Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Giosuè 7


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 MA i figliuoli d’Israele commisero misfatto intorno all’interdetto; perciocchè Acan, figliuolo di Carmi, figliuolo di Zabdi, figliuolo di Zera, della tribù di Giuda, prese dell’interdetto; laonde l’ira del Signore si accese contro a’ figliuoli d’Israele.1 Οι δε υιοι Ισραηλ εκαμον παραβασιν εις το αναθεμα? διοτι Αχαν, ο υιος του Χαρμι, υιου του Ζαβδι, υιου του Ζερα, εκ της φυλης Ιουδα, ελαβεν απο του αναθεματος? και εξηφθη η οργη του Κυριου κατα των υιων Ισραηλ.
2 E Giosuè mandò degli uomini da Gerico in Ai, che è vicino di Bet-aven, dal lato Orientale di Betel, e disse loro: Salite e spiate il paese. Ed essi salirono, e spiarono Ai.2 Και απεστειλεν ο Ιησους ανθρωπους εκ της Ιεριχω εις Γαι, την πλησιον της Βαιθ-αυεν, προς το ανατολικον μερος της Βαιθηλ? και ειπε προς αυτους λεγων, Αναβητε και κατασκοπευσατε την γην. Και οι ανθρωποι ανεβησαν και κατεσκοπευσαν την Γαι.
3 Poi tornarono a Giosuè, e gli dissero: Tutto il popolo non salga; salgano solo intorno a due o tremila uomini, e percoteranno Ai; non istancar tutto il popolo, facendolo andar là; perciocchè in Ai son poca gente.3 Και επιστρεψαντες προς τον Ιησουν ειπαν προς αυτον, Ας μη αναβη πας ο λαος, αλλ' ως δυο η τρεις χιλιαδες ανδρες ας αναβωσι και ας παταξωσι την Γαι? μη βαλης παντα τον λαον εις κοπον φερων αυτον εως εκει? διοτι ειναι ολιγοι.
4 Così salirono là intorno a tremila uomini del popolo, i quali fuggirono davanti alla gente d’Ai.4 Και ανεβησαν εκει εκ του λαου ως τρεις χιλιαδες ανδρες? και εφυγον απο προσωπου των ανδρων της Γαι.
5 E la gente d’Ai ne percosse intorno a trentasei uomini, e li perseguirono d’appresso alla porta fino in Sebarim, e li percossero nella scesa; laonde il cuor del popolo si strusse, e divenne come acqua5 Και οι ανδρες της Γαι επαταξαν εξ αυτων εως τριακοντα εξ ανδρας? και κατεδιωξαν αυτους απ' εμπροσθεν της πυλης εως Σιβαρειμ, και επαταξαν αυτους εις το κατωφερες? δια το οποιον αι καρδιαι του λαου διελυθησαν, και εγειναν ως υδωρ.
6 E Giosuè si stracciò i vestimenti, e cadde in su la sua faccia in terra davanti all’Arca del Signore, e stette così infino alla sera, egli, e gli Anziani d’Israele; e si gittarono della polvere in sul capo.6 Και διερρηξεν ο Ιησους τα ιματια αυτου, και επεσε κατα γης επι προσωπον αυτου, εμπροσθεν της κιβωτου του Κυριου εως εσπερας, αυτος και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ, και επεθεσαν χωμα επι τας κεφαλας αυτων.
7 E Giosuè disse: Ahi! Signore Iddio, perchè hai pur fatto passare il Giordano a questo popolo, per darci nelle mani degli Amorrei, acciocchè ci distruggano? oh! ci fossimo noi pur contentati di star di là dal Giordano!7 Και ειπεν ο Ιησους, Α Δεσποτα Κυριε, δια τι διεβιβασας τον λαον τουτον δια του Ιορδανου, δια να μας παραδωσης εις τας χειρας των Αμορραιων, ωστε να αφανισωσιν ημας; ειθε να ευχαριστουμεθα καθημενοι περαν του Ιορδανου
8 Ahi! Signore, che dirò io, poichè Israele ha voltate le spalle davanti a’ suoi nemici?8 Ω Κυριε, τι να ειπω, αφου ο Ισραηλ εστρεψε τα νωτα εμπροσθεν των εχθρων αυτου;
9 I Cananei, e tutti gli abitanti del paese, l’udiranno, e si rauneranno d’ogn’intorno contro a noi, e distruggeranno il nostro nome d’in su la terra: e che farai tu del tuo gran Nome?9 και ακουσαντες οι Χαναναιοι και παντες οι κατοικοι της γης, θελουσι περικυκλωσει ημας και εξαλειψει το ονομα ημων απο της γης? και τι θελεις καμει περι του ονοματος σου του μεγαλου;
10 E il Signore rispose a Giosuè: Levati: perchè sei tu così prostrato sopra la tua faccia?10 Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Σηκωθητι? δια τι επεσες ουτως επι το προσωπον σου;
11 Israele ha peccato, e anche hanno trasgredito il mio patto, che io avea loro comandato, e anche hanno preso dell’interdetto, e anche hanno rubato, e anche hanno mentito, e anche l’hanno posto fra i loro arnesi.11 ημαρτησεν ο Ισραηλ, και μαλιστα παρεβησαν την διαθηκην μου, την οποιαν προσεταξα αυτους? και ετι ελαβον απο του αναθεματος και ετι εκλεψαν και ετι εψευσθησαν και ετι εβαλον αυτο εις τα σκευη αυτων?
