Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 2


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Μετα δε ταυτα ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, να αναβω εις τινα των πολεων Ιουδα; Ο δε Κυριος ειπε προς αυτον, Αναβα. Και ειπεν ο Δαβιδ, που να αναβω; Ο δε ειπεν, εις Χεβρων.1 Après cela David consulta Yahvé: “Monterai-je dans l’une des villes de Juda?” Yahvé répondit: “Monte.” David ajouta: “Où monterai-je?” Et Yahvé répondit: “À Hébron.”
2 Ανεβη λοιπον εκει ο Δαβιδ και αι δυο γυναικες αυτου, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.2 David monta donc avec ses deux femmes, Ahinoam de Yizréel et Abigayil femme de Nabal de Karmel.
3 Και τους ανδρας τους μετ' αυτου ανεβιβασεν ο Δαβιδ, εκαστον μετα της οικογενειας αυτου? και κατωκησαν εν ταις πολεσι Χεβρων.3 David fit monter également ses compagnons d’armes, chacun avec sa famille, et ils s’installèrent dans les villes d’Hébron.
4 Και ηλθον οι ανδρες Ιουδα και εχρισαν εκει τον Δαβιδ βασιλεα επι τον οικον Ιουδα. Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Οι ανδρες της Ιαβεις-γαλααδ ησαν οι θαψαντες τον Σαουλ.4 Alors les hommes de Juda se rassemblèrent, et là ils consacrèrent David comme roi sur la maison de Juda. On fit savoir à David que les gens de Yabech de Galaad avaient enterré Saül.
5 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ και ειπε προς αυτους, Ευλογημενοι να ησθε παρα του Κυριου, διοτι εκαμετε το ελεος τουτο εις τον κυριον σας, εις τον Σαουλ, και εθαψατε αυτον5 Alors David envoya de ses hommes aux gens de Yabech de Galaad avec ce message: “Que Yahvé vous bénisse pour avoir enterré Saül, votre seigneur, pour lui avoir montré ainsi votre attachement.
6 ειθε λοιπον τωρα να καμη ο Κυριος προς εσας ελεος και αληθειαν και εγω προσετι θελω ανταποδωσει εις εσας το καλον τουτο, επειδη εκαμετε τουτο το πραγμα?6 Que Yahvé vous montre sa bonté et sa fidélité: moi aussi je vous revaudrai cette belle action.
7 τωρα λοιπον, ας κραταιωθωσιν αι χειρες σας, και γινεσθε ανδρειοι διοτι ο κυριος σας ο Σαουλ απεθανε, και προσετι ο οικος Ιουδα εχρισαν εμε βασιλεα εφ' εαυτων.7 Mais ne vous lamentez plus sur la mort de Saül votre seigneur, sachez que les hommes de la maison de Juda m’ont consacré comme roi à leur tête.”
8 Ο Αβενηρ ομως, ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος του Σαουλ, ελαβε τον Ις-βοσθε, υιον του Σαουλ, και διεβιβασεν αυτον εις Μαχαναιμ,8 Abner, fils de Ner, était chef de l’armée de Saül. Il emmena Ichbaal, le fils de Saül, et le fit passer à Mahanayim.
9 και εκαμεν αυτον βασιλεα επι της Γαλααδ, και επι των Ασσουριτων, και επι της Ιεζραελ, και επι του Εφραιμ, και επι του Βενιαμιν, και επι παντος του Ισραηλ.9 Là il l’établit comme roi de Galaad, de la tribu d’Asher, de Yizréel, Éphraïm et Benjamin: en un mot, de tout Israël.
10 Τεσσαρακοντα ετων ητο Ις-βοσθε ο υιος του Σαουλ, οτε εγεινε βασιλευς επι τον Ισραηλ? και εβασιλευσε δυο ετη? ο οικος ομως Ιουδα ηκολουθησε τον Δαβιδ.10 Ichbaal, fils de Saül, avait 40 ans lorsqu’il devint roi d’Israël et il régna deux ans, tandis que la maison de Juda suivait David.
11 Και ο αριθμος των ημερων, καθ' ας εβασιλευσεν ο Δαβιδ εν Χεβρων επι του οικου Ιουδα, ησαν επτα ετη και εξ μηνες.11 David régna à Hébron sur la maison de Juda durant 7 ans et 6 mois.
12 Εξηλθε δε Αβενηρ ο υιος του Νηρ και οι δουλοι του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, εκ Μαχαναιμ εις Γαβαων.12 Abner fils de Ner et la garde d’Ichbaal fils de Saül quittèrent Mahanayim pour se rendre à Gabaon.
