Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 32


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και απηλθεν ο Ιακωβ εις την οδον αυτου? και συνηντησαν αυτον οι αγγελοι του Θεου.1 Amikor aztán Lábán reggel felkelt, megcsókolta fiait és lányait, megáldotta őket, és visszatért lakóhelyére.
2 Και οτε ειδεν αυτους ο Ιακωβ ειπε, Στρατοπεδον Θεου ειναι τουτο? και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου, Μαχαναιμ.2 Jákob pedig folytatta megkezdett útját. Egyszer csak szembejöttek vele Isten angyalai.
3 Και απεστειλεν ο Ιακωβ μηνυτας εμπροσθεν αυτου προς Ησαυ τον αδελφον αυτου εις την γην Σηειρ, εις τον τοπον του Εδωμ.3 Amikor meglátta őket, így szólt: »Isten tábora ez!« Elnevezte tehát azt a helyet Mahanaimnak (azaz Két Tábornak).
4 Και παρηγγειλεν εις αυτους, λεγων, ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον μου τον Ησαυ, Ουτω λεγει ο δουλος σου Ιακωβ, μετα του Λαβαν παρωκησα, και διεμεινα εως του νυν?4 Majd követeket küldött maga előtt Ézsauhoz, a bátyjához, Szeír földjére, Edom vidékére.
5 και απεκτησα βοας και ονους προβατα και δουλους και δουλας? και απεστειλα να αναγγειλω προς τον κυριον μου, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν σου.5 Megparancsolta nekik: »Így szóljatok uramhoz, Ézsauhoz: Ezt üzeni szolgád, Jákob: Lábánnál tartózkodtam, nála voltam mindmáig.
6 Και επεστρεψαν οι μηνυται προς τον Ιακωβ, λεγοντες, Υπηγαμεν προς τον αδελφον σου τον Ησαυ, και μαλιστα ερχεται εις συναντησιν σου, και τετρακοσιοι ανδρες μετ' αυτου.6 Van marhám, szamaram, juhom, rabszolgám és szolgálóm: most pedig követséget küldök uramhoz, hogy kegyelmet találjak színed előtt!«
7 Εφοβηθη δε ο Ιακωβ σφοδρα και ητο εν αμηχανια? και διηρεσε τον λαον, τον μεθ' αυτου, και τα ποιμνια και τους βοας και τας καμηλους, εις δυο ταγματα?7 Amikor a követek visszatértek Jákobhoz, elmondták: »Eljutottunk bátyádhoz, Ézsauhoz, és íme, ő siet eléd négyszáz emberrel!«
8 λεγων, Εαν ελθη ο Ησαυ εις το εν ταγμα και παταξη αυτο, το επιλοιπον ταγμα θελει διασωθη.8 Jákob erre nagyon megijedt. Két táborra osztotta a vele lévő népet, valamint a nyájakat és a juhokat, a marhákat és a tevéket,
9 Και ειπεν ο Ιακωβ, Θεε του πατρος μου Αβρααμ και Θεε του πατρος μου Ισαακ, Κυριε, οστις ειπας προς εμε? Επιστρεψον εις την γην σου και εις την συγγενειαν σου και θελω σε αγαθοποιησει?9 és azt mondta: »Ha Ézsau az egyik tábort megtámadja és megveri, a másik tábor megmarad és megmenekül.«
10 πολυ μικρος ειμαι ως προς παντα τα ελεη και πασαν την αληθειαν τα οποια εκαμες εις τον δουλον σου? διοτι με την ραβδον μου διεβην τον Ιορδανην τουτον, και τωρα εγεινα δυο ταγματα?10 Jákob ezután így szólt: »Atyámnak, Ábrahámnak Istene, és atyámnak, Izsáknak Istene, Uram, aki azt mondtad nekem: ‘Térj vissza földedre, születésed helyére, és jót teszek veled’!
11 σωσον με, δεομαι σου, εκ της χειρος του αδελφου μου, εκ της χειρος του Ησαυ? διοτι φοβουμαι αυτον, μηπως ελθων παταξη εμε και την μητερα επι τα τεκνα?11 Méltatlan vagyok mindarra az irgalomra és hűségre, amelyet szolgáddal műveltél! Egy szál botommal keltem át a Jordánon, és két táborral jövök vissza most.
