Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

ΕΞΟΔΟΣ - Esodo - Exodus 16


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Εσηκωθησαν δε απο Αιλειμ? και ηλθον πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ εις την ερημον Σιν, την μεταξυ Αιλειμ και Σινα, την δεκατην πεμπτην ημεραν του δευτερου μηνος αφου εξηλθον εκ γης Αιγυπτου.1 Les Israélites partirent d’Élim. Ils arrivèrent au désert de Sin, entre Élim et le Sinaï, le quinzième jour du deuxième mois après leur sortie d’Égypte.
2 Και εγογγυζε πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ κατα του Μωυσεως και κατα του Ααρων εν τη ερημω.2 Toute la communauté des Israélites murmura contre Moïse et Aaron dans le désert.
3 Και ειπον προς αυτους οι υιοι Ισραηλ, Ειθε να απεθνησκομεν υπο της χειρος του Κυριου εν τη γη της Αιγυπτου, οτε εκαθημεθα πλησιον των λεβητων του κρεατος και οτε ετρωγομεν αρτον εις χορτασμον? διοτι εξηγαγετε ημας εις την ερημον ταυτην, δια να θανατωσητε με την πειναν πασαν την συναγωγην ταυτην.3 Les Israélites leur dirent: “Pourquoi Yahvé ne nous a-t-il pas fait mourir au pays d’Égypte? Là nous pouvions nous asseoir devant des marmites de viande et nous mangions du pain comme nous voulions; mais vous nous avez fait aller à ce désert pour y faire mourir de faim toute cette foule.”
4 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Ιδου, θελω βρεξει εις εσας αρτον εξ ουρανου? και θελει εξερχεσθαι ο λαος και συναγει καθ' ημεραν το αρκουν της ημερας, δια να δοκιμασω αυτους, αν θελωσι περιπατει εις τον νομον μου η ουχι?4 Yahvé dit à Moïse: “Je vais vous faire pleuvoir du pain du haut du ciel. Que le peuple sorte et ramasse chaque jour ce dont il a besoin: je vais bien voir s’il marche ou non selon ma Loi.
5 την δε εκτην ημεραν ας ετοιμαζωσιν εκεινο το οποιον ηθελον εισαγαγει, και ας ηναι διπλασιον του οσον συναγουσι καθ' ημεραν.5 Le sixième jour ils ramasseront et prépareront le double de ce qu’ils ramassent les autres jours.”
6 Και ειπον ο Μωυσης και ο Ααρων προς παντας τους υιους Ισραηλ, Το εσπερας θελετε γνωρισει οτι ο Κυριος εξηγαγεν υμας εκ γης Αιγυπτου?6 Moïse et Aaron dirent à tous les Israélites: “Ce soir vous saurez que c’est Yahvé qui vous a fait sortir d’Égypte,
7 και το πρωι θελετε ιδει την δοξαν του Κυριου, διοτι ηκουσε τους γογγυσμους σας εναντιον του Κυριου? επειδη ημεις τι ειμεθα, ωστε να γογγυζητε καθ' ημων;7 et demain matin vous verrez la Gloire de Yahvé, car il vous a entendus réclamer contre lui. Vos plaintes n’étaient pas contre nous: nous autres, qui sommes-nous?”
8 Και ειπεν ο Μωυσης, Τουτο θελει γεινει, οταν ο Κυριος δωση εις εσας το εσπερας κρεας να φαγητε και το πρωι αρτον εις χορτασμον? διοτι ηκουσε Κυριος τους γογγυσμους σας τους οποιους γογγυζετε κατ' αυτου? και τι ειμεθα ημεις; οι γογγυσμοι σας δεν ειναι καθ' ημων, αλλα κατα του Κυριου.8 Moïse leur dit: “Ce soir Yahvé vous donnera de la viande à manger, et demain matin du pain, car Yahvé a entendu vos murmures contre lui. Nous autres, que sommes-nous? Ce n’est pas contre nous que vous murmurez, mais bien contre Yahvé.”
9 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ααρων, Ειπε προς πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ, Πλησιασατε εμπροσθεν του Κυριου? διοτι ηκουσε τους γογγυσμους σας.9 Moïse dit à Aaron: “Voici ce que tu diras à toute la communauté des Israélites: Approchez-vous de Yahvé, car il a entendu vos murmures.”
10 Και ενω ελαλει ο Ααρων προς πασαν την συναγωγην των υιων Ισραηλ, εστρεψαν το προσωπον προς την ερημον, και ιδου, η δοξα του Κυριου εφανη εν τη νεφελη.10 Or, pendant qu’Aaron parlait à toute la communauté des Israélites, ils se tournèrent vers le désert et voici que la Gloire de Yahvé apparut dans la nuée.
