Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 1


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ο βασιλευς Δαβιδ ητο γερων, προβεβηκως την ηλικιαν? και εσκεπαζον αυτον με ιματια, πλην δεν εθερμαινετο.1 Le roi David se faisait vieux, il était très âgé; on avait beau le couvrir de vêtements, il ne pouvait plus se réchauffer.
2 Και ειπον οι δουλοι αυτου προς αυτον, Ας ζητησωσι δια τον κυριον μου τον βασιλεα νεανιδα παρθενον, δια να ισταται εμπροσθεν του βασιλεως και να περιθαλπη αυτον, και να κοιμαται εις τον κολπον σου, δια να θερμαινηται ο κυριος μου ο βασιλευς.2 Ses serviteurs lui dirent: “Que l’on aille chercher pour mon seigneur le roi une jeune fille vierge; elle sera à son service, elle le soignera, elle dormira avec lui et elle tiendra chaud à mon seigneur le roi.”
3 Και εζητησαν εν πασι τοις οριοις του Ισραηλ νεανιδα ωραιαν? και ευρηκαν την Αβισαγ την Σουναμιτιν, και εφεραν αυτην προς τον βασιλεα.3 On chercha donc à travers tout le pays d’Israël une belle jeune fille, et l’on trouva Abisag de Chounem; on la conduisit auprès du roi.
4 Ητο δε η νεανις ωραια σφοδρα, και περιεθαλπε τον βασιλεα, και υπηρετει αυτον? πλην ο βασιλευς δεν εγνωρισεν αυτην.4 Cette jeune fille était vraiment très belle, elle soignait le roi, et elle le servait, mais il n’eut pas de rapports avec elle.
5 Τοτε Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ επηρθη εις εαυτον, λεγων, Εγω θελω βασιλευσει και ητοιμασεν εις εαυτον αμαξας και ιππεις και πεντηκοντα ανδρας προτρεχοντας εμπροσθεν αυτου.5 Pendant ce temps, Adonias fils de Haggit se mettait en avant: “C’est moi, disait-il, qui régnerai.” Il s’était acheté un char et des chevaux et 50 hommes couraient devant lui.
6 Ο δε πατηρ αυτου δεν επικραινε ποτε αυτον, λεγων, Δια τι συ πραττεις ουτω; ητο δε και ωραιος την οψιν σφοδρα? και η μητηρ αυτου εγεννησεν αυτον μετα τον Αβεσσαλωμ.6 Son père n’avait jamais voulu le contrarier, lui dire: “Pourquoi agis-tu de la sorte?” Sa mère Haggit l’avait mis au monde après Absalom et lui aussi était très beau.
7 Και συνελαλησε μετα του Ιωαβ υιου της Σερουιας, και μετα Αβιαθαρ του ιερεως? και ουτοι, ακολουθησαντες τον Αδωνιαν, εβοηθουν αυτον.7 Il eut des entretiens avec Joab fils de Sérouya, avec le prêtre Ébyatar, et ceux-ci entrèrent dans le parti d’Adonias,
8 Σαδωκ ομως ο ιερευς και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και Ναθαν ο προφητης και Σιμει και Ρει και οι δυνατοι του Δαβιδ δεν ησαν μετα του Αδωνια.8 mais le prêtre Sadoq, Bénayas fils de Yoyada, le prophète Nathan, Chiméï et Réï, ainsi que les braves de David, refusèrent de soutenir Adonias.
9 Και εσφαξεν ο Αδωνιας προβατα και βοας και σιτευτα πλησιον της πετρας του Ζωελεθ, ητις ειναι πλησιον της Εν-ρωγηλ, και εκαλεσε παντας τους αδελφους αυτου τους υιους του βασιλεως και παντας τους ανδρας του Ιουδα τους δουλους του βασιλεως.9 Un jour Adonias immola des brebis, des bœufs et des veaux gras près de la Pierre-qui-Glisse, à côté de la source du Foulon. Il invita tous ses frères, les fils du roi et tous les hommes de Juda qui étaient au service du roi,
10 Τον Ναθαν ομως τον προφητην και τον Βεναιαν και τους δυνατους και Σολομωντα τον αδελφον αυτου δεν εκαλεσε.10 mais il n’invita ni le prophète Nathan, ni Bénayas, ni les braves, ni son frère Salomon.
