Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 21


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Και επεσκεφθη ο Κυριος την Σαρραν, ως ειπε? και εκαμεν ο Κυριος εις την Σαρραν, ως ελαλησε.1 Visitavit autem Dominus Saram, sicut promiserat, et implevit Sarae, quae locutus est;
2 Και συνελαβεν η Σαρρα, και εγεννησεν εις τον Αβρααμ υιον εν τω γηρατι αυτου? κατα τον καιρον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.2 concepitque et peperit Abrahae filium in senectute eius tempore, quo praedixerat ei Deus.
3 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του υιου αυτου, του γεννηθεντος εις αυτον, τον οποιον η Σαρρα εγεννησεν εις αυτον, Ισαακ.3 Vocavitque Abraham nomen filii sui, quem genuit ei Sara, Isaac
4 Περιετεμε δε ο Αβρααμ τον υιον αυτου Ισαακ την ογδοην ημεραν, ως προσεταξεν εις αυτον ο Θεος.4 et circumcidit eum octavo die, sicut praeceperat ei Deus.
5 Ητο δε ο Αβρααμ εκατον ετων, οτε εγεννηθη εις αυτον Ισαακ ο υιος αυτου.5 Cum Abraham centum esset annorum, natus est ei Isaac filius eius.
6 Και ειπεν η Σαρρα, Ο Θεος με εκαμε να γελω? οστις ακουση, θελει γελα μετ' εμου.6 Dixitque Sara:
“Risum fecit mihi Deus;
quicumque audierit, corridebit mihi ?.
7 Και ειπε, Τις ηθελεν ειπει προς τον Αβρααμ, οτι ηθελε θηλασει τεκνα η Σαρρα; επειδη εγεννησα υιον εν τω γηρατι αυτου.7 Rursumque ait:
? Quis auditurum crederet Abraham
quod Sara lactaret filios,
quia peperit ei filium
iam seni?”.
8 Το δε παιδιον ηυξησε και απεγαλακτισθη? και εκαμεν ο Αβρααμ μεγα συμποσιον, καθ' ην ημεραν απεγαλακτισθη ο Ισαακ.8 Crevit igitur puer et ablactatus est. Fecitque Abraham grande convivium in die ablactationis eius.
9 Και ειδεν η Σαρρα τον υιον της Αγαρ της Αιγυπτιας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Αβρααμ, περιγελωντα τον Ισαακ.9 Cumque vidisset Sara filium Agar Aegyptiae iocantem cum Isaac filio suo, dixit ad Abraham:
10 Και ειπε προς τον Αβρααμ, Διωξον την δουλην ταυτην και τον υιον αυτης? διοτι δεν θελει κληρονομησει ο υιος της δουλης ταυτης μετα του υιου μου, του Ισαακ.10 “Eice ancillam hanc et filium eius; non enim erit heres filius ancillae cum filio meo Isaac”.
11 Εφανη δε σκληρον σφοδρα το πραγμα εις τους οφθαλμους του Αβρααμ περι του υιου αυτου.11 Dure accepit hoc Abraham propter filium suum.
12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, Ας μη φανη σκληρον εις τους οφθαλμους σου περι του παιδιου και περι της δουλης σου? κατα παντα οσα ειπη προς σε η Σαρρα, ακουε τους λογους αυτης? διοτι εν τω Ισαακ θελει κληθη εις σε σπερμα?12 Cui dixit Deus: “Non tibi videatur asperum super puero et super ancilla tua; omnia, quae dixerit tibi Sara, audi vocem eius, quia in Isaac vocabitur tibi semen.
13 και τον υιον δε της δουλης εις εθνος θελω καταστησει αυτον? διοτι ειναι σπερμα σου.13 Sed et filium ancillae faciam in gentem magnam, quia semen tuum est”.
14 Σηκωθεις δε ο Αβρααμ ενωρις το πρωι, ελαβεν αρτους και ασκον υδατος και εδωκεν εις την Αγαρ, επιθεσας αυτα επι τον ωμον αυτης, και το παιδιον, και απεπεμψεν αυτην. Η δε αναχωρησασα περιεπλανατο εν τη ερημω Βηρ-σαβεε.14 Surrexit itaque Abraham mane et tollens panem et utrem aquae imposuit scapulae eius tradiditque puerum et dimisit eam. Quae cum abisset, errabat in deserto Bersabee.
15 Και αφου ετελειωσε το υδωρ απο του ασκου, ερριψε το παιδιον υποκατω ενος θαμνου?15 Cumque consumpta esset aqua in utre, abiecit puerum subter unum arbustum
16 και ελθουσα εκαθισεν απεναντι, μακραν εως τοξου βολης? διοτι ειπε, να μη ιδω τον θανατον του παιδιου. Και εκαθισεν απεναντι και υψωσε την φωνην αυτης και εκλαυσεν.16 et abiit; seditque e regione procul, quantum potest arcus iacere. Dixit enim: “Non videbo morientem puerum”. Et sedens contra levavit vocem suam et flevit.
