Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 5


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 και εγενετο οτε ηκουσαν τα εθνη κυκλοθεν οτι ωκοδομηθη το θυσιαστηριον και ενεκαινισθη το αγιασμα ως το προτερον και ωργισθησαν σφοδρα1 Quando i gentili all'intorno udirono che l'altare era stato ricostruito e il tempio rinnovato come prima, ne restarono fortemente irritati.
2 και εβουλευσαντο του αραι το γενος ιακωβ τους οντας εν μεσω αυτων και ηρξαντο του θανατουν εν τω λαω και εξαιρειν2 Decisero perciò di sterminare quelli della stirpe di Giacobbe che si trovavano in mezzo a loro e cominciarono così a uccidere e a far strage tra il popolo.
3 και επολεμει ιουδας προς τους υιους ησαυ εν τη ιδουμαια την ακραβαττηνην οτι περιεκαθηντο τον ισραηλ και επαταξεν αυτους πληγην μεγαλην και συνεστειλεν αυτους και ελαβεν τα σκυλα αυτων3 Allora Giuda iniziò a combattere contro i figli di Esaù nell'Idumea e nella regione di Acrabattene, perché essi tenevano gli Israeliti in stato d'assedio. Inflisse loro una grave sconfitta, li umiliò e prese le loro spoglie.
4 και εμνησθη της κακιας υιων βαιαν οι ησαν τω λαω εις παγιδα και σκανδαλον εν τω ενεδρευειν αυτους εν ταις οδοις4 Poi si ricordò della malizia dei figli di Bean, i quali erano per il popolo un laccio e un inciampo, perché tendevano ad esso insidie sulle vie.
5 και συνεκλεισθησαν υπ' αυτου εις τους πυργους και παρενεβαλεν επ' αυτους και ανεθεματισεν αυτους και ενεπυρισε τους πυργους αυτης εν πυρι συν πασιν τοις ενουσιν5 Li costrinse a rifugiarsi nelle torri, li assediò e li votò allo sterminio, appiccando il fuoco alle torri con tutti quelli che vi erano dentro.
6 και διεπερασεν επι τους υιους αμμων και ευρεν χειρα κραταιαν και λαον πολυν και τιμοθεον ηγουμενον αυτων6 Passò poi ai figli di Ammon, dove trovò un forte esercito e un popolo numeroso, il cui capo era Timoteo.
7 και συνηψεν προς αυτους πολεμους πολλους και συνετριβησαν προ προσωπου αυτου και επαταξεν αυτους7 Fece contro di loro numerose battaglie, li mise in rotta davanti a sé e riuscì a batterli.
8 και προκατελαβετο την ιαζηρ και τας θυγατερας αυτης και ανεστρεψεν εις την ιουδαιαν8 Infine, impadronitosi di Iazer e delle sue dipendenze, fece ritorno in Giudea.
9 και επισυνηχθησαν τα εθνη τα εν τη γαλααδ επι τον ισραηλ τους οντας επι τοις οριοις αυτων του εξαραι αυτους και εφυγον εις δαθεμα το οχυρωμα9 Anche i gentili del Gàlaad si erano coalizzati contro gli Israeliti che erano entro i loro confini per sterminarli. Questi, allora, rifugiatisi nella fortezza di Dàtema,
10 και απεστειλαν γραμματα προς ιουδαν και τους αδελφους αυτου λεγοντες επισυνηγμενα εστιν εφ' ημας τα εθνη κυκλω ημων του εξαραι ημας10 mandarono lettere a Giuda e ai fratelli, nelle quali si diceva: "I gentili attorno a noi si sono coalizzati contro di noi per sterminarci
11 και ετοιμαζονται ελθειν και προκαταλαβεσθαι το οχυρωμα εις ο κατεφυγομεν και τιμοθεος ηγειται της δυναμεως αυτων11 e si apprestano a venire ad occupare la fortezza, nella quale ci siamo rifugiati. Timoteo è a capo del loro esercito.