11 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,11 Yahvé s’adressa à Moïse et lui dit:
12 Ηκουσα τους γογγυσμους των υιων Ισραηλ? λαλησον προς αυτους, λεγων, Το εσπερας θελετε φαγει κρεας, και το πρωι θελετε χορτασθη απο αρτου, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας.12 “J’ai entendu les murmures des Israélites, voici donc ce que tu leur diras: À la tombée du jour vous mangerez de la viande et au matin vous aurez votre content de pain. Alors vous saurez que je suis Yahvé, votre Dieu.”
13 Και το εσπερας ανεβησαν ορτυκια και εσκεπασαν το στρατοπεδον? και το πρωι καθ' ολα τα περιξ του στρατοπεδου ητο στρωμα δροσου.13 Ce même soir, des cailles montèrent et couvrirent le camp. Et le matin, il y eut une couche de rosée autour du camp.
14 Και αφου το στρωμα της δροσου ανεβη, ιδου, επι το προσωπον της ερημου ητο λεπτον τι στρογγυλον, λεπτον ως παχνη επι της γης.14 Lorsque la couche de rosée se leva, voici que la surface du désert était couverte d’une croûte, pas plus épaisse que le givre sur la terre.
15 Και οτε ειδον οι υιοι Ισραηλ, ειπον προς αλληλους, Τι ειναι τουτο; διοτι δεν ηξευρον τι ητο. Και ο Μωυσης ειπε προς αυτους, Ουτος ειναι ο αρτος, τον οποιον ο Κυριος σας διδει δια να φαγητε?15 Quand les Israélites la virent, ils se dirent: “Manhou? (“Qu’est-ce que c’est?”), car ils ne savaient pas ce que c’était. Alors Moïse leur dit: “C’est le pain que Yahvé vous donne en nourriture.
16 ουτος ειναι ο λογος τον οποιον προσεταξεν ο Κυριος, Συναξατε εξ αυτου εκαστος οσον χρειαζεται δια να φαγη, εν γομορ κατα κεφαλην, κατα τον αριθμον των ψυχων σας? λαβετε εκαστος δια τους ομοσκηνους αυτου.16 “Et voici l’ordre de Yahvé: Ramassez-en selon ce que chacun peut manger, une mesure par personne selon le nombre des personnes. Chacun en prendra pour tous ceux qui vivent sous sa tente.”
17 Και εκαμον ουτως οι υιοι Ισραηλ, και συνηγαγον αλλος πολυ και αλλος ολιγον.17 Les Israélites firent donc ainsi. Ils en ramassèrent, l’un plus, l’autre moins.
18 Και οτε εμετρησαν με το γομορ, οστις ειχε συναξει πολυ, δεν ελαμβανε πλειοτερον? και οστις ειχε συναξει ολιγον, δεν ελαμβανεν ολιγωτερον? εκαστος ελαμβανεν οσον εχρειαζετο εις αυτον δια τροφην.18 Mais quand on le mesura avec une mesure, pour celui qui avait ramassé beaucoup, rien ne débordait, et pour celui qui avait ramassé moins, la mesure était pleine. Chacun ramassait donc sa ration.
19 ειπε δε προς αυτους ο Μωυσης, Ας μη αφινη εξ αυτου μηδεις υπολοιπον εως πρωι.19 Moïse leur dit encore: “Que personne n’en laisse jusqu’au matin.”
20 Πλην δεν υπηκουσαν εις τον Μωυσην? αλλα αφηκαν τινες υπολοιπον εξ αυτου εως πρωι, και εγεννησε σκωληκας και εβρωμησε? και εθυμωθη εναντιον αυτων ο Μωυσης.20 Mais on n’écouta pas Moïse et certains en gardèrent jusqu’au matin. Or voilà que les vers s’y étaient mis, c’était immangeable. Alors Moïse se mit en colère contre eux.
21 Και συνηγον αυτο καθ' εκαστην πρωιαν, εκαστος οσον εχρειαζετο δια τροφην αυτου? και οτε ο ηλιος εθερμαινε, διελυετο.21 Ils en ramassaient chaque matin, chacun sa ration, et dès que le soleil chauffait la manne fondait.
22 Την δε εκτην ημεραν συνηγαγον τροφην διπλασιαν, δυο γομορ δι' ενα? και ηλθον παντες οι αρχοντες της συναγωγης και ανηγγειλαν τουτο προς τον Μωυσην.22 Le sixième jour ils ramassèrent le double de pain: deux mesures par personne. Tous les princes de la communauté vinrent le dire à Moïse.
23 Ο δε ειπε προς αυτους, Τουτο ειναι το οποιον ειπε Κυριος? Αυριον ειναι σαββατον, αναπαυσις αγια εις τον Κυριον? ψησατε ο, τι εχετε να ψησητε και βρασατε ο, τι εχετε να βρασητε? και παν το περισσευον εναποταμιευσατε εις εαυτους δια να φυλαττηται εως πρωι.23 Il leur répondit: “Voici ce qu’a dit Yahvé: Demain est un sabbat, un saint repos en l’honneur de Yahvé. Ce que vous devez cuire, cuisez-le maintenant, et ce que vous devez faire bouillir, faites-le bouillir maintenant. Mais tout ce qui restera, vous le garderez pour demain.”
