Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 13


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 και ηκουσεν σιμων οτι συνηγαγεν τρυφων δυναμιν πολλην του ελθειν εις γην ιουδα και εκτριψαι αυτην1 Seppe adunque Simone quello che Trifone avea fatto, ch' egli avea radunata grande oste, per venire in Giudea a distruggerla.
2 και ειδεν τον λαον οτι εντρομος εστιν και εκφοβος και ανεβη εις ιερουσαλημ και ηθροισεν τον λαον2 E veggendo che il popolo era ispaventato, sì se ne venne in Ierusalem, e radunò il popolo (a parlamento).
3 και παρεκαλεσεν αυτους και ειπεν αυτοις αυτοι οιδατε οσα εγω και οι αδελφοι μου και ο οικος του πατρος μου εποιησαμεν περι των νομων και των αγιων και τους πολεμους και τας στενοχωριας ας ειδομεν3 E confortandogli disse: voi sapete quante cose io e gli miei fratelli e il lignaggio di mio padre abbiamo fatto per mantenere le nostre leggi e gli nostri santi, e quante angosce abbiamo sostenute.
4 τουτου χαριν απωλοντο οι αδελφοι μου παντες χαριν του ισραηλ και κατελειφθην εγω μονος4 Per grazia di queste cose, e per difensione del nostro popolo, gli miei fratelli sono morti, e io solo sono rimaso, (e Ionata preso).
5 και νυν μη μοι γενοιτο φεισασθαι μου της ψυχης εν παντι καιρω θλιψεως ου γαρ ειμι κρεισσων των αδελφων μου5 Adunque non piaccia a Dio (da poi che Ionata è preso), io perdoni alla vita mia in tutto il tempo delle avversitadi; imperciò ch' io non sono migliore degli miei fratelli.
6 πλην εκδικησω περι του εθνους μου και περι των αγιων και περι των γυναικων και τεκνων υμων οτι συνηχθησαν παντα τα εθνη εκτριψαι ημας εχθρας χαριν6 E (sporrommi ad ogni pericolo, e) vendicherò la mia gente, e (difenderò) le nostre sante leggi, e le nostre donne e gli nostri figliuoli; imperciò che tutti gli nostri nimici sono radunati per uccidere noi.
7 και ανεζωπυρησεν το πνευμα του λαου αμα του ακουσαι των λογων τουτων7 E quando il popolo udì questi sermoni, il loro spirito con lui insieme si raccese.
8 και απεκριθησαν φωνη μεγαλη λεγοντες συ ει ημων ηγουμενος αντι ιουδου και ιωναθου του αδελφου σου8 E rispuosono con grande voce, dicendo: tu se' il nostro duca in luogo di Giuda (Maccabeo) e di Ionata tuo fratello.
9 πολεμησον τον πολεμον ημων και παντα οσα αν ειπης ημιν ποιησομεν9 Adunque combattiamo (e ordiniamo e facciamo) la nostra battaglia; e ciò che tu dirai, faremo.
10 και συνηγαγεν παντας τους ανδρας τους πολεμιστας και εταχυνεν του τελεσαι τα τειχη ιερουσαλημ και ωχυρωσεν αυτην κυκλοθεν10 Allora Simone radunde tutti i buoni battaglieri, e affrettossi di compire tutte le mura di Ierusalem, e armolla intorno.
11 και απεστειλεν ιωναθαν τον του αψαλωμου και μετ' αυτου δυναμιν ικανην εις ιοππην και εξεβαλεν τους οντας εν αυτη και εμεινεν εκει εν αυτη11 E mandò uno principe, figliuolo di Assalomi, che avea Ionata, in Ioppen con oste nuova; e cacciò quegli che v' erano, ed egli vi rimase.
12 και απηρεν τρυφων απο πτολεμαιδος μετα δυναμεως πολλης ελθειν εις γην ιουδα και ιωναθαν μετ' αυτου εν φυλακη12 E Trifone si mosse di Tolemaida per venire nelle terre de' Giudei con molta gente; e menò Ionata, il quale teneva in prigione.
13 σιμων δε παρενεβαλεν εν αδιδοις κατα προσωπον του πεδιου13 E Simone se ne venne [in Addus], e andava incontro alla faccia del campo (suo).
14 και επεγνω τρυφων οτι ανεστη σιμων αντι ιωναθου του αδελφου αυτου και οτι συναπτειν αυτω μελλει πολεμον και απεστειλεν προς αυτον πρεσβεις λεγων14 E quando Trifone seppe che Simone s'era levato in luogo di Ionata suo fratello, e che con lui gli convenìa combattere, mandò a lui ambasciatori,
15 περι αργυριου ου ωφειλεν ιωναθαν ο αδελφος σου εις το βασιλικον δι' ας ειχεν χρειας συνεχομεν αυτον15 dicendo: sappi che noi teniamo preso Ionata tuo fratello, per argento ch' egli dovea dare nella ragione del re.