12 συ δε ειπας, Βεβαια θελω σε αγαθοποιησει, και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της θαλασσης, ητις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη.12 Ments meg engem bátyámnak, Ézsaunak kezéből, mert igen félek tőle! Ha eljön, nehogy megtaláljon ölni anyát és gyermeket egyaránt!
13 Και εκοιμηθη εκει την νυκτα εκεινην? και ελαβεν εκ των οσα ετυχον εν τη χειρι αυτου, δωρον προς Ησαυ τον αδελφον αυτου?13 Te azt mondtad, hogy jót teszel velem, és oly bőségessé teszed utódomat, mint a tenger homokját, amelyet sokasága miatt megszámlálni nem lehet!«
14 αιγας διακοσιας και τραγους εικοσι, προβατα διακοσια και κριους εικοσι,14 Miután ott aludt azon az éjszakán, abból, amije volt, kiválasztott ajándékul bátyjának, Ézsaunak
15 καμηλους θηλαζουσας μετα των τεκνων αυτων τριακοντα, δαμαλια τεσσαρακοντα και ταυρους δεκα, ονους θηλυκας εικοσι και πωλαρια δεκα.15 kétszáz kecskét, húsz bakot, kétszáz juhot és húsz kost,
16 Και παρεδωκεν εις τας χειρας των δουλων αυτου, εκαστον ποιμνιον χωριστα? και ειπε προς τους δουλους αυτου, Περασατε εμπροσθεν μου και αφησατε διαστημα μεταξυ ποιμνιου και ποιμνιου.16 harminc szoptatós tevét csikóstul, negyven tehenet és húsz bikát, húsz nőstény szamarat és tíz szamárcsikót.
17 Και εις τον πρωτον παρηγγειλε, λεγων, Οταν σε συναντηση Ησαυ ο αδελφος μου, και σε ερωτηση λεγων, Τινος εισαι; και που υπαγεις; και τινος ειναι ταυτα, τα οποια εχεις εμπροσθεν σου;17 Aztán külön-külön elküldte szolgáival ezeket a nyájakat, a szolgáinak pedig meghagyta: »Vonuljatok előttem úgy, hogy szabad tér legyen az egyes nyájak között!«
18 τοτε θελεις ειπει, Ταυτα ειναι του δουλου σου του Ιακωβ, δωρα στελλομενα προς τον κυριον μου Ησαυ? και ιδου, και αυτος οπισω ημων.18 A legelöl lévőnek azt parancsolta: »Ha találkozol bátyámmal, Ézsauval, és megkérdezi tőled: ‘Kié vagy?’ vagy: ‘Hová mégy?’ vagy: ‘Kié az, amit terelsz?’,
19 ουτω παρηγγειλε και εις τον δευτερον, και εις τον τριτον και εις παντας τους ακολουθουντας οπισω των ποιμνιων, λεγων, κατα τους λογους τουτους θελετε λαλησει προς τον Ησαυ, οταν ευρητε αυτον?19 ezt feleld neki: Jákobé, a te szolgádé. Ajándékba küldte ezt uramnak, Ézsaunak, és ő maga is jön utánunk.«
20 και θελετε ειπει, Ιδου, οπισω ημων και αυτος ο δουλος σου Ιακωβ. Διοτι ελεγε, Θελω εξιλεωσει το προσωπον αυτου με το δωρον, το προπορευομενον εμπροσθεν μου? και μετα ταυτα θελω ιδει το προσωπον αυτου? ισως θελει με δεχθη.20 Hasonló parancsot adott a másodiknak, a harmadiknak és mindazoknak, akik a nyájakat hajtották: »Ugyanezekkel a szavakkal szóljatok Ézsauhoz, ha találkoztok vele,
21 Το δωρον λοιπον επερασεν εμπροσθεν αυτου? αυτος δε εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω στρατοπεδω.21 és tegyétek hozzá: A te szolgád, Jákob maga is követi utunkat. – Azt gondolta ugyanis: Megengesztelem az ajándékkal, amely elöl halad, csak azután kerülök a színe elé. Talán kegyelmes lesz irántam!«
22 Σηκωθεις δε την νυκτα εκεινην, ελαβε τας δυο γυναικας αυτου και τας δυο θεραπαινας αυτου και τα ενδεκα παιδια αυτου και διεβη το περασμα του Ιαβοκ.22 Az ajándék elindult tehát előtte, ő maga pedig akkor éjjel a táborban aludt.
