Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 19


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις τα Σοδομα το εσπερας? και εκαθητο ο Λωτ παρα την πυλην των Σοδομων? ιδων δε ο Λωτ, εσηκωθη εις συναντησιν αυτων και προσεκυνησεν επι προσωπον εως εδαφους?1 Les deux anges arrivèrent le soir à Sodome. Lot était assis à la porte de Sodome. Lorsqu’il les vit, il se leva pour aller à leur rencontre et se prosterna la face contre terre.
2 και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας? και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας? οι δε ειπον, Ουχι, αλλ' εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.2 Il dit: “Je vous en prie, Mes seigneurs, venez à la maison de votre serviteur pour y passer la nuit. Vous pourrez vous laver les pieds, puis demain matin vous vous lèverez et vous continuerez votre chemin.” Ils dirent: “Non, nous passerons la nuit sur la place.”
3 Αφου δε εβιασεν αυτους πολυ, εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου? και εκαμεν εις αυτους συμποσιον, και εψησεν αζυμα και εφαγον.3 Mais il insista tellement qu’ils vinrent chez lui et entrèrent dans sa maison. Il leur prépara un repas, il fit cuire des pains sans levain et ils mangèrent.
4 Πριν δε κοιμηθωσιν, οι ανδρες της πολεως, οι ανδρες των Σοδομων, περιεκυκλωσαν την οικιαν, νεοι και γεροντες, απας ο λαος ομου πανταχοθεν?4 Ils n’étaient pas encore couchés quand les hommes de la ville, les hommes de Sodome, entourèrent la maison depuis le plus jeune jusqu’au plus vieux. Toute la population était là.
5 και εκραζον προς τον Λωτ και ελεγον προς αυτον, Που ειναι οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα; εκβαλε αυτους προς ημας, δια να γνωρισωμεν αυτους.5 Ils appelèrent Lot et lui dirent: “Où sont ces hommes qui sont venus chez toi pour cette nuit? Fais-les sortir et donne-les nous pour que nous abusions d’eux.”
6 Εξηλθε δε ο Λωτ προς αυτους εις το προθυρον, και εκλεισε την θυραν οπισω αυτου,6 Lot sortit vers eux à l’entrée de sa maison et referma la porte derrière lui.
7 και ειπε, Μη, αδελφοι μου, μη πραξητε τοιουτον κακον?7 Il leur dit: “Je vous en prie, mes frères, ne commettez pas cette mauvaise action.
8 ιδου, εχω δυο θυγατερας αιτινες δεν εγνωρισαν ανδρα? να σας φερω λοιπον αυτας εξω? και καμετε εις αυτας, οπως φανη εις εσας αρεστον? μονον εις τους ανδρας τουτους μη πραξητε μηδεν, επειδη δια τουτο εισηλθον υπο την σκιαν της στεγης μου.8 Voyez, j’ai deux filles, elles sont vierges. Je veux bien vous les faire sortir et vous les traiterez comme bon vous semblera. Mais ne faites rien à ces hommes puisqu’ils sont venus s’abriter chez moi.”
9 Οι δε ειπον, Φυγε απ' εκει. Και ειπον, ουτος ηλθε δια να παροικηση? θελει να γεινη και κριτης; τωρα θελομεν καποποιησει σε μαλλον παρα εκεινους. Και εβιαζον τον ανθρωπον τον Λωτ καθ' υπερβολην, και επλησιασαν δια να συντριψωσι την θυραν?9 Ils lui dirent: “Va-t’en!” et ils ajoutèrent: “En voilà un qui est venu résider chez nous, et il voudrait faire la loi! Nous allons te faire encore plus de mal qu’à eux.” Ils pressaient Lot fortement et s’avançaient pour briser sa porte,
10 Εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας αυτων εσυραν τον Λωτ προς εαυτους εις την οικιαν, και εκλεισαν την θυραν?10 mais les deux hommes qui étaient dans la maison étendirent la main et firent rentrer Lot dans la maison, puis ils refermèrent la porte.
11 τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.11 Et ils brouillèrent la vue de tous ces gens qui se pressaient devant la maison, du plus petit jusqu’au plus grand, si bien qu’ils ne trouvaient plus l’entrée.
12 Και ειπον οι ανδρες προς τον Λωτ, Εχεις εδω αλλον τινα; γαμβρον υιους η θυγατερας η οντινα αλλον εχεις εν τη πολει, εξαγαγε αυτους εκ του τοπου?12 Alors ces hommes dirent à Lot: “Qui as-tu encore ici? Un gendre? Fais donc sortir d’ici tes fils et tes filles ainsi que tout ce qui est à toi dans la ville,
13 διοτι ημεις καταστρεφομεν τον τοπον τουτον, επειδη η κραυγη αυτων εμεγαλυνεν ενωπιον του Κυριου? και απεστειλεν ημας ο Κυριος δια να καταστρεψωμεν αυτον.13 car nous allons détruire cet endroit. Les plaintes qui montent d’ici auprès de Yahvé sont énormes, et Yahvé nous a envoyés pour la détruire.”