16 και νυν αποστειλον αργυριου ταλαντα εκατον και δυο των υιων αυτου ομηρα οπως μη αφεθεις αποστατηση αφ' ημων και αφησομεν αυτον16 E però (se tu vuoli ch' egli si parta da noi, e che noi il lasciamo) mandami C talenti d' argento, e i suoi due figliuoli per ostaggi, acciò che lasciandolo non si fugga da noi, e sì nel rimanderemo.
17 και εγνω σιμων οτι δολω λαλουσιν προς αυτον και πεμπει του λαβειν το αργυριον και τα παιδαρια μηποτε εχθραν αρη μεγαλην προς τον λαον17 Di che Simone (dubitava e) conobbe veramente che il suo parlare era di tradimento; ma pure consentì di mandargli l'argento e li fanciulli, acciò che il popolo non lo odiasse, dicendo:
18 λεγοντες οτι ουκ απεστειλα αυτω το αργυριον και τα παιδαρια απωλετο18 Vedi che è lasciato morire, per [non] mandargli l'argento e li fanciulli.
19 και απεστειλεν τα παιδαρια και τα εκατον ταλαντα και διεψευσατο και ουκ αφηκεν τον ιωναθαν19 E per questa cagione gli mandò l'argento e li fanciulli; donde Trifone mentì, però che non rimandò Ionata, (ma si ritenne l'argento e li fanciulìi).
20 και μετα ταυτα ηλθεν τρυφων του εμβατευσαι εις την χωραν και εκτριψαι αυτην και εκυκλωσαν οδον την εις αδωρα και σιμων και η παρεμβολη αυτου αντιπαρηγεν αυτω εις παντα τοπον ου αν επορευετο20 Poi Trifone venne nel paese per guastarlo; e aggirarono per la via onde si va ad Ador; e Simone colla sua oste gli si poneva presso in ogni luogo, dovunque loro andavano.
21 οι δε εκ της ακρας απεστελλον προς τρυφωνα πρεσβευτας κατασπευδοντας αυτον του ελθειν προς αυτους δια της ερημου και αποστειλαι αυτοις τροφας21 Ma quegli ch' erano nella ròcca mandarono ambasciadori a Trifone, ch' egli s'affrettasse e venisse per lo deserto, e mandasse loro vittuaglia.
22 και ητοιμασεν τρυφων πασαν την ιππον αυτου ελθειν και εν τη νυκτι εκεινη ην χιων πολλη σφοδρα και ουκ ηλθεν δια την χιονα και απηρεν και ηλθεν εις την γαλααδιτιν22 E acconciossi Trifone con tutta la cavalleria. per venire quella notte; ma egli era grande nevato, e non venne in Galaaditim.
23 ως δε ηγγισεν της βασκαμα απεκτεινεν τον ιωναθαν και εταφη εκει23 Ma quando egli s'approssimò a Bascama, egli quivi uccise Ionata e li suoi figliuoli.
24 και επεστρεψεν τρυφων και απηλθεν εις την γην αυτου24 E poi si partì Trifone, e tornossi in suo paese.
25 και απεστειλεν σιμων και ελαβεν τα οστα ιωναθου του αδελφου αυτου και εθαψεν αυτον εν μωδειν πολει των πατερων αυτου25 Allora Simone mandò a ricogliere il corpo. di Ionata e de' suoi figliuoli, e seppelligli in Modin, città de' loro padri.
26 και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν και επενθησαν αυτον ημερας πολλας26 E tutto il popolo d' Israel lo piansono, e feciono grande lamento per molti giorni.
27 και ωκοδομησεν σιμων επι τον ταφον του πατρος αυτου και των αδελφων αυτου και υψωσεν αυτον τη ορασει λιθω ξεστω εκ των οπισθεν και εμπροσθεν27 E Simone edificò sopra la sepoltura del padre suo e de' suoi fratelli uno alto edificio, però che si vedesse dalla lunga, di pietra (lavorata e) pulita dinanzi e di dietro.
28 και εστησεν επτα πυραμιδας μιαν κατεναντι της μιας τω πατρι και τη μητρι και τοις τεσσαρσιν αδελφοις28 E ordinovvi sette piramidi (e appuntate) le quali erano l' una contro all' altra; e una ne fece al padre, e una alla madre, e quattro a' fratelli, (e una per sè).