23 Και ελαβεν αυτους και διεβιβασεν αυτους τον χειμαρρον? διεβιβασε και τα υπαρχοντα αυτου.23 Miután igen korán felkelt, fogta két feleségét, két szolgálóját, valamint tizenegy fiát, és átkelt a Jabbok gázlóján.
24 Ο δε Ιακωβ εμεινε μονος? και επαλαιε μετ' αυτου ανθρωπος εως τα χαραγματα της αυγης?24 Vette őket, átvitte a folyón mindannyiukat, és mindent, ami hozzá tartozott,
25 ιδων δε οτι δεν υπερισχυσε κατ' αυτου, ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου αυτου? και μετετοπισθη η αρθρωσις του μηρου του Ιακωβ, ενω επαλαιε μετ' αυτου.25 aztán egyedül maradt. És íme, egy férfi küzdött vele egész virradatig.
26 Ο δε ειπεν, Αφες με να απελθω, διοτι εχαραξεν η αυγη. Και αυτος ειπε, δεν θελω σε αφησει να απελθης, εαν δεν με ευλογησης.26 Amikor azt látta, hogy nem tud erőt venni rajta, megérintette csípőjének inát, s a vele való küzdelemben kificamodott Jákob csípőjének ina.
27 Και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπεν, Ιακωβ.27 Aztán arra kérte: »Eressz el, mert elérkezett már a hajnal!« Ő azt felelte: »Nem eresztelek el, amíg meg nem áldasz!«
28 Και εκεινος ειπε, Δεν θελει καλεσθη πλεον το ονομα σου Ιακωβ, αλλα Ισραηλ? διοτι ενισχυσας μετα Θεου, και μετα ανθρωπων θελεις εισθαι δυνατος.28 Erre a férfi megkérdezte: »Mi a neved?« Ő azt felelte: »Jákob.«
29 Ηρωτησε δε ο Ιακωβ λεγων, Φανερωσον μοι, παρακαλω, το ονομα σου. Ο δε ειπε, Δια τι ερωτας το ονομα μου; Και ευλογησεν αυτον εκει.29 A férfi ekkor így szólt: »Ne Jákobnak hívjanak ezentúl, hanem Izraelnek! Mert küzdöttél Istennel és az emberekkel, s győzedelmeskedtél!«
30 Και εκαλεσεν Ιακωβ το ονομα του τοπου εκεινον Φανουηλ, λεγων, Διοτι ειδον τον Θεον προσωπον προς προσωπον, και εφυλαχθη η ζωη μου.30 Erre Jákob megkérdezte tőle: »Mondd meg nekem, mi a neved?« Az így felelt: »Miért kérdezed a nevemet?« És azzal megáldotta őt azon a helyen.
31 Και ανετειλεν ο ηλιος επ' αυτου, καθως διεβη το Φανουηλ? εχωλαινε δε κατα τον μηρον αυτου.31 Erre Jákob elnevezte azt a helyet Penuelnek, mondván: »Színről színre láttam itt Istent, mégis megmenekült a lelkem!«
32 Δια τουτο μεχρι της σημερον δεν τρωγουσιν οι υιοι του Ισραηλ τον ναρκωθεντα μυωνα, οστις ειναι επι της αρθρωσεως του μηρου? διοτι εκεινος ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου του Ιακωβ κατα τον μυωνα τον ναρκωθεντα.32 A nap éppen akkor kelt fel felette, amikor elhagyta Penuelt. A lábára azonban sántított. –
33 Emiatt nem eszik meg Izrael fiai mind a mai napig azt az inat, amely a csípőben van: mert ő megérintette Jákob csípőjének inát.