Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 11


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Εν δε τω ακολουθω ετει, καθ' ον καιρον εκστρατευουσιν οι βασιλεις, απεστειλεν ο Δαβιδ τον Ιωαβ και τους δουλους αυτου μετ' αυτου και παντα τον Ισραηλ? και κατεστρεψαν τους υιους Αμμων και επολιορκησαν την Ραββα. Ο δε Δαβιδ εμεινεν εν Ιερουσαλημ.1 Au retour de l’année, au moment où les rois se mettent en campagne, David envoya Joab avec sa garde et tout Israël. Ils massacrèrent les Ammonites et assiégèrent Rabba, pendant que David restait à Jérusalem.
2 Και προς το εσπερας, οτε ο Δαβιδ εσηκωθη απο της κλινης αυτου, περιεπατει επι του δωματος του βασιλικου οικου? και ειδεν απο του δωματος γυναικα λουομενην? και η γυνη ητο ωραια την οψιν σφοδρα.2 Or un soir, comme David s’était levé de son lit et faisait les 100 pas sur la terrasse du palais, il aperçut du haut de sa terrasse une femme qui prenait son bain; la femme était fort belle.
3 Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ηρευνησε περι της γυναικος. Και ειπε τις, Δεν ειναι αυτη Βηθ-σαβεε, η θυγατηρ του Ελιαμ, η γυνη Ουριου του Χετταιου;3 David se renseigna sur cette femme et on lui répondit: “C’est Bethsabée fille d’Éliam, la femme d’Urie le Hittite.”
4 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας και ελαβεν αυτην? και οτε ηλθε προς αυτον, εκοιμηθη μετ' αυτης, διοτι ειχε καθαρισθη απο της ακαθαρσιας αυτης? και επεστρεψεν εις τον οικον αυτης.4 David envoya des gens pour la lui amener. Elle arriva chez lui, il coucha avec elle alors qu’elle venait de se purifier de ses règles, puis elle retourna dans sa maison.
5 Και συνελαβεν η γυνη? και αποστειλασα απηγγειλε προς τον Δαβιδ και ειπεν, Εγκυος ειμαι.5 Voyant qu’elle était prise, la femme envoya dire à David: “Je suis enceinte.”
6 Και απεστειλεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ, λεγων, Αποστειλον μοι Ουριαν τον Χετταιον. Και απεστειλεν ο Ιωαβ τον Ουριαν προς τον Δαβιδ.6 Alors David fit passer ce message à Joab: “Envoie-moi Urie le Hittite.” Et Joab envoya Urie à David.
7 Και οτε ηλθε προς αυτον ο Ουριας, ηρωτησεν ο Δαβιδ πως εχει ο Ιωαβ και πως εχει ο λαος και πως εχουσι τα του πολεμου.7 Urie arriva, David lui demanda des nouvelles de l’armée et de la guerre,
8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Καταβα εις τον οικον σου και νιψον τους ποδας σου? και εξηλθεν ο Ουριας εκ του οικου του βασιλεως? και κατοπιν αυτου ηλθε μεριδιον απο της τραπεζης του βασιλεως.8 puis il dit à Urie: “Va chez toi, tu as bien le droit de te laver les pieds.” Urie sortit de chez le roi et David envoya derrière lui un cadeau de sa table.
9 Αλλ' ο Ουριας εκοιμηθη παρα την θυραν του οικου του βασιλεως, μετα παντων των δουλων του κυριου αυτου και δεν κατεβη εις τον οικον αυτου.9 Mais Urie ne rentra pas chez lui, il coucha à la porte de la maison du roi avec tous les gardes de son maître.
10 Και οτε απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν κατεβη ο Ουριας εις τον οικον αυτου, ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Συ δεν ερχεσαι εξ οδοιποριας; δια τι δεν κατεβης εις τον οικον σου;10 On informa David: “Urie n’est pas descendu chez lui.” David demanda à Urie: “Ne viens-tu pas de voyager? Pourquoi n’es-tu pas descendu chez toi?”
11 Και ειπεν ο Ουριας προς τον Δαβιδ, Η κιβωτος και ο Ισραηλ και ο Ιουδας κατοικουσιν εν σκηναις, και ο κυριος μου Ιωαβ και οι δουλοι του κυριου μου, ειναι εστρατοπεδευμενοι επι το προσωπον της πεδιαδος? και εγω θελω υπαγει εις τον οικον μου, δια να φαγω και να πιω και να κοιμηθω μετα της γυναικος μου; ζης και ζη η ψυχη σου, δεν θελω καμει το πραγμα τουτο.11 Urie répondit à David: “L’Arche de Dieu, Israël et Juda logent sous des tentes. Mon maître Joab et la garde de mon seigneur le roi campent en rase campagne, et moi, je rentrerais chez moi pour manger et boire, pour coucher avec ma femme? Aussi vrai que Yahvé est vivant et que tu vis toi-même, jamais je ne ferai une chose pareille.”
12 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Μεινε ενταυθα και σημερον, και αυριον θελω σε εξαποστειλει. Και εμεινεν ο Ουριας εν Ιερουσαλημ την ημεραν εκεινην και την επαυριον.12 Alors David dit à Urie: “Reste encore ici aujourd’hui et demain tu repartiras.” Urie resta donc à Jérusalem ce jour-là. Le lendemain
13 Και εκαλεσεν αυτον ο Δαβιδ, και εφαγεν ενωπιον αυτου και επιεν? και εμεθυσεν αυτον? και το εσπερας εξηλθε να κοιμηθη επι της κλινης αυτου μετα των δουλων του κυριου αυτου, πλην εις τον οικον αυτου δεν κατεβη.13 David l’invita à manger et à boire à sa table, et il l’enivra. Cependant, ce soir-là encore Urie ne descendit pas chez lui: il se coucha avec les serviteurs de son maître.