13 Και Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, και οι δουλοι του Δαβιδ εξηλθον και συναπηντηθησαν πλησιον του υδροστασιου της Γαβαων? και εκαθησαν οι μεν εντευθεν του υδροστασιου, οι δε εκειθεν του υδροστασιου.13 Joab fils de Sérouya et la garde de David se mirent également en route, et les deux troupes se rencontrèrent près de l’étang de Gabaon. Les premiers s’arrêtèrent d’un côté de l’étang, les autres de l’autre côté.
14 Και ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ιωαβ, Ας σηκωθωσι τωρα οι νεοι και ας παιξωσιν εμπροσθεν ημων. Και ειπεν ο Ιωαβ, Ας σηκωθωσιν.14 Abner dit à Joab: “Que les jeunes gens se lèvent et luttent devant nous.” Joab répondit: “D’accord, qu’ils se lèvent.”
15 Εσηκωθησαν λοιπον και επερασαν κατα αριθμον, δωδεκα εκ του Βενιαμιν, απο μερους του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, και δωδεκα εκ των δουλων του Δαβιδ.15 Ils se levèrent et on les dénombra: il y en avait 12 de la tribu de Benjamin pour Ichbaal fils de Saül, et 12 de la garde de David.
16 Και επιασαν εκαστος τον πλησιον αυτου απο της κεφαλης, και διεπερασε την μαχαιραν αυτου εις την πλευραν του πλησιον αυτου, και επεσον ομου? οθεν ο τοπος εκεινος ωνομασθη Χελκαθ-ασουρειμ, οστις ειναι εν Γαβαων.16 Chacun saisit son adversaire par la tête et lui enfonça son épée dans le côté, si bien qu’ils tombèrent tous ensemble. On a appelé cet endroit le Champ des Côtés, il se trouve à côté de Gabaon.
17 Και εγεινεν μαχη σκληροτατη κατ' εκεινην την ημεραν? και ο Αβενηρ και οι ανδρες Ισραηλ ενικηθησαν υπο των δουλων του Δαβιδ.17 Ce jour-là il y eut une très dure bataille, Abner et les gens d’Israël furent battus par la garde de David.
18 Ησαν δε εκει οι τρεις υιοι της Σερουιας, Ιωαβ και Αβισαι και Ασαηλ? ο δε Ασαηλ ητο ελαφρος τους ποδας, ως μια των δορκαδων των εν αγρω.18 Les trois fils de Sérouya étaient là: Joab, Abisaï et Azaël. Or Azaël était rapide à la course comme une gazelle sauvage,
19 Και κατεδιωξεν ο Ασαηλ οπισω του Αβενηρ? και τρεχων, δεν εξεκλινεν εις τα δεξια ουδε εις τα αριστερα, εξοπισθεν του Αβενηρ.19 il se lança à la poursuite d’Abner sans s’écarter ni à droite ni à gauche.
20 Και εβλεψεν ο Αβενηρ εις τα οπισω αυτου και ειπε, Συ εισαι ο Ασαηλ; Ο δε απεκριθη, Εγω.20 Abner se retourna et lui dit: “C’est toi Azaël?” Il répondit: “Oui, c’est moi.”
21 Και ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Στρεψον συ εις τα δεξια η εις τα αριστερα, και πιασον τινα εκ των νεων και λαβε εις σεαυτον την πανοπλιαν αυτου? πλην δεν ηθελησεν ο Ασαηλ να εκκλινη απο οπισθεν αυτου.21 Alors Abner lui dit: “Écarte-toi à droite ou à gauche et lance-toi sur l’un de ces jeunes, si tu veux prendre son équipement.” Mais Azaël ne voulut pas s’écarter de lui.
22 Και παλιν ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ασαηλ, Στρεψον απο οπισθεν μου? δια τι να σε κτυπησω εως εδαφους; πως θελω σηκωσει τοτε το προσωπον μου προς Ιωαβ τον αδελφον σου;22 Abner répéta à Azaël: “Écarte-toi de moi, sinon je te laisse sur le sol; mais comment pourrais-je ensuite parler à ton frère?”