17 Εισηκουσε δε ο Θεος την φωνην του παιδιου? και εφωνησεν αγγελος Θεου προς την Αγαρ εκ του ουρανου, και ειπε προς αυτην, Τι εχεις, Αγαρ; μη φοβου? διοτι ηκουσεν ο Θεος την φωνην του παιδιου εκ του τοπου ενθα κειται?17 Exaudivit autem Deus vocem pueri; vocavitque angelus Dei Agar de caelo dicens: “Quid tibi, Agar? Noli timere; exaudivit enim Deus vocem pueri de loco, in quo est.
18 σηκωθητι, λαβε το παιδιον, και κρατει αυτο με την χειρα σου? διοτι θελω καταστησει αυτο εις εθνος μεγα.18 Surge, tolle puerum et tene illum manu tua, quia in gentem magnam faciam eum”.
19 Και ηνοιξεν ο Θεος τους οφθαλμους αυτης, και ιδουσα φρεαρ υδατος υπηγε και εγεμισε τον ασκον υδωρ και εποτισε το παιδιον.19 Aperuitque Deus oculos eius; quae videns puteum aquae abiit et implevit utrem deditque puero bibere.
20 Και ητο ο Θεος μετα του παιδιου, και ηυξησε, και κατωκησεν εν τη ερημω και εγεινε τοξοτης.20 Et fuit Deus cum eo; qui crevit et moratus est in solitudine factusque est iuvenis sagittarius.
21 Και κατωκησεν εν τη ερημω Φαραν? και η μητηρ αυτου ελαβεν εις αυτον γυναικα εκ γης Αιγυπτου.21 Habitavitque in deserto Pharan; et accepit illi mater sua uxorem de terra Aegypti.
22 Κατ' εκεινον δε τον καιρον ο Αβιμελεχ, μετα του Φιχολ αρχιστρατηγου της δυναμεως αυτου, ειπε προς τον Αβρααμ, λεγων, Ο Θεος ειναι μετα σου εις παντα οσα πραττεις?22 Eodem tempore dixit Abimelech et Phicol princeps exercitus eius ad Abraham: “Deus tecum est in universis, quae agis.
23 τωρα λοιπον ομοσον προς εμε εδω εις τον Θεον, οτι δεν θελεις ψευσθη προς εμε, ουτε προς τον υιον μου, ουτε προς τους εγγονους μου? αλλα κατα το ελεος, το οποιον εκαμα εις σε, θελεις καμει εις εμε, και εις την γην οπου παρωκησας.23 Iura ergo per Deum, ne noceas mihi et posteris meis stirpique meae; sed iuxta fidem, quam feci tibi, facies mihi et terrae, in qua versatus es advena”.
24 Και ειπεν ο Αβρααμ, Εγω θελω ομοσει.24 Dixitque Abraham: “Ego iurabo”.
25 Και ελεγξεν ο Αβρααμ τον Αβιμελεχ δια το φρεαρ του υδατος, το οποιον αφηρπασαν οι δουλοι του Αβιμελεχ.25 Et increpavit Abraham Abimelech propter puteum aquae, quem vi abstulerant servi eius.
26 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Δεν εξευρω τις επραξε το πραγμα τουτο? και ουτε συ με εφανερωσας και ουτε εγω ηκουσα, ειμη σημερον.26 Responditque Abimelech: “Nescivi quis fecerit hanc rem; sed et tu non indicasti mihi, et ego non audivi praeter hodie”.
27 Και λαβων ο Αβρααμ προβατα και βοας, εδωκεν εις τον Αβιμελεχ? και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην.27 Tulit itaque Abraham oves et boves et dedit Abimelech; percusseruntque ambo foedus.
28 Και εβαλεν ο Αβρααμ κατα μερος επτα θηλυκα αρνια του ποιμνιου.28 Et statuit Abraham septem agnas gregis seorsum.
29 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειναι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια, τα οποια εβαλες κατα μερος;29 Cui dixit Abimelech: “Quid sibi volunt septem agnae istae, quas stare fecisti seorsum?”.
30 Ο δε ειπεν, Οτι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια θελεις λαβει εκ της χειρος μου, δια να ηναι εις εμε εις μαρτυριον οτι εγω εσκαψα το φρεαρ τουτο.30 At ille: “Septem, inquit, agnas accipies de manu mea, ut sint in testimonium mihi, quoniam ego fodi puteum istum”.
31 δια τουτο ωνομασε τον τοπον εκεινον, Βηρ-σαβεε? διοτι εκει ωμοσαν αμφοτεροι.31 Idcirco vocatus est locus ille Bersabee, quia ibi uterque iuraverunt.
32 Και εκαμον συνθηκην εν Βηρ-σαβεε. Εσηκωθη δε ο Αβιμελεχ και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου, και επεστρεψαν εις την γην των Φιλισταιων.32 Et inierunt foedus in Bersabee.
33 Και εφυτευσεν ο Αβρααμ δρυμον εν Βηρ-σαβεε? και επεκαλεσθη εκει το ονομα του Κυριου, του αιωνιου Θεου.33 Surrexit autem Abimelech et Phicol princeps militiae eius reversique sunt in terram Philisthim. Abraham vero plantavit nemus in Bersabee et invocavit ibi nomen Domini, Dei aeterni. 34 Et fuit colonus in terra Philisthim diebus multis.
34 Παρωκησε δε ο Αβρααμ εν τη γη των Φιλισταιων ημερας πολλας.