12 νυν ουν ελθων εξελου ημας εκ χειρος αυτων οτι πεπτωκεν εξ ημων πληθος12 Ora vieni a liberarci dalle loro mani. Molti di noi, infatti, sono caduti
13 και παντες οι αδελφοι ημων οι οντες εν τοις τουβιου τεθανατωνται και ηχμαλωτικασιν τας γυναικας αυτων και τα τεκνα και την αποσκευην και απωλεσαν εκει ωσει μιαν χιλιαρχιαν ανδρων13 e tutti i nostri fratelli che erano nella regione di Tobia sono stati messi a morte, mentre le loro donne, i loro figli e i loro averi se li sono portati via. Sono periti là circa un migliaio di uomini".
14 ετι αι επιστολαι ανεγιγνωσκοντο και ιδου αγγελοι ετεροι παρεγενοντο εκ της γαλιλαιας διερρηχοτες τα ιματια απαγγελλοντες κατα τα ρηματα ταυτα14 Si stavano ancora leggendo queste lettere, quand'ecco altri messaggeri giunsero dalla Galilea, le vesti stracciate, annunziando le medesime cose
15 λεγοντες επισυνηχθαι επ' αυτους εκ πτολεμαιδος και τυρου και σιδωνος και πασαν γαλιλαιαν αλλοφυλων του εξαναλωσαι ημας15 e riferendo come contro di essi si erano coalizzati quelli di Tolemaide, di Tiro e di Sidone e "tutta la Galilea degli stranieri per sterminarci".
16 ως δε ηκουσεν ιουδας και ο λαος τους λογους τουτους επισυνηχθη εκκλησια μεγαλη βουλευσασθαι τι ποιησωσιν τοις αδελφοις αυτων τοις ουσιν εν θλιψει και πολεμουμενοις υπ' αυτων16 Quando Giuda e il popolo ebbero udito questi discorsi, si radunò una grande assemblea per decidere cosa dovessero fare per i loro fratelli che erano nella tribolazione, combattuti dai gentili.
17 και ειπεν ιουδας σιμωνι τω αδελφω αυτου επιλεξον σεαυτω ανδρας και πορευου και ρυσαι τους αδελφους σου τους εν τη γαλιλαια εγω δε και ιωναθαν ο αδελφος μου πορευσομεθα εις την γαλααδιτιν17 Disse Giuda a Simone, suo fratello: "Scegliti degli uomini e va' a liberare i tuoi fratelli che sono in Galilea, mentre io e Gionata, mio fratello, andremo nel Gàlaad".
18 και κατελιπεν ιωσηπον τον του ζαχαριου και αζαριαν ηγουμενον του λαου μετα των επιλοιπων της δυναμεως εν τη ιουδαια εις τηρησιν18 Lasciò Giuseppe, figlio di Zaccaria, e Azaria, capo del popolo, con il resto dell'esercito a guardia della Giudea,
19 και ενετειλατο αυτοις λεγων προστητε του λαου τουτου και μη συναψητε πολεμον προς τα εθνη εως του επιστρεψαι ημας19 e diede loro quest'ordine: "Presiedete a questo popolo e non attaccate guerra contro i gentili fino al nostro ritorno".
20 και εμερισθησαν σιμωνι ανδρες τρισχιλιοι του πορευθηναι εις την γαλιλαιαν ιουδα δε ανδρες οκτακισχιλιοι εις την γαλααδιτιν20 A Simone poi furono assegnati tremila uomini per andare in Galilea, a Giuda ottomila per il Gàlaad.
21 και επορευθη σιμων εις την γαλιλαιαν και συνηψεν πολεμους πολλους προς τα εθνη και συνετριβη τα εθνη απο προσωπου αυτου21 Simone partì per la Galilea e ingaggiò molte battaglie contro i gentili. Mise in rotta i gentili davanti a sé
22 και εδιωξεν αυτους εως της πυλης πτολεμαιδος και επεσον εκ των εθνων εις τρισχιλιους ανδρας και ελαβεν τα σκυλα αυτων22 e li inseguì fino alle porte di Tolemaide. Dei gentili caddero circa tremila uomini e Simone prese le loro spoglie.