14 Εξηλθε λοιπον ο Λωτ και ελαλησε προς τους γαμβρους αυτου, τους μελλοντας να λαβωσι τας θυγατερας αυτου, και ειπε, Σηκωθητε, εξελθετε εκ του τοπου τουτου? διοτι καταστρεφει ο Κυριος την πολιν. Αλλ' εφανη εις τους γαμβρους αυτου ως αστειζομενος.14 Lot alla parler à ses gendres, à ceux qui allaient épouser ses filles. Il leur dit: “Levez-vous! Sortez d’ici, car Yahvé va détruire la ville.” Mais ses gendres prirent cela pour une plaisanterie.
15 Και οτε εγεινεν αυγη, εβιαζον οι αγγελοι τον Λωτ, λεγοντες? Σηκωθητι, λαβε την γυναικα σου και τας δυο σου θυγατερας, τας ευρισκομενας εδω, δια να μη συναπολεσθης και συ εν τη ανομια της πολεως.15 Quand l’aurore se leva, les anges pressèrent Lot et lui dirent: “Lève-toi, prends ta femme et tes deux filles qui sont ici, sinon tu vas périr dans le châtiment de la ville.”
16 Επειδη δε εβραδυνεν, οι ανδρες πιασαντες την χειρα αυτου και την χειρα της γυναικος αυτου και τας χειρας των δυο θυγατερων αυτου, διοτι εσπλαγχνισθη αυτον ο Κυριος, εξηγαγον αυτον και εθεσαν αυτον εξω της πολεως.16 Comme il hésitait encore, les hommes le prirent par la main; ils prirent aussi par la main sa femme et ses deux filles, parce que Yahvé avait pitié de lui. Ils le firent sortir et le conduisirent hors de la ville.
17 Και οτε εξηγαγον αυτους εξω, ειπεν ο Κυριος, Διασωσον την ζωην σου? μη περιβλεψης οπισω σου, και μη σταθης καθ' ολην την περιχωρον? διασωθητι εις το ορος, δια να μη απολεσθης.17 Quand ils furent aux portes de la ville, ils lui dirent: “Sauve-toi, si tu tiens à la vie. Ne regarde pas derrière toi. Ne t’arrête nulle part dans cette plaine. Sauve-toi vers la montagne, sinon c’est la mort!”
18 Και ειπεν ο Λωτ προς αυτους, Μη, παρακαλω, Κυριε?18 Lot répondit: “Non, mon Seigneur, je t’en prie!
19 ιδου, ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, και εμεγαλυνας το ελεος σου, το οποιον εκαμες προς εμε, φυλαττων την ζωην μου? αλλ' εγω δεν θελω δυνηθη να διασωθω εις το ορος, μηπως με προφθαση το κακον και αποθανω?19 Tu te préoccupes beaucoup pour ton serviteur et tu as eu la bonté de me sauver la vie, mais vois que je ne peux me sauver vers la montagne, le malheur m’atteindra avant et je mourrai.
20 ιδου, παρακαλω, η πολις αυτη ειναι πλησιον ωστε να καταφυγω εκει, και ειναι μικρα? εκει, παρακαλω, να διασωθω? δεν ειναι μικρα; και θελει ζησει η ψυχη μου.20 Je voudrais me réfugier dans cette ville toute proche. Tu vois qu’elle est sans importance; permets que j’y trouve le salut et la vie, puisqu’elle est sans importance.”
21 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ιδου, επηκουσα σου και εις το πραγμα τουτο, να μη καταστρεψω την πολιν, περι της οποιας ελαλησας?21 L’autre lui répondit: “Une fois encore, je t’accorde ce que tu me demandes: je ne détruirai pas la ville dont tu parles.
22 ταχυνον, διασωθητι εκει? διοτι δεν θελω δυνηθη να καμω ουδεν, εωσου φθασης εκει? δια τουτο εκαλεσε το ονομα της πολεως Σηγωρ.22 Dépêche-toi, sauve-toi là-bas, je ne peux rien faire tant que tu n’y es pas arrivé.” C’est pour cela qu’on a donné à la ville le nom de Soar (c’est-à-dire: sans importance).
23 Ο ηλιος ανετειλεν επι την γην, οτε ο Λωτ εισηλθεν εις Σηγωρ.23 Le soleil allait se lever sur la terre lorsque Lot arriva à Soar.