11 Και ειπεν ο Ναθαν προς την Βηθ-σαβεε την μητερα του Σολομωντος, λεγων, Δεν ηκουσας οτι εβασιλευσεν Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ, και ο κυριος ημων Δαβιδ δεν εξευρει τουτο;11 Alors Nathan dit à Bethsabée, la mère de Salomon: “Sais-tu qu’Adonias fils de Haggit s’est fait roi, et mon seigneur David n’en sait rien?
12 τωρα λοιπον ελθε να σοι δωσω, παρακαλω, συμβουλην, δια να σωσης την ζωην σου και την ζωην του υιου σου Σολομωντος?12 Maintenant laisse-moi te donner un conseil si tu veux sauver ta tête et celle de ton fils Salomon.
13 υπαγε και εισελθε προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Κυριε μου βασιλευ, συ δεν ωμοσας εις την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου; δια τι λοιπον εβασιλευσεν ο Αδωνιας;13 Va trouver le roi David et dis-lui: Mon seigneur le roi a bien fait ce serment à sa servante: C’est ton fils Salomon qui régnera après moi, c’est lui qui s’assiéra sur mon trône. Comment se fait-il donc qu’Adonias se soit fait roi?
14 ιδου, ενω ετι συ λαλεις εκει μετα του βασιλεως, θελω ελθει και εγω κατοπιν σου και θελω αναπληρωσει τους λογους σου.14 Et pendant que tu seras là à parler avec le roi, j’entrerai derrière toi et je confirmerai tes paroles.”
15 Και εισηλθεν η Βηθ-σαβεε προς τον βασιλεα εις τον κοιτωνα? ητο δε ο βασιλευς γερων σφοδρα και Αβισαγ η Σουναμιτις υπηρετει τον βασιλεα.15 Bethsabée se rendit donc à la chambre du roi; il était très vieux et Abisag de Chounem était à son service.
16 Και κυψασα η Βηθ-σαβεε, προσεκυνησε τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπε, Τι εχεις;16 Elle s’agenouilla et se prosterna devant le roi, et le roi lui dit: “Que veux-tu?”
17 Η δε ειπε προς αυτον, Κυριε μου, συ ωμοσας εις Κυριον τον Θεον σου προς την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως ο Σολομων, ο υιος σου, θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου?17 Elle lui répondit: “Mon seigneur n’a-t-il pas fait ce serment à sa servante par Yahvé, son Dieu: ‘Ton fils Salomon régnera après moi, c’est lui qui s’assiéra sur mon trône?’
18 αλλα τωρα, ιδου, ο Αδωνιας εβασιλευσε? και συ τωρα, κυριε μου βασιλευ, δεν εξευρεις τουτο?18 Or voilà qu’Adonias s’est fait roi sans que tu le saches, mon seigneur le roi.
19 και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και Αβιαθαρ τον ιερεα και Ιωαβ τον αρχιστρατηγον? τον δουλον σου ομως Σολομωντα δεν εκαλεσεν?19 Il a immolé une quantité de bœufs, des veaux gras, des moutons; il a invité tous les fils du roi ainsi que le prêtre Ébyatar et le général Joab, mais ton serviteur Salomon, il ne l’a pas invité.
20 αλλ' εις σε, κυριε μου βασιλευ, εις σε αποβλεπουσιν οι οφθαλμοι παντος του Ισραηλ, δια να απαγγειλης προς αυτους τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον?20 Pendant ce temps tout Israël a les yeux tournés vers toi, mon seigneur le roi, pour que tu désignes ton successeur.
21 ειδεμη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς κοιμηθη μετα των πατερων αυτου, εγω και ο υιος μου ο Σολομων θελομεν θεωρεισθαι πταισται.21 Ne vois-tu pas que lorsque mon seigneur le roi sera couché avec ses pères, moi et mon fils Salomon nous paierons tout cela?”
22 Και ιδου, ενω αυτη ελαλει ετι μετα του βασιλεως, ηλθε και Ναθαν ο προφητης.22 Elle n’avait pas fini de parler que le prophète Nathan arriva.