23 και παρελαβεν τους εκ της γαλιλαιας και εν αρβαττοις συν ταις γυναιξιν και τοις τεκνοις και παντα οσα ην αυτοις και ηγαγεν εις την ιουδαιαν μετ' ευφροσυνης μεγαλης23 Raccolti poi gl'Israeliti della Galilea e dell'Arbatta, con le mogli, i figli e quanto avevano, li condusse in Giudea con grande allegrezza.
24 και ιουδας ο μακκαβαιος και ιωναθαν ο αδελφος αυτου διεβησαν τον ιορδανην και επορευθησαν οδον τριων ημερων εν τη ερημω24 Frattanto Giuda il Maccabeo e Gionata, suo fratello, passarono il Giordano e camminarono per tre giorni nel deserto,
25 και συνηντησαν τοις ναβαταιοις και απηντησαν αυτοις ειρηνικως και διηγησαντο αυτοις παντα τα συμβαντα τοις αδελφοις αυτων εν τη γαλααδιτιδι25 finché s'imbatterono nei Nabatei, i quali li accolsero pacificamente e riferirono loro tutte le cose che erano accadute ai loro fratelli nel Gàlaad:
26 και οτι πολλοι εξ αυτων συνειλημμενοι εισιν εις βοσορρα και βοσορ εν αλεμοις χασφω μακεδ και καρναιν πασαι αι πολεις αυται οχυραι και μεγαλαι26 "Molti di essi si trovano rinchiusi a Bozra, Bozor, A'lema, Casfo, Maked e Karnàin, tutte città fortificate e grandi.
27 και εν ταις λοιπαις πολεσιν της γαλααδιτιδος εισιν συνειλημμενοι εις αυριον τασσονται παρεμβαλειν επι τα οχυρωματα και καταλαβεσθαι και εξαραι παντας τουτους εν ημερα μια27 Anche nelle altre città del Gàlaad sono rinchiusi. Si è fissato per domani di attaccare le fortezze, di conquistarle e di sterminare in un solo giorno tutti quelli che vi si trovano".
28 και απεστρεψεν ιουδας και η παρεμβολη αυτου οδον εις την ερημον βοσορρα αφνω και κατελαβετο την πολιν και απεκτεινε παν αρσενικον εν στοματι ρομφαιας και ελαβεν παντα τα σκυλα αυτων και ενεπρησεν αυτην πυρι28 Allora Giuda col suo esercito cambiò subito cammino per il deserto alla volta di Bozra e, occupata la città, ne uccise tutti i maschi a fil di spada, prese tutte le loro spoglie e la incendiò.
29 και απηρεν εκειθεν νυκτος και επορευοντο εως επι το οχυρωμα29 Di notte ripartì di lì e si portarono fin nei pressi della fortezza.
30 και εγενετο εωθινη ηραν τους οφθαλμους αυτων και ιδου λαος πολυς ου ουκ ην αριθμος αιροντες κλιμακας και μηχανας καταλαβεσθαι το οχυρωμα και επολεμουν αυτους30 Come si fece giorno, alzarono gli occhi ed ecco una folla innumerevole, che rizzava scale e macchine per espugnare la fortezza e già combatteva contro quelli che vi erano.
31 και ειδεν ιουδας οτι ηρκται ο πολεμος και η κραυγη της πολεως ανεβη εως ουρανου σαλπιγξιν και κραυγη μεγαλη31 Giuda allora, vedendo che la battaglia era cominciata, mentre le grida della città salivano fino al cielo tra un fragore di trombe e un clamore assordante,
32 και ειπεν τοις ανδρασιν της δυναμεως πολεμησατε σημερον υπερ των αδελφων ημων32 disse agli uomini del suo esercito: "Combattete oggi per i vostri fratelli!".
33 και εξηλθεν εν τρισιν αρχαις εξοπισθεν αυτων και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν και εβοησαν εν προσευχη33 Li lanciò in tre schiere alle loro spalle suonando le trombe e alzando grida d'invocazione.
34 και επεγνω η παρεμβολη τιμοθεου οτι μακκαβαιος εστιν και εφυγον απο προσωπου αυτου και επαταξεν αυτους πληγην μεγαλην και επεσον εξ αυτων εν εκεινη τη ημερα εις οκτακισχιλιους ανδρας34 Le truppe di Timoteo, accortesi che c'era il Maccabeo, fuggirono davanti a lui; egli inflisse loro una grande sconfitta: in quel giorno caddero di loro circa ottomila uomini.