29 και ταυταις εποιησεν μηχανηματα περιθεις στυλους μεγαλους και εποιησεν επι τοις στυλοις πανοπλιας εις ονομα αιωνιον και παρα ταις πανοπλιαις πλοια εγγεγλυμμενα εις το θεωρεισθαι υπο παντων των πλεοντων την θαλασσαν29 E intorno a queste piramidi puose grandi colonne, e sopra le colonne l'arme a perpetuale memoria; e a lato all' arme puose navi intagliate, le quali vedessono li naviganti per mare.
30 ουτος ο ταφος ον εποιησεν εν μωδειν εως της ημερας ταυτης30 E questo fue il monumento che fece (fare Simone Maccabeo) in Modin, e infino al dì d'oggi si pare.
31 ο δε τρυφων επορευετο δολω μετα αντιοχου του βασιλεως του νεωτερου και απεκτεινεν αυτον31 Ora avvenne che Trifone, camminando con Antioco re giovane, per tradimento l'uccise.
32 και εβασιλευσεν αντ' αυτου και περιεθετο το διαδημα της ασιας και εποιησεν πληγην μεγαλην επι της γης32 E regnò in suo luogo, e incoronossi [re] d' Asia; egli fu uomo che fece grande male in terra.
33 και ωκοδομησεν σιμων τα οχυρωματα της ιουδαιας και περιετειχισεν πυργοις υψηλοις και τειχεσιν μεγαλοις και πυλαις και μοχλοις και εθετο βρωματα εν τοις οχυρωμασιν33 E (intanto) Simone afforzòe le tenute di Giudea, e puosevi fornimenti, e fecevi alte torri,
34 και επελεξεν σιμων ανδρας και απεστειλεν προς δημητριον τον βασιλεα του ποιησαι αφεσιν τη χωρα οτι πασαι αι πραξεις τρυφωνος ησαν αρπαγαι34 E poi elesse Simone ambasciadori, e mandògli allo re Demetrio, che gli piacesse di dovere deliberare la contrada de' suoi debiti; imperciò che quello ch' era istato fatto, si era per lo arbitrio di Trifone.
35 και απεστειλεν αυτω δημητριος ο βασιλευς κατα τους λογους τουτους και απεκριθη αυτω και εγραψεν αυτω επιστολην τοιαυτην35 Allora Demetrio rispuose queste parole, scritte nella tale lettera mandata :
36 βασιλευς δημητριος σιμωνι αρχιερει και φιλω βασιλεων και πρεσβυτεροις και εθνει ιουδαιων χαιρειν36 Lo re Demetrio a Simone, sommo sacerdote e amico del re, e a' più antichi di Giudea, e alla loro gente, salute.
37 τον στεφανον τον χρυσουν και την βαινην ην απεστειλατε κεκομισμεθα και ετοιμοι εσμεν του ποιειν υμιν ειρηνην μεγαλην και γραφειν τοις επι των χρειων του αφιεναι υμιν τα αφεματα37 Noi abbiamo ricevuto la corona dell' oro e il collare che ci mandaste, e siamo apparecchiati di fare con voi grande pace, e scrivere alli nostri ufficiali, che vi rimettano (e lascino) quelle cose che noi vi concedemmo.
38 και οσα εστησαμεν προς υμας εστηκεν και τα οχυρωματα α ωκοδομησατε υπαρχετω υμιν38 E tutte quelle cose le quali concedemmo a voi, siano ferme; e le fortezze le quali avete edificate, siano vostre.
39 αφιεμεν δε αγνοηματα και τα αμαρτηματα εως της σημερον ημερας και τον στεφανον ον ωφειλετε και ει τι αλλο ετελωνειτο εν ιερουσαλημ μηκετι τελωνεισθω39 E ancora vi perdoniamo la ignoranza e li peccati insino al dì d' oggi; e la corona (dell' oro) la quale ci dovevate dare, rimettiamvi; e se alcuna altra cosa era tributaria in Ierusalem, già non sia più.
40 και ει τινες επιτηδειοι υμων γραφηναι εις τους περι ημας εγγραφεσθωσαν και γινεσθω ανα μεσον ημων ειρηνη40 E se per avventura alcuni di voi fossono acconci d'essere coscritti intra i nostri, siano coscritti; e sia intra noi pace.
41 ετους εβδομηκοστου και εκατοστου ηρθη ο ζυγος των εθνων απο του ισραηλ41 E nel CLXX anno (del regno de' Greci) sì fu levato il giogo de' pagani dal popolo d' Israel.
42 και ηρξατο ο λαος γραφειν εν ταις συγγραφαις και συναλλαγμασιν ετους πρωτου επι σιμωνος αρχιερεως μεγαλου και στρατηγου και ηγουμενου ιουδαιων42 E incominciarono a scrivere in tavole e scritte pubbliche, nel primo anno sotto Simone sommo sacerdote, grande duca e principe de' Giudei.