23 Και ανηγγειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Ιδου, Ναθαν ο προφητης. Και εισελθων ενωπιον του βασιλεως, προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.23 On l’annonça au roi: “Le prophète Nathan est là.” Il entra chez le roi, se prosterna la face contre terre,
24 Και ειπεν ο Ναθαν, Κυριε μου βασιλευ, συ ειπας, Ο Αδωνιας θελει βασιλευσει μετ' εμε και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου;24 puis il dit: “Mon seigneur le roi, tu as sans doute décidé qu’Adonias serait roi après toi et s’assiérait sur ton trône,
25 διοτι κατεβη σημερον και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και τους στρατηγους και Αβιαθαρ τον ιερεα? και ιδου, τρωγουσι και πινουσιν ενωπιον αυτου και λεγουσι, Ζητω ο βασιλευς Αδωνιας?25 car aujourd’hui il est descendu pour immoler une quantité de bœufs, de veaux gras et de moutons. Il a invité tous les fils du roi, les chefs de l’armée et le prêtre Ébyatar, et en ce moment ils mangent, ils boivent devant lui et ils crient: Vive le roi Adonias!
26 εμε δε, εμε τον δουλον σου, και Σαδωκ τον ιερεα και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και Σολομωντα τον δουλον σου δεν εκαλεσε?26 “Mais moi, ton serviteur, le prêtre Sadoq, Bénayas, fils de Yoyada et ton serviteur Salomon, nous n’avons pas été invités.
27 παρα του κυριου μου του βασιλεως εγεινε το πραγμα τουτο, και δεν εφανερωσας εις τον δουλον σου τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον;27 Est-il possible que cela vienne de mon seigneur le roi? Est-il possible qu’il ait caché à ses serviteurs le nom de celui qui s’assiérait sur le trône après lui?”
28 Και απεκριθη ο βασιλευς Δαβιδ και ειπε, Καλεσατε μοι την Βηθ-σαβεε. Και εισηλθεν ενωπιον του βασιλεως και εσταθη εμπροσθεν του βασιλεως.28 Le roi David répondit: “Appelez-moi Bethsabée.” Elle entra donc chez le roi et se tint devant lui.
29 Και ωμοσεν ο βασιλευς και ειπε, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου εκ πασης στενοχωριας,29 Le roi fit ce serment: “Aussi vrai que Yahvé est vivant, lui qui m’a délivré de toutes mes épreuves,
30 βεβαιως, καθως ωμοσα προς σε εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, λεγων, οτι Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει αντ' εμου επι του θρονου μου, ουτω θελω καμει την ημεραν ταυτην.30 aujourd’hui même je vais tenir le serment que j’ai fait par Yahvé, Dieu d’Israël. Car j’ai bien dit: ‘Ton fils Salomon régnera après moi, c’est lui qui s’assiéra sur mon trône à ma place.’ ”
31 Τοτε η Βηθ-σαβεε, κυψασα κατα προσωπον εως εδαφους, προσεκυνησε τον βασιλεα και ειπε, Ζητω ο κυριος μου ο βασιλευς Δαβιδ εις τον αιωνα.31 Bethsabée s’agenouilla, elle se prosterna la face contre terre devant le roi et dit: “Que mon seigneur le roi David vive à jamais!”
32 Και ειπεν ο βασιλευς Δαβιδ, Καλεσατε μοι Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητην και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε. Και ηλθον ενωπιον του βασιλεως.32 Alors le roi David ordonna: “Appelez-moi le prêtre Sadoq, le prophète Nathan et Bénayas fils de Yoyada.” Ils vinrent et se présentèrent devant le roi.
33 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Λαβετε μεθ' εαυτων τους δουλους του κυριου σας και καθισατε Σολομωντα τον υιον μου επι την ημιονον μου και καταβιβασατε αυτον εις Γιων?33 Le roi leur dit: “Réunissez les serviteurs de votre seigneur; vous ferez monter mon fils Salomon sur ma propre mule et vous descendrez avec lui à la source de Guihon.