35 και απεκλινεν εις αλεμα και επολεμησεν αυτην και κατελαβετο αυτην και απεκτεινεν παν αρσενικον αυτης και ελαβεν τα σκυλα αυτης και ενεπρησεν αυτην εν πυρι35 Egli allora piegò su A'lema, l'attaccò e la conquistò; uccise tutti i suoi maschi, prese le sue spoglie e la incendiò.
36 εκειθεν απηρεν και προκατελαβετο την χασφω μακεδ και βοσορ και τας λοιπας πολεις της γαλααδιτιδος36 Poi, partito di lì, conquistò Casfo, Maked e Bozor e tutte le altre città del Gàlaad.
37 μετα δε τα ρηματα ταυτα συνηγαγεν τιμοθεος παρεμβολην αλλην και παρενεβαλεν κατα προσωπον ραφων εκ περαν του χειμαρρου37 Dopo questi fatti, Timoteo radunò un altro esercito e venne ad accamparsi di fronte a Rafon, al di là del torrente.
38 και απεστειλεν ιουδας κατασκοπευσαι την παρεμβολην και απηγγειλαν αυτω λεγοντες επισυνηγμενα εισιν προς αυτον παντα τα εθνη τα κυκλω ημων δυναμις πολλη σφοδρα38 Giuda allora mandò a esplorare l'accampamento e gli riferirono: "Presso di lui stanno radunati tutti i gentili che ci circondano e l'esercito è molto grande.
39 και αραβας μεμισθωνται εις βοηθειαν αυτοις και παρεμβαλλουσιν περαν του χειμαρρου ετοιμοι του ελθειν επι σε εις πολεμον και επορευθη ιουδας εις συναντησιν αυτων39 Hanno assoldato degli Arabi come ausiliari e stanno accampati al di là del torrente, pronti ad attaccare battaglia con te". Giuda mosse loro contro;
40 και ειπεν τιμοθεος τοις αρχουσιν της δυναμεως αυτου εν τω εγγιζειν ιουδαν και την παρεμβολην αυτου επι τον χειμαρρουν του υδατος εαν διαβη προς ημας προτερος ου δυνησομεθα υποστηναι αυτον οτι δυναμενος δυνησεται προς ημας40 ma Timoteo disse ai generali del suo esercito, mentre Giuda e il suo esercito si avvicinavano al torrente: "Se passa verso di noi per primo, non possiamo resistergli, perché sicuramente ci vincerà;
41 εαν δε δειλανθη και παρεμβαλη περαν του ποταμου διαπερασομεν προς αυτον και δυνησομεθα προς αυτον41 se invece ha paura e si accampa al di là del fiume, passeremo noi da lui e lo vinceremo".
42 ως δε ηγγισεν ιουδας επι τον χειμαρρουν του υδατος εστησεν τους γραμματεις του λαου επι του χειμαρρου και ενετειλατο αυτοις λεγων μη αφητε παντα ανθρωπον παρεμβαλειν αλλα ερχεσθωσαν παντες εις τον πολεμον42 Giuda, come si fu avvicinato al torrente d'acqua, pose degli scribi del popolo lungo il torrente e diede loro quest'ordine: "Non permettete che nessuno si fermi, ma tutti vadano in battaglia".
43 και διεπερασεν επ' αυτους προτερος και πας ο λαος οπισθεν αυτου και συνετριβησαν προ προσωπου αυτων παντα τα εθνη και ερριψαν τα οπλα αυτων και εφυγον εις το τεμενος καρναιν43 Poi passò egli stesso, per primo, verso i nemici e tutto il popolo dietro di lui. Restarono battuti tutti i gentili davanti a loro, abbandonarono le armi e si rifugiarono nel tempio di Karnàin.
44 και προκατελαβοντο την πολιν και το τεμενος ενεπυρισαν εν πυρι συν πασιν τοις εν αυτω και ετροπωθη καρναιν και ουκ ηδυναντο ετι υποστηναι κατα προσωπον ιουδου44 Allora essi occuparono la città, incendiarono il tempio con tutti quelli che vi erano dentro e così Karnàin fu espugnata e non poterono più resistere davanti a Giuda.