24 Και εβρεξεν ο Κυριος επι τα Σοδομα και Γομορρα θειον και πυρ παρα Κυριου εκ του ουρανου?24 Alors Yahvé fit pleuvoir sur Sodome et sur Gomorrhe du soufre et du feu qui venaient du haut des cieux, de chez Yahvé.
25 και κατεστρεψε τας πολεις ταυτας, και παντα τα περιχωρα και παντας τους κατοικους των πολεων και τα φυτα της γης.25 Il anéantit ces villes et toute la région, ainsi que tous les habitants de ces villes et ce qui poussait sur le sol.
26 Αλλ' γυνη αυτου περιβλεψασα οπισθεν αυτου εγεινε στηλη αλατος.26 Comme la femme de Lot regardait derrière elle, elle devint une statue de sel.
27 Ο δε Αβρααμ σηκωθεις ενωρις το πρωι ηλθεν εις τον τοπον οπου ειχε σταθη ενωπιον του Κυριου?27 Abraham se rendit de bon matin au lieu où il s’était tenu devant Yahvé.
28 και βλεψας επι τα Σοδομα και Γομορρα και εφ' ολην την γην της περιχωρου, ειδε, και ιδου, ανεβαινε καπνος απο της γης, ως καπνος καμινου.28 Il regarda du côté de Sodome et de Gomorrhe, du côté de la plaine, et il vit que de la terre montait une fumée semblable à la fumée d’une fournaise.
29 Ουτω λοιπον, οτε ο Θεος κατεστρεψε τας πολεις της περιχωρου, ενεθυμηθη ο Θεος τον Αβρααμ, και εξαπεστειλε τον Λωτ εκ μεσου της καταστροφης, οτε κατεστρεψε τας πολεις, εις τας οποιας κατωκει ο Λωτ.29 Ainsi, quand Dieu détruisit les villes de la région, Dieu se souvint d’Abraham: il épargna Lot alors que la catastrophe anéantissait les villes dans lesquelles Lot avait habité.
30 Ανεβη δε ο Λωτ απο Σηγωρ και κατωκησεν εν τω ορει, και μετ' αυτου αι δυο θυγατερες αυτου, διοτι εφοβηθη να κατοικηση εν Σηγωρ? και κατωκησεν εν σπηλαιω, αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου.30 De Soar, Lot vint s’établir dans la montagne avec ses deux filles, car il ne se sentait pas en sûreté a Soar. Il s’installa dans une grotte avec ses deux filles.
31 Και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ο πατηρ ημων ειναι γερων, και ανθρωπος δεν ειναι επι της γης, δια να εισελθη προς ημας κατα την συνηθειαν πασης της γης?31 L’aînée dit à la plus jeune: “Notre père est âgé et il n’y a pas d’autre homme dans le pays pour s’unir à nous comme cela se fait partout.
32 ελθε, ας ποτισωμεν τον πατερα, ημων οινον, και ας κοιμηθωμεν μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.32 Faisons donc boire du vin à notre père et couchons avec lui. Ainsi nous donnerons une descendance à notre père.”
33 Εποτισαν λοιπον τον πατερα αυτων οινον κατ' εκεινην την νυκτα? και εισηλθεν η πρεσβυτερα και εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.33 Elles enivrèrent leur père et, cette nuit-là, l’aînée s’en alla coucher avec son père. Lui ne se rendit compte de rien, ni quand elle se coucha, ni quand elle se leva.
34 Και την επαυριον ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ιδου, εγω εκοιμηθην χθες την νυκτα μετα του πατρος ημων? ας ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην, και εισελθουσα συ, κοιμηθητι μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.34 Le lendemain l’aînée dit à la plus jeune: “Hier j’ai couché avec mon père, enivrons-le cette nuit encore et tu coucheras avec lui. Ainsi nous donnerons une descendance à notre père.”
35 Εποτισαν λοιπον και την νυκτα εκεινην τον πατερα αυτων οινον, και σηκωθεισα η νεωτερα, εκοιμηθη μετ' αυτου? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.35 Cette nuit-là encore elles enivrèrent leur père, et la plus jeune vint coucher avec lui. Il ne se rendit compte de rien, ni quand elle se coucha, ni quand elle se leva.
36 Και συνελαβον αι δυο θυγατερες του Λωτ εκ του πατρος αυτων.36 C’est ainsi que les deux filles de Lot furent enceintes de leur père.
37 Και εγεννησεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωαβ? ουτος ειναι ο πατηρ των Μωαβιτων εως της σημερον.37 L’aînée enfanta un fils qu’elle appela Moab: c’est le père des Moabites qui existent encore aujourd’hui.
38 Εγεννησε δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Βεν-αμμι? ουτος ειναι ο πατηρ των Αμμωνιτων εως της σημερον.38 La plus jeune aussi enfanta un fils et elle lui donna le nom de Ben-Ammi: c’est le père des Ammonites qui existent encore aujourd’hui.