12 Perciò i figliuoli d’Israele non potranno stare a fronte a’ lor nemici, e volteranno le spalle davanti a loro; perchè son divenuti interdetto. Io non sarò più con voi, se non distruggete d’infra voi l’interdetto.12 δια τουτο δεν θελουσι δυνηθη οι υιοι Ισραηλ να σταθωσιν εμπροσθεν των εχθρων αυτων, αλλα θελουσι στρεψει τα νωτα εμπροσθεν των εχθρων αυτων, διοτι εγειναν αναθεμα? ουδε θελω εισθαι πλεον με σας, εαν δεν εξαλειψητε το αναθεμα εκ μεσου σας?
13 Levati, santifica il popolo, e digli: Santificatevi per domani; perciocchè così ha detto il Signore Iddio d’Israele: O Israele, ei v’è fra te dell’interdetto; tu non potrai stare a fronte a’ tuoi nemici, finchè non abbiate tolto l’interdetto del mezzo di voi.13 σηκωθεις αγιασον τον λαον και ειπε, Αγιασθητε δια την αυριον? διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Αναθεμα ειναι εν τω μεσω σου, Ισραηλ? δεν δυνασαι να σταθης εμπροσθεν των εχθρων σου, εωσου αφαιρεσητε το αναθεμα εκ μεσου σας?
14 Poi domattina vi accosterete, a tribù a tribù; e la tribù che il Signore avrà presa si accosterà a nazione a nazione; e la nazione che il Signore avrà presa si accosterà a famiglia a famiglia; e la famiglia che il Signore avrà presa si accosterà a uomo a uomo.14 προσελθετε λοιπον το πρωι κατα τας φυλας σας? και η φυλη, την οποιαν πιαση ο Κυριος, θελει προσελθει κατα συγγενειας? και η συγγενεια, την οποιαν πιαση ο Κυριος, θελει προσελθει κατ' οικογενειας? και η οικογενεια, την οποιαν πιαση ο Κυριος, θελει προσελθει κατα ανδρας?
15 E colui che sarà colto nell’interdetto sarà arso col fuoco, egli, e tutto ciò che è suo; perciocchè egli ha trasgredito il patto del Signore, e ha commessa scelleratezza in Israele15 και οστις πιασθη εχων το αναθεμα, θελει κατακαυθη εν πυρι, αυτος και παντα οσα εχει? διοτι παρεβη την διαθηκην του Κυριου και διοτι επραξεν ανομιαν εν τω Ισραηλ.
16 Giosuè adunque si levò la mattina a buon’ora, e fece accostare Israele a tribù a tribù; e la tribù di Giuda fu presa.16 Και εξεγερθεις ο Ιησους το πρωι, προσηγαγε τον Ισραηλ κατα τας φυλας αυτων? και επιασθη η φυλη του Ιουδα?
17 E, fatta accostar la tribù di Giuda, il Signore prese la nazione degli Zariti; poi, fatta accostar la nazione degli Zariti, a uomo a uomo, Zabdi fu preso.17 και προσηγαγε τας συγγενειας του Ιουδα, και επιασθη η συγγενεια των Ζαραιτων? και προσηγαγε την συγγενειαν των Ζαραιτων κατα ανδρας, και επιασθη ο Ζαβδι?