43 εν ταις ημεραις εκειναις παρενεβαλεν επι γαζαρα και εκυκλωσεν αυτην παρεμβολαις και εποιησεν ελεοπολιν και προσηγαγεν τη πολει και επαταξεν πυργον ενα και κατελαβετο43 In quel tempo (poco istante) Simone venne ad oste a Gaza, e attorniolla colla gente sua, e fece (edifici e) ingegni; e accostossi alla cittade (e combattella), e percosse una delle torri (della cittade), e fecela cadere.
44 και εξηλλοντο οι εν τη ελεοπολει εις την πολιν και εγενετο κινημα μεγα εν τη πολει44 E quegli che ne uscirono erano (tra gli edificii nella cittade, cioè) in una (fortezza la quale si chiamava) macchina; donde per questo nacque grande paura nella terra.
45 και ανεβησαν οι εν τη πολει συν γυναιξιν και τοις τεκνοις επι το τειχος διερρηχοτες τα ιματια αυτων και εβοησαν φωνη μεγαλη αξιουντες σιμωνα δεξιας αυτοις δουναι45 E montarono quegli dentro della cittade sopra le mura, colle donne loro e con gli figliuoli, e colle gonnelle loro stracciate (in segno di paura e di dolore), e gridarono ad alta voce, e domandarono a Simone pace e concordia.
46 και ειπαν μη ημιν χρηση κατα τας πονηριας ημων αλλα κατα το ελεος σου46 E dissono: non ci trattare secondo le nostre malizie, ma secondo le tue misericordie, (e a te serviremo).
47 και συνελυθη αυτοις σιμων και ουκ επολεμησεν αυτους και εξεβαλεν αυτους εκ της πολεως και εκαθαρισεν τας οικιας εν αις ην τα ειδωλα και ουτως εισηλθεν εις αυτην υμνων και ευλογων47 E Simone umiliandosi non li disertò; ma misegli fuori della terra, e purgò le magioni dove erano stati gl' idoli; e allora entrò dentro con laude, benedicendo Dio.
48 και εξεβαλεν εξ αυτης πασαν ακαθαρσιαν και κατωκισεν εν αυτη ανδρας οιτινες τον νομον ποιησωσιν και προσωχυρωσεν αυτην και ωκοδομησεν εαυτω εν αυτη οικησιν48 E gittandone fuori ogni bruttura, sì vi rimise uomini che osservassono la legge; e armò la terra, e fecevi abitazioni.
49 οι δε εκ της ακρας εν ιερουσαλημ εκωλυοντο εκπορευεσθαι και εισπορευεσθαι εις την χωραν αγοραζειν και πωλειν και επεινασαν σφοδρα και απωλοντο εξ αυτων ικανοι τω λιμω49 Ora egli era vietato alli paesani di non vendere e di non comperare con quegli della ròcca di Ierusalem, e di non lasciargli passare; donde cominciarono a sostenere grande fame, e molti ne morirono di fame.
50 και εβοησαν προς σιμωνα δεξιας λαβειν και εδωκεν αυτοις και εξεβαλεν αυτους εκειθεν και εκαθαρισεν την ακραν απο των μιασματων50 E chiesono mercede a Simone; ed egli si adumiliò a loro; e lasciògli andare, e purgòe la ròcca di contaminazioni.
51 και εισηλθον εις αυτην τη τριτη και εικαδι του δευτερου μηνος ετους πρωτου και εβδομηκοστου και εκατοστου μετα αινεσεως και βαιων και εν κινυραις και εν κυμβαλοις και εν ναβλαις και εν υμνοις και εν ωδαις οτι συνετριβη εχθρος μεγας εξ ισραηλ51 Ed entrovvi dentro a dì XXIII del secondo mese, nel CLXXI anno (del regno de' Greci), con laude e con rami di palma, e con cimbali e con citare, e con canti e inni; imperciò ch' era attritato il grande nimico d'Israel.
52 και εστησεν κατ' ενιαυτον του αγειν την ημεραν ταυτην μετα ευφροσυνης και προσωχυρωσεν το ορος του ιερου το παρα την ακραν και ωκει εκει αυτος και οι παρ' αυτου52 E ordinòe che ogni anno questi dì si festeggiassono con letizia.
53 και ειδεν σιμων τον ιωαννην υιον αυτου οτι ανηρ εστιν και εθετο αυτον ηγουμενον των δυναμεων πασων και ωκει εν γαζαροις53 E armòe il monte del tempio, il quale era a lato alla ròcca; e abitovvi egli, e quegli ch' erano con lui.
54 E conobbe Simone, che il suo figliuolo Giovanni era uomo forte di guerra; e sì lo fece principe delle virtudi, cioè de' forti combattitori, (e di tutto il popolo); e abitòe a Gazara.