι ασεβεις. | 36 Atyám! tedd próbára Jóbot mindvégig! Ne engedd ki kezedből a gonoszság emberét, |
37 Διοτι εις την αμαρτιαν αυτου προσθετει ασεβειαν? καυχαται μεταξυ ημων, και πολλαπλασιαζει τους λογους αυτου εναντιον του Θεου. | 37 mert vétkeit káromlással tetézi, gúnyosan tapsol közöttünk és ítéletre hívja ki Istent szavaival.« |