34 και ας χρισωσιν αυτον εκει Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα επι τον Ισραηλ? και σαλπισατε δια της σαλπιγγος και ειπατε, Ζητω ο βασιλευς Σολομων?34 Là, le prêtre Sadoq et le prophète Nathan le consacreront comme roi d’Israël; vous sonnerez du cor et tout le monde criera: ‘Vive le roi Salomon!’
35 τοτε θελετε αναβη κατοπιν αυτου, δια να ελθη και να καθιση επι τον θρονον μου? και αυτος θελει βασιλευσει αντ' εμου? και αυτον προσεταξα να ηναι ηγεμων επι τον Ισραηλ και επι τον Ιουδαν.35 Puis vous remonterez derrière lui et il viendra s’asseoir sur mon trône. Car c’est lui qui va régner à ma place, c’est lui que j’ai choisi pour diriger Israël et Juda.”
36 Και απεκριθη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Αμην? ουτως ας επικυρωση Κυριος ο Θεος του κυριου μου του βασιλεως?36 Bénayas, fils de Yoyada, répondit au roi: “Amen! Que Yahvé, le Dieu de mon seigneur le roi réalise tout cela!
37 καθως εσταθη ο Κυριος μετα του κυριου μου του βασιλεως, ουτω να ηναι και μετα του Σολομωντος, και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον του κυριου μου του βασιλεως Δαβιδ.37 Que Yahvé soit maintenant avec Salomon comme il a été avec mon seigneur le roi, qu’il rende son trône plus glorieux encore que le trône de mon seigneur le roi David!”
38 Τοτε κατεβη Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και οι Χερεθαιοι και οι Φελεθαιοι, και εκαθισαν τον Σολομωντα επι την ημιονον του βασιλεως Δαβιδ και εφεραν αυτον εις Γιων.38 Le prêtre Sadoq, le prophète Nathan et Bénayas, fils de Yoyada, firent donc monter Salomon sur la mule du roi David et le menèrent à Guihon escortés des Kérétiens et des Pélétiens.
39 Και ελαβε Σαδωκ ο ιερευς το κερας του ελαιου εκ της σκηνης και εχρισε τον Σολομωντα. Και εσαλπισαν δια της σαλπιγγος? και ειπε πας ο λαος, Ζητω ο βασιλευς Σολομων.39 Le prêtre Sadoq prit la corne d’huile dans la Tente et il consacra Salomon, on sonna du cor et tout le peuple cria: “Vive le roi Salomon!”
40 Και ανεβη πας ο λαος κατοπιν αυτου? και επαιζεν ο λαος αυλους και ευφραινετο ευφροσυνην μεγαλην, και η γη εσχιζετο εκ των φωνων αυτων.40 Puis tout le peuple remonta derrière lui; les gens jouaient de la flûte et manifestaient une grande joie, la terre tremblait à se fendre au bruit qu’ils faisaient.
41 Και ηκουσεν Αδωνιας και παντες οι κεκλημενοι αυτου, καθως ετελειωσαν να τρωγωσι. Και οτε ηκουσεν ο Ιωαβ την φωνην της σαλπιγγος, ειπε, Τις η φωνη αυτη της πολεως θορυβουσης;41 Adonias et tous ses invités en entendirent l’écho alors qu’ils achevaient leur repas. Joab entendit le son du cor: “Pourquoi, dit-il, ces bruits d’une ville en fête?”
42 Ενω ετι ελαλει, ιδου, Ιωναθαν, ο υιος Αβιαθαρ του ιερεως, ηλθε? και ειπεν ο Αδωνιας προς αυτον, Εισελθε? διοτι συ εισαι ανηρ γενναιος και φερεις αγαθας αγγελιας.42 Il parlait encore lorsque Yonathan, le fils du prêtre Ébyatar, arriva. Adonias lui dit: “Approche, tu es un homme et tu apportes sûrement de bonnes nouvelles.”
43 Και αποκριθεις ο Ιωναθαν ειπε προς τον Αδωνιαν, Βεβαιως κυριος ημων ο βασιλευς Δαβιδ εκαμε βασιλεα τον Σολομωντα?43 Mais Yonathan répondit à Adonias: “C’est tout le contraire! Notre seigneur le roi David a consacré Salomon comme roi.