18 Poi, fatta accostar la famiglia di esso, a uomo a uomo, fu preso Acan, figliuolo di Carmi, figliuolo di Zabdi, figliuolo di Zera, della tribù di Giuda.18 και προσηγαγε την οικογενειαν αυτου κατα ανδρας, και επιασθη ο Αχαν, ο υιος του Χαρμι, υιου του Ζαβδι, υιου του Ζερα, εκ της φυλης Ιουδα.
19 E Giosuè disse ad Acan: Deh! figliuol mio, da’ gloria al Signore Iddio d’Israele, e fagli confessione, e dichiarami ora ciò che tu hai fatto; non celarmelo.19 Και ειπεν ο Ιησους προς τον Αχαν, Τεκνον μου, δος τωρα δοξαν εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, και εξομολογηθητι εις αυτον, και ειπε μοι τωρα τι επραξας? μη κρυψης αυτο απ' εμου.
20 E Acan rispose a Giosuè, e gli disse: Certo, io ho peccato contro al Signore Iddio d’Israele, e ho fatto così e così.20 Και απεκριθη ο Αχαν προς τον Ιησουν και ειπε, Αληθως εγω ημαρτον εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ και επραξα ουτω και ουτω?
21 Avendo veduta fra le spoglie una bella mantellina Babilonica, e dugento sicli d’argento, e un regol d’oro di peso di cinquanta sicli, io m’invaghii di queste cose, e le presi; ed ecco, sono nascoste in terra in mezzo del mio padiglione, e l’argento è sotto la mantellina.21 ιδων μεταξυ των λαφυρων μιαν καλην Βαβυλωνικην στολην και διακοσιους σικλους αργυριου και ελασμα χρυσου βαρους πεντηκοντα σικλων, επεθυμησα αυτα και ελαβον αυτα? και ιδου, ειναι κεκρυμμενα εν τη γη, κατα το μεσον της σκηνης μου, και το αργυριον υποκατω αυτων.
22 Allora Giosuè mandò de’ messi, i quali corsero a quel padiglione; ed ecco, la mantellina era nascosta nel padiglione, e sotto essa era l’argento.22 Και απεστειλεν ο Ιησους ανθρωπους? και ετρεξαν εις την σκηνην, και ιδου, ησαν κεκρυμμενα εν τη σκηνη αυτου, και το αργυριον υποκατω αυτων.
23 Essi adunque presero quelle cose di mezzo del padiglione, e le portarono a Giosuè, e a tutti i figliuoli d’Israele, e le gettarono davanti al Signore.23 Και ελαβον αυτα εκ μεσου της σκηνης, και εφεραν αυτα προς τον Ιησουν και προς παντας τους υιους Ισραηλ, και εθεσαν αυτα ενωπιον του Κυριου.
24 E Giosuè, e tutto Israele con lui, presero Acan, figliuolo di Zera, e l’argento, e la mantellina, e il regol d’oro, e i figliuoli e le figliuole di esso, e i suoi buoi, e i suoi asini, e le sue pecore, e il suo padiglione, e tutto ciò ch’era suo, e li menarono nella valle di Acor.24 Τοτε ο Ιησους, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, επιασαν τον Αχαν τον υιον του Ζερα, και το αργυριον και την στολην και το ελασμα του χρυσου και τους υιους αυτου και τας θυγατερας αυτου και τους βοας αυτου και τους ονους αυτου και τα προβατα αυτου και την σκηνην αυτου και παντα οσα ειχε, και εφεραν αυτους εις την κοιλαδα Αχωρ.
25 E Giosuè disse ad Acan: Perchè ci hai tu conturbati? il Signore ti conturbi in questo giorno. E tutto Israele lo lapidò con pietre; e, dopo aver lapidati gli altri con pietre, li bruciarono tutti col fuoco.25 Και ειπεν ο Ιησους, Δια τι κατεταραξας ημας; ο Κυριος θελει σε καταταραξει την ημεραν ταυτην. Και πας ο Ισραηλ ελιθοβολησαν αυτον με λιθους και κατεκαυσαν αυτους εν πυρι και ελιθοβολησαν αυτους με λιθους.
26 Poi alzarono sopra lui un gran monte di pietre, il qual dura infino a questo giorno. E il Signore s’acquetò della sua ardente ira: per ciò quel luogo è stato nominato: Valle di Acor, fino al dì d’oggi26 Και εστησαν επ' αυτον σωρον λιθων μεγαν, οστις μενει εως της σημερον? ουτως επαυσεν ο Κυριος απο της εξαψεως του θυμου αυτου? δια τουτο καλειται το ονομα του τοπου εκεινου Κοιλας Αχωρ εως της ημερας ταυτης.