45 και συνηγαγεν ιουδας παντα ισραηλ τους εν τη γαλααδιτιδι απο μικρου εως μεγαλου και τας γυναικας αυτων και τα τεκνα αυτων και την αποσκευην παρεμβολην μεγαλην σφοδρα ελθειν εις γην ιουδα45 Giuda radunò tutti gl'Israeliti che erano nel Gàlaad, dal più piccolo al più grande, le loro donne, i loro figli e il loro bagaglio, una folla stragrande, movendo alla volta della terra di Giuda.
46 και ηλθον εως εφρων και αυτη πολις μεγαλη επι της οδου οχυρα σφοδρα ουκ ην εκκλιναι απ' αυτης δεξιαν η αριστεραν αλλ' η δια μεσου αυτης πορευεσθαι46 Giunsero a Efron, grande città ben fortificata, che era sulla strada e da cui non si poteva piegare né a destra né a sinistra, ma bisognava attraversarla.
47 και απεκλεισαν αυτους οι εκ της πολεως και ενεφραξαν τας πυλας λιθοις47 Quelli della città però chiusero loro il passaggio e con pietre barricarono le porte.
48 και απεστειλεν προς αυτους ιουδας λογοις ειρηνικοις λεγων διελευσομεθα δια της γης σου του απελθειν εις την γην ημων και ουδεις κακοποιησει υμας πλην τοις ποσιν παρελευσομεθα και ουκ ηβουλοντο ανοιξαι αυτω48 Giuda mandò a dir loro in termini pacifici: "Attraverseremo la tua terra per tornare alla nostra terra. Nessuno vi farà del male. Vogliamo soltanto passare a piedi". Ma quelli non vollero aprirgli.
49 και επεταξεν ιουδας κηρυξαι εν τη παρεμβολη του παρεμβαλειν εκαστον εν ω εστιν τοπω49 Giuda perciò ordinò di proclamare nel campo che ciascuno si fermasse nel luogo dove si trovava.
50 και παρενεβαλον οι ανδρες της δυναμεως και επολεμησεν την πολιν ολην την ημεραν εκεινην και ολην την νυκτα και παρεδοθη η πολις εν χειρι αυτου50 Gli uomini della truppa presero posizione e combatterono contro la città per tutto quel giorno e tutta la notte; la città cadde nelle sue mani.
51 και απωλεσεν παν αρσενικον εν στοματι ρομφαιας και εξερριζωσεν αυτην και ελαβεν τα σκυλα αυτης και διηλθεν δια της πολεως επανω των απεκταμμενων51 Ne passò a fil di spada tutti i maschi, la distrusse fino alle fondamenta, prese le sue spoglie e attraversò la città, passando sui cadaveri.
52 και διεβησαν τον ιορδανην εις το πεδιον το μεγα κατα προσωπον βαιθσαν52 Poi attraversarono il Giordano verso la grande pianura, di fronte a Beisan.
53 και ην ιουδας επισυναγων τους εσχατιζοντας και παρακαλων τον λαον κατα πασαν την οδον εως ηλθεν εις γην ιουδα53 Giuda andava raccogliendo i ritardatari e confortando il popolo lungo tutta la via, finché giunsero nella terra di Giuda.
54 και ανεβησαν εις ορος σιων εν ευφροσυνη και χαρα και προσηγαγον ολοκαυτωματα οτι ουκ επεσεν εξ αυτων ουθεις εως του επιστρεψαι εν ειρηνη54 Salirono al monte Sion con allegrezza e gioia ed offrirono olocausti, poiché nessuno di loro era caduto ed erano ritornati in pace.
55 και εν ταις ημεραις εν αις ην ιουδας και ιωναθαν εν γη γαλααδ και σιμων ο αδελφος αυτου εν τη γαλιλαια κατα προσωπον πτολεμαιδος55 Nei giorni in cui Giuda e Gionata erano nella terra di Gàlaad e Simone, suo fratello, in Galilea, davanti a Tolemaide,
56 ηκουσεν ιωσηφ ο του ζαχαριου και αζαριας αρχοντες της δυναμεως των ανδραγαθιων και του πολεμου οια εποιησαν56 Giuseppe, figlio di Zaccaria, e Azaria, capi dell'esercito, avendo avuto notizia delle gesta di valore e della guerra che quelli avevano compiuto,
57 και ειπον ποιησωμεν και αυτοι εαυτοις ονομα και πορευθωμεν πολεμησαι προς τα εθνη τα κυκλω ημων57 dissero: "Facciamoci anche noi un nome e andiamo a combattere contro i gentili che sono intorno a noi".
58 και παρηγγειλεν τοις απο της δυναμεως της μετ' αυτων και επορευθησαν επι ιαμνειαν58 Diedero, dunque, ordini agli uomini dell'esercito che era con loro e marciarono su Iamnia.
59 και εξηλθεν γοργιας εκ της πολεως και οι ανδρες αυτου εις συναντησιν αυτοις εις πολεμον59 Gorgia con i suoi uomini uscì dalla città contro di loro per combattere,
60 και ετροπωθη ιωσηπος και αζαριας και εδιωχθησαν εως των οριων της ιουδαιας και επεσον εν τη ημερα εκεινη εκ του λαου ισραηλ εις δισχιλιους ανδρας60 e Giuseppe e Azaria furono sconfitti, inseguiti fino ai monti della Giudea e in quel giorno caddero, del popolo d'Israele, circa duemila uomini.
61 και εγενηθη τροπη μεγαλη εν τω λαω οτι ουκ ηκουσαν ιουδου και των αδελφων αυτου οιομενοι ανδραγαθησαι61 Fu una grande sconfitta per il popolo, perché non avevano ascoltato Giuda e i suoi fratelli, credendo di far prodezze.
62 αυτοι δε ουκ ησαν εκ του σπερματος των ανδρων εκεινων οις εδοθη σωτηρια ισραηλ δια χειρος αυτων62 Costoro non erano della stirpe di quegli uomini per le cui mani si doveva compiere la salvezza d'Israele.
63 και ο ανηρ ιουδας και οι αδελφοι αυτου εδοξασθησαν σφοδρα εναντι παντος ισραηλ και των εθνων παντων ου ηκουετο το ονομα αυτων63 Il nobile Giuda e i suoi fratelli crebbero in grande onore davanti a tutto Israele e davanti a tutte le genti che udirono il loro nome,
64 και επισυνηγοντο προς αυτους ευφημουντες64 sicché si radunavano intorno a loro per congratularsi.
65 και εξηλθεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου και επολεμουν τους υιους ησαυ εν τη γη τη προς νοτον και επαταξεν την χεβρων και τας θυγατερας αυτης και καθειλεν τα οχυρωματα αυτης και τους πυργους αυτης ενεπυρισεν κυκλοθεν65 Giuda poi uscì con i suoi fratelli per combattere contro i figli di Esaù nella terra del mezzogiorno. Colpì Ebron e le sue dipendenze, espugnò le sue fortezze e incendiò le sue torri all'intorno.
66 και απηρεν του πορευθηναι εις γην αλλοφυλων και διεπορευετο την μαρισαν66 Partito di lì per recarsi nella terra dei Filistei, attraversò Maresa.
67 εν τη ημερα εκεινη επεσον ιερεις εν πολεμω βουλομενοι ανδραγαθησαι εν τω αυτους εξελθειν εις πολεμον αβουλευτως67 In quel giorno però caddero in battaglia alcuni sacerdoti che volevano compiere imprese, portandosi sconsideratamente al combattimento.
68 και εξεκλινεν ιουδας εις αζωτον γην αλλοφυλων και καθειλεν τους βωμους αυτων και τα γλυπτα των θεων αυτων κατεκαυσεν πυρι και εσκυλευσεν τα σκυλα των πολεων και επεστρεψεν εις γην ιουδα68 Giuda si diresse verso Asdod, terra dei Filistei: abbatté i loro altari, gettò al fuoco le statue degli dèi, prese le spoglie delle città e ritornò nella terra di Giuda.