24 Και εναπεταμιευσαν αυτο εως πρωι, καθως προσεταξεν ο Μωυσης? και δεν εβρωμησεν ουδε εγεινε σκωληξ εν αυτω.24 Ils en gardèrent donc jusqu’au matin selon l’ordre de Moïse, et rien ne se perdit: il n’y avait pas de vers dedans.
25 Και ειπεν ο Μωυσης, Φαγετε αυτο σημερον? διοτι σημερον ειναι σαββατον εις τον Κυριον? σημερον δεν θελετε ευρει αυτο εν τη πεδιαδι?25 Moïse dit: “Mangez-le aujourd’hui! Aujourd’hui, c’est un sabbat pour Yahvé, et vous n’en trouverez pas dehors.
26 εξ ημερας θελετε συναγει αυτο? εν τη εβδομη ομως ημερα, τω σαββατω, εν ταυτη δεν θελει ευρισκεσθαι.26 Pendant six jours vous en ramasserez, mais le septième jour, le jour du sabbat, il n’y en aura pas.”
27 Τινες δε εκ του λαου εξηλθον την εβδομην ημεραν δια να συναξωσι, πλην δεν ευρον.27 En effet, le septième jour des gens sortirent pour en ramasser mais ils n’en trouvèrent pas.
28 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Εως ποτε δεν θελετε να φυλαττητε τας εντολας μου και τους νομους μου;28 Yahvé dit à Moïse: “Combien de temps encore refuserez-vous d’observer mes commandements et mes lois?
29 ιδετε οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας το σαββατον, δια τουτο την εκτην ημεραν σας διδει αρτον δυο ημερων? καθισατε εκαστος εις τον τοπον αυτου? ας μη εξερχεται μηδεις εκ του τοπου αυτου την εβδομην ημεραν.29 Regardez! Yahvé vous a donné le jour du repos, c’est pour cela qu’il vous donne au sixième jour du pain pour deux jours. Restez donc chez vous et que personne ne sorte de chez lui le septième jour.”
30 Και εκαμε καταπαυσιν ο λαος την εβδομην ημεραν.30 Le peuple se reposa donc le septième jour.
31 Και εκαλεσεν ο οικος του Ισραηλ το ονομα αυτου Μαν? ητο δε ομοιον με σπορον κοριανδρου λευκον? και η γευσις αυτου ως πλακουντιον με μελι.31 La maison d’Israël appela cette nourriture: la manne. C’était comme une petite graine blanche et elle avait le goût d’une galette de miel.
32 Και ειπεν ο Μωυσης, Ουτος ειναι ο λογος τον οποιον προσεταξεν ο Κυριος? Γεμισατε εξ αυτου εν γομορ, δια να φυλαττηται εις τας γενεας σας, δια να βλεπωσι τον αρτον με τον οποιον εθρεψα υμας εν τη ερημω, αφου εξηγαγον υμας εκ γης Αιγυπτου.32 Moïse leur dit: “Voici une instruction de Yahvé: Prenez une pleine mesure de manne que vous garderez pour vos descendants. Ils pourront voir ainsi le pain que je vous ai fait manger au désert, lorsque je vous ai fait sortir du pays d’Égypte.”
33 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ααρων, Λαβε μιαν σταμνον, και βαλε εν αυτη εν γομορ πληρες απο μαννα, και θες αυτην εμπροσθεν του Κυριου, δια να φυλαττηται εις τας γενεας σας.33 Moïse dit à Aaron: “Prends un pot et verse dedans une pleine mesure de manne. Tu la déposeras devant Yahvé à l’intention de vos descendants.”
34 Και εθεσεν αυτην ο Ααρων εμπροσθεν του Μαρτυριου, δια να φυλαττηται, καθως προσεταξεν ο Κυριος εις τον Μωυσην.34 Aaron la déposa devant l’Arche d’Alliance comme Yahvé l’avait ordonné à Moïse.
35 Και ετρωγον οι υιοι Ισραηλ το μαννα τεσσαρακοντα ετη, εωσου ηλθον εις γην κατοικουμενην? ετρωγον το μαννα, εωσου ηλθον εις τα ορια της γης Χανααν.35 Les Israélites mangèrent la manne pendant quarante ans, jusqu’à leur arrivée dans un pays habité; ils mangèrent la manne jusqu’à leur arrivée en pays de Canaan.
36 Το δε γομορ ειναι το δεκατον του εφα.36 La mesure dont on se servait faisait à peu près quatre litres.