14 Και το πρωι εγραψεν ο Δαβιδ επιστολην προς τον Ιωαβ, και εστειλεν αυτην δια χειρος του Ουριου.14 Le lendemain matin, David écrivit une lettre à Joab et la fit porter par Urie.
15 Και εγραψεν εν τη επιστολη, λεγων, Θεσατε τον Ουριαν απεναντι της σκληροτερας μαχης? επειτα συρθητε απ' αυτου, δια να κτυπηθη και να αποθανη.15 Il écrivait ceci dans la lettre: “Placez Urie au plus fort de la bataille, ensuite écartez-vous de lui pour qu’il soit frappé et qu’il meure.”
16 Και αφου παρετηρησε την πολιν ο Ιωαβ, διωρισε τον Ουριαν εις θεσιν, οπου ηξευρεν οτι ησαν ανδρες δυναμεως.16 Joab assiégeait alors la ville, il plaça Urie à l’endroit où se trouvaient les meilleurs défenseurs.
17 Και εξηλθον οι ανδρες της πολεως, και επολεμησαν μετα του Ιωαβ? και επεσον εκ του λαου τινες των δουλων του Δαβιδ? εθανατωθη δε και Ουριας ο Χετταιος.17 Les gens de la ville firent une sortie et attaquèrent Joab, il y eut des morts dans l’armée parmi les officiers de David et Urie le Hittite mourut aussi.
18 Και απεστειλεν ο Ιωαβ και ανηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα τα περι του πολεμου.18 Joab fit porter à David des nouvelles des opérations,
19 Και προσεταξε τον μηνυτην, λεγων, Αφου τελειωσης λαλων προς τον βασιλεα παντα τα περι του πολεμου,19 et il donna cet ordre au messager: “Lorsque tu auras achevé de raconter au roi tous les détails de la bataille,
20 εξαφθη ο θυμος του βασιλεως, και ειπη προς σε, Δια τι επλησιασατε εις την πολιν μαχομενοι; δεν ηξευρετε οτι ηθελον τοξευσει απο του τειχους;20 peut-être le roi se mettra en colère et te dira: ‘Pourquoi vous êtes-vous approchés de la ville dans cette rencontre? Ne savez-vous donc pas que l’on tire du haut des remparts?
21 τις επαταξεν Αβιμελεχ τον υιον του Ιερουβεσεθ; γυνη τις δεν ερριψεν επ' αυτον τμημα μυλοπετρας απο του τειχους, και απεθανεν εν Θαιβαις; δια τι επλησιασατε εις το τειχος; τοτε ειπε, Απεθανε και ο δουλος σου Ουριας ο Χετταιος.21 Qui donc a frappé Abimélek, fils de Yéroubbaal? N’est-ce pas une femme qui lui a balancé une meule du haut des murs de Tébès, et il en est mort? Pourquoi vous êtes-vous approchés du mur?’ Alors tu répondras simplement: ‘Ton serviteur Urie le Hittite est mort lui aussi.’ ”
22 Υπηγε λοιπον ο μηνυτης και ελθων, απηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα εκεινα, δια τα οποια απεστειλεν αυτον ο Ιωαβ.22 Le messager partit; à son arrivée il redit à David tout le message de Joab. David se mit en colère.
23 Και ειπεν ο μηνυτης προς τον Δαβιδ, οτι υπερισχυσαν καθ' ημων οι ανδρες και εξηλθον προς ημας εις την πεδιαδα, και κατεδιωξαμεν αυτους μεχρι της εισοδου της πυλης?23 Alors le messager lui répondit: “Ces hommes ont essayé un coup de force contre nous, ils ont fait une sortie en rase campagne, et nous, nous les avons refoulés jusqu’à la porte de la ville.
24 αλλ' οι τοξοται ετοξευσαν απο του τειχους επι τους δουλους σου? και τινες των δουλων του βασιλεως απεθανον, και ο δουλος σου ετι Ουριας ο Χετταιος απεθανε.24 Mais alors les archers ont tiré du haut des remparts sur tes serviteurs, plusieurs des gardes du roi sont morts et ton serviteur Urie le Hittite est parmi les morts.”
25 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ προς τον μηνυτην, Ουτω θελεις ειπει προς τον Ιωαβ? Μη σε ανησυχη τουτο το πραγμα? διοτι η ρομφαια κατατρωγει ποτε μεν ενα, ποτε δε αλλον? ενισχυσον την μαχην σου εναντιον της πολεως και καταστρεψον αυτην? και συ ενθαρρυνε αυτον.25 David dit au messager: “Tu diras à Joab qu’il ne se fasse pas de souci pour cette affaire, car l’épée dévore tantôt celui-ci, tantôt celui-là. Dis-lui qu’il renforce son attaque contre la ville jusqu’à la détruire: dis-lui de tenir ferme.”
26 Οτε δε ηκουσεν η γυνη του Ουριου, οτι Ουριας ο ανηρ αυτης απεθανεν, επενθησε δια τον ανδρα αυτης.26 La femme d’Urie apprit que son mari était mort. Elle en fit le deuil,
27 Και αφου επερασε το πενθος, απεστειλεν ο Δαβιδ και παρελαβεν αυτην εις τον οικον αυτου? και εγεινε γυνη αυτου και εγεννησεν εις αυτον υιον? το πραγμα ομως το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, εφανη κακον εις τους οφθαλμους του Κυριου.27 et quand les jours du deuil furent achevés, David l’envoya chercher. Il la prit chez lui, elle devint sa femme et elle lui donna un fils; mais ce que David avait fait parut très mal à Yahvé.