44 και απεστειλε μετ' αυτου ο βασιλευς Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητη και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και τους Χερεθαιους και τους Φελεθαιους, και εκαθισαν αυτον επι την ημιονον του βασιλεως?44 Le roi a envoyé avec lui le prêtre Sadoq, le prophète Nathan, Bénayas fils de Yoyada, les Kérétiens et les Pélétiens. Ils l’ont assis sur la mule du roi
45 και εχρισαν αυτον Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα εν Γιων? και ανεβησαν εκειθεν ευφραινομενοι, και η πολις αντηχησεν? αυτη ειναι η φωνη, την οποιαν ηκουσατε?45 et ensuite, à Guihon, le prêtre Sadoq et le prophète Nathan l’ont consacré comme roi. Ils sont remontés en poussant des cris de joie et la ville était en fête: c’est le bruit que vous avez entendu.
46 και μαλιστα εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου της βασιλειας?46 “Et mieux que cela: Salomon s’est assis sur le trône du roi
47 και εισηλθον ετι οι δουλοι του βασιλεως να ευχηθωσι τον κυριον ημων τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Θεος να λαμπρυνη το ονομα του Σολομωντος υπερ το ονομα σου, και να μεγαλυνη τον θρονον σου και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον σου. και προσεκυνησεν ο βασιλευς επι της κλινης?47 et les serviteurs du roi sont venus féliciter notre seigneur le roi David: ‘Que ton Dieu, disaient-ils, rende le nom de Salomon plus glorieux encore que le tien, qu’il élève son trône plus encore que le tien.’ Le roi lui-même s’est prosterné sur son lit,
48 και ειπε προσετι ο βασιλευς ουτως? Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εδωκεν εις εμε σημερον διαδοχον καθημενον επι του θρονου μου, και οι οφθαλμοι μου βλεπουσι τουτο.48 et voici ce qu’il a dit: ‘Béni soit Yahvé, le Dieu d’Israël, qui a permis aujourd’hui que mes yeux voient l’un de mes descendants assis sur mon trône!’ ”
49 Τοτε παντες οι κεκλημενοι, οι μετα του Αδωνια, εξεπλαγησαν και σηκωθεντες, υπηγαν εκαστος την οδον αυτου.49 À ces mots, tous les invités d’Adonias furent pris de panique, ils se levèrent et partirent chacun de leur côté.
50 Ο δε Αδωνιας εφοβηθη απο προσωπου του Σολομωντος και σηκωθεις υπηγε και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.50 Adonias eut peur de Salomon, il se leva et s’en alla saisir les cornes de l’autel.
51 Και ανηγγειλαν προς τον Σολομωντα, λεγοντες, Ιδου, ο Αδωνιας φοβειται τον βασιλεα Σολομωντα? και ιδου, επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου, λεγων, Ας ομοση προς εμε σημερον ο βασιλευς Σολομων, οτι δεν θελει θανατωσει τον δουλον αυτου δια ρομφαιας.51 On informa Salomon: “Voici qu’Adonias a peur du roi Salomon, il a saisi les cornes de l’autel et il a dit: ‘Que le roi Salomon me jure aujourd’hui de ne pas me faire mourir par l’épée.’ ”
52 Και ειπεν ο Σολομων, Εαν σταθη ανηρ αγαθος, ουδε μια εκ των τριχων αυτου θελει πεσει επι την γην? εαν ομως ευρεθη κακια εν αυτω θελει θανατωθη.52 Salomon répondit: “S’il se conduit comme un homme honnête, pas un de ses cheveux ne tombera à terre, mais s’il se conduit mal, il mourra.”
53 Και απεστειλεν ο βασιλευς Σολομων, και κατεβιβασαν αυτον απο του θυσιαστηριου? και ηλθε και προσεκυνησε τον βασιλεα Σολομωντα? και ειπε προς αυτον ο Σολομων, Υπαγε εις τον οικον σου.53 Le roi envoya des gens pour le faire descendre de l’autel, et Adonias vint se prosterner devant le roi Salomon. Salomon lui dit: “Rentre chez toi.