23 Αλλα δεν ηθελε να στρεψη? οθεν επαταξεν αυτον ο Αβενηρ με το οπισθεν του δορατος αυτου εις την πεμπτην πλευραν, και εξηλθε το δορυ απο των οπισθιων αυτου, και επεσεν εκει και απεθανεν εν τω αυτω τοπω? και οσοι ηρχοντο εις τον τοπον, οπου ο Ασαηλ επεσε και απεθανεν, ισταντο.23 Comme il refusait de s’écarter, Abner le frappa au ventre avec la pointe de sa lance et la lance lui ressortit par le dos: il tomba là et mourut sur place. Tous ensuite s’arrêtèrent à mesure qu’ils arrivaient à l’endroit où Azaël était tombé mort.
24 Ο δε Ιωαβ και ο Αβισαι κατεδιωκον οπισω του Αβενηρ? και ο ηλιος εδυεν οτε αυτοι ηλθον εως του βουνου Αμμα, το οποιον ειναι απεναντι Για, κατα την οδον της ερημου Γαβαων.24 Joab et Abisaï se lancèrent à la poursuite d’Abner et, lorsque le soleil se couchait, ils arrivèrent à la colline d’Amma, à l’est de Giah sur le chemin du désert de Gabaon.
25 Και συνηθροισθησαν οι υιοι Βενιαμιν οπισω του Αβενηρ, και εγειναν εν σωμα και εσταθησαν επι της κορυφης τινος βουνου.25 Les gens de Benjamin se groupèrent alors derrière Abner en formation serrée, et ils s’arrêtèrent au sommet d’une colline.
26 Τοτε ο Αβενηρ εφωνησε προς τον Ιωαβ και ειπε, Θελει κατατρωγει ακαταπαυστως ρομφαια; δεν εξευρεις οτι πικρια θελει εισθαι εις το τελος; εως ποτε λοιπον δεν θελεις προσταξει τον λαον να επιστρεψη απο του να καταδιωκωσι τους αδελφους αυτων;26 Abner interpella Joab: “L’épée dévorera-t-elle toujours, ne sais-tu pas que cela finira dans les larmes? Qu’attends-tu pour ordonner à tes hommes de cesser de poursuivre leurs frères?”
27 Και ειπεν ο Ιωαβ, Ζη ο Θεος, εαν δεν ηθελες λαλησει, βεβαιως τοτε ο λαος ηθελεν αναβη το πρωι, εκαστος απο της καταδιωξεως του αδελφου αυτου.27 Joab répondit: “Aussi vrai que Yahvé est vivant, si tu n’avais pas parlé, c’est jusqu’au matin que ces gens auraient poursuivi leurs frères.”
28 Και εσαλπισεν ο Ιωαβ εν τη σαλπιγγι? και εσταθη πας ο λαος, και δεν κατεδιωκον πλεον κατοπιν του Ισραηλ ουδε εμαχοντο πλεον.28 Alors Joab fit sonner du cor et toute l’armée s’arrêta, on cessa de poursuivre Israël et le combat finit.
29 Και ωδοιπορησαν ο Αβενηρ και οι ανδρες αυτου δια της πεδιαδος ολην την νυκτα εκεινην, και διεβησαν τον Ιορδανην και επερασαν δι' ολης της Βιθρων και ηλθον εις Μαχαναιμ.29 Abner et ses hommes marchèrent par la Araba durant toute la nuit, ils traversèrent le Jourdain et, après avoir marché toute une matinée encore, ils arrivèrent à Mahanayim.
30 Ο δε Ιωαβ επεστρεψεν απο της καταδιωξεως του Αβενηρ? και οτε συνηθροισε παντα τον λαον, ελειπον εκ των δουλων του Δαβιδ δεκαεννεα ανδρες και ο Ασαηλ.30 Joab, de son côté, avait rassemblé ses troupes après avoir mis fin à la poursuite d’Abner; la garde de David avait perdu 19 hommes en plus d’Azaël,
31 Οι δουλοι δε του Δαβιδ επαταξαν εκ του Βενιαμιν και εκ των ανδρων του Αβενηρ τριακοσιους εξηκοντα ανδρας, οιτινες απεθανον.31 mais elle avait tué à ceux de Benjamin, dans l’armée d’Abner, 360 hommes.
32 Και εσηκωσαν τον Ασαηλ και εθαψαν αυτον εν τω ταφω του πατρος αυτου, τω εν Βηθλεεμ. Ο δε Ιωαβ και οι ανδρες αυτου ωδοιπορησαν ολην την νυκτα και εφθασαν εις Χεβρων περι τα χαραγματα.32 On emporta Azaël et on l’enterra dans le tombeau de son père à Bethléem. Joab et ses hommes marchèrent toute la nuit et ils arrivèrent à Hébron au lever du jour.