Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Giosuè 10


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 ORA, quando Adonisedec, re di Gerusalemme, ebbe udito che Giosuè avea presa Ai, e l’avea distrutta al modo dell’interdetto; e che Giosuè avea fatto ad Ai e al suo re, come avea fatto a Gerico ed al suo re; e che gli abitanti di Gabaon, aveano fatto pace con gl’Israeliti, e ch’erano nel mezzo di loro;1 Και ως ηκουσεν Αδωνισεδεκ ο βασιλευς της Ιερουσαλημ οτι ο Ιησους εκυριευσε την Γαι και εξωλοθρευσεν αυτην, οτι, καθως εκαμεν εις την Ιεριχω και εις τον βασιλεα αυτης, ουτως εκαμεν εις την Γαι και εις τον βασιλεα αυτης, και οτι οι κατοικοι της Γαβαων εκαμον ειρηνην μετα του Ισραηλ και εμενον μεταξυ αυτων,
2 egli e il suo popolo, temettero grandemente; perciocchè Gabaon era città grande, come una delle città reali, ed era più grande che Ai, e tutti i suoi abitanti erano uomini di valore.2 εφοβηθησαν σφοδρα? διοτι ητο πολις μεγαλη η Γαβαων, ως μια των βασιλικων πολεων, και διοτι ητο μεγαλητερα της Γαι, και παντες οι ανδρες αυτης δυνατοι.
3 Perciò Adonisedec, re di Gerusalemme, mandò a dire a Hoham, re di Hebron; ed a Piream, re di Iarmut; ed a Iafia, re di Lachis; e a Debir, re di Eglon:3 Δια τουτο απεστειλεν Αδωνισεδεκ ο βασιλευς της Ιερουσαλημ προς τον Ωαμ βασιλεα της Χεβρων, και προς τον Πιραμ βασιλεα της Ιαρμουθ, και προς τον Ιαφια βασιλεα της Λαχεις, και προς τον Δεβειρ βασιλεα της Εγλων, λεγων,
4 Salite a me, e soccorretemi, e noi percoteremo Gabaon; perciocchè ha fatto pace con Giosuè, e co’ figliuoli d’Israele.4 Αναβητε προς εμε και βοηθησατε μοι, δια να παταξωμεν την Γαβαων? διοτι εκαμεν ειρηνην μετα του Ιησου και μετα των υιων Ισραηλ.
5 E i cinque re degli Amorrei, il re di Gerusalemme, il re di Hebron, il re di Iarmut, il re di Lachis, il re di Eglon, si adunarono, con tutti i loro eserciti, e si posero a campo contro a Gabaon, e combatterono contro ad essa.5 Και συναχθεντες οι πεντε βασιλεις των Αμορραιων, ο βασιλευς της Ιερουσαλημ, ο βασιλευς της Χεβρων, ο βασιλευς της Ιαρμουθ, ο βασιλευς της Λαχεις, ο βασιλευς της Εγλων, ανεβησαν, αυτοι και παντα τα στρατευματα αυτων, και εστρατοπεδευσαν εμπροσθεν της Γαβαων και επολεμουν εναντιον αυτης.
6 E i Gabaoniti mandarono a dire a Giosuè, nel campo, in Ghilgal: Non sieno le tue mani rimesse a porgere aiuto a’ tuoi servitori; sali a noi prestamente, e salvaci, e soccorrici; perciocchè tutti i re degli Amorrei, che abitano nel monte, si sono adunati contro a noi6 Και οι Γαβαωνιται απεστειλαν προς τον Ιησουν εις το στρατοπεδον εις Γαλγαλα, λεγοντες, Μη αποσυρης την χειρα σου απο των δουλων σου? αναβα προς ημας ταχεως και σωσον ημας και βοηθησον ημας? διοτι συνηχθησαν εναντιον ημων παντες οι βασιλεις των Αμορραιων, οι κατοικουντες την ορεινην.
7 E Giosuè salì di Ghilgal, insieme con tutta la gente di guerra e tutti gli uomini di valore.7 Και ανεβη ο Ιησους απο Γαλγαλων, αυτος και πας ο λαος ο πολεμιστης μετ' αυτου και παντες οι δυνατοι εν ισχυι.
8 E il Signore disse a Giosuè: Non temer di loro; perciocchè io te li ho dati nelle mani; niuno di loro potrà starti a fronte.8 Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Μη φοβηθης αυτους? διοτι παρεδωκα αυτους εις την χειρα σου? δεν θελει σταθη εμπροσθεν σου ουδεις εξ αυτων.
9 E Giosuè venne a loro subito improvviso, essendo camminato tutta la notte da Ghilgal.9 Ηλθε λοιπον επ' αυτους ο Ιησους εξαιφνης, αναβας απο Γαλγαλων δι' ολης της νυκτος.
10 E il Signore il mise in rotta davanti a Israele, il qual li sconfisse con grande sconfitta, presso a Gabaon; e li perseguitò per la via della salita di Bet-horon, e li percosse fino ad Azeca, ed a Maccheda.10 Και κατετροπωσεν αυτους ο Κυριος εμπροσθεν του Ισραηλ, και επαταξαν αυτους εν σφαγη μεγαλη εν Γαβαων, και κατεδιωξαν αυτους εις την οδον την αναβαινουσαν προς Βαιθ-ωρων, και κατεκοπτον αυτους εως Αζηκα και εως Μακκηδα.
11 E mentre essi fuggivano d’innanzi a Israele, ed erano nella scesa di Bet-horon, il Signore gittò sopra loro dal cielo delle pietre grosse, infino ad Azeca; onde essi morirono. Più furono quelli che furono morti dalle pietre della gragnuola, che quelli che i figliuoli d’Israele uccisero con la spada.11 Και ενω, φευγοντες απ' εμπροσθεν του Ισραηλ, ησαν εν τη καταβασει της Βαιθ-ωρων, ο Κυριος ερριψεν εκ του ουρανου κατ' αυτων λιθους μεγαλους εως Αζηκα, και απεθανον? περισσοτεροι ησαν οι αποθανοντες εκ των λιθων της χαλαζης, παρ' οσους οι υιοι Ισραηλ κατεκοψαν εν μαχαιρα.
12 Allora Giosuè parlò al Signore nel giorno che il Signore diede gli Amorrei in man de’ figliuoli d’Israele, e disse in presenza d’Israele: Sole, fermati in Gabaon: e tu, luna, nella valle d’Aialon.12 Τοτε ελαλησεν ο Ιησους προς τον Κυριον, καθ' ην ημεραν ο Κυριος παρεδωκε τους Αμορραιους εμπροσθεν των υιων Ισραηλ, και ειπεν ενωπιον του Ισραηλ, Στηθι, ηλιε, επι την Γαβαων, και συ, σεληνη, επι την φαραγγα Αιαλων.
13 E il sole si fermò e la luna si arrestò, finchè il popolo si fu vendicato de’ suoi nemici. Questo non è egli scritto nel Libro del Diritto? Il sole adunque si arrestò in mezzo del cielo, e non si affrettò a tramontare, per lo spazio d’intorno ad un giorno intiero.13 Και ο ηλιος εσταθη και η σεληνη εμεινεν, εωσου ο λαος εξεδικηθη τους εχθρους αυτου. Δεν ειναι τουτο γεγραμμενον εν τω βιβλιω του Ιασηρ; Και εσταθη ο ηλιος εν τω μεσω του ουρανου, και δεν εσπευσε να δυση εως μιας ολοκληρου ημερας.
14 E giammai, nè avanti nè poi, non è stato giorno simile a quello, avendo il Signore esaudita la voce d’un uomo; perciocchè il Signore combatteva per Israele14 Και τοιαυτη ημερα δεν υπηρξεν ουτε προτερον ουτε υστερον, ωστε ο Κυριος να ακουση φωνην ανθρωπου? διοτι ο Κυριος επολεμει υπερ του Ισραηλ.
15 Poi Giosuè, insieme con tutto Israele, ritornò al campo, in Ghilgal.15 Και επεστρεψεν ο Ιησους, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, εις το στρατοπεδον εις Γαλγαλα.
16 Or, que’ cinque re erano fuggiti, e si erano nascosti nella spelonca, ch’è in Maccheda.16 Οι δε πεντε βασιλεις ουτοι εφυγον και εκρυφθησαν εις σπηλαιον εν Μακκηδα.
17 Ed essendo stato rapportato a Giosuè: I cinque re si son trovati nascosti nella spelonca ch’è in Maccheda, egli disse:17 Και ανηγγειλαν προς τον Ιησουν, λεγοντες, οι πεντε βασιλεις ευρεθησαν κεκρυμμενοι εις σπηλαιον εν Μακκηδα.
18 Rotolate delle grosse pietre alla bocca della spelonca, e ordinate presso di essa degli uomini per guardarli.18 Και ειπεν ο Ιησους, Κυλισατε λιθους μεγαλους εις το στομα του σπηλαιου, και καταστησατε ανθρωπους πλησιον αυτου δια να φυλαττωσιν αυτους?
19 Ma voi non restate; perseguitate i vostri nemici, e uccidete quelli che restano dietro; non lasciate ch’entrino nelle lor città; perciocchè il Signore Iddio vostro ve li ha dati nelle mani.19 και σεις μη στεκεσθε? καταδιωκετε τους εχθρους σας και παταξατε το οπισθεν αυτων? μη αφησητε αυτους να εισελθωσιν εις τας πολεις αυτων? διοτι Κυριος ο Θεος σας παρεδωκεν αυτους εις τας χειρας σας.
20 E, dopo che Giosuè, e i figliuoli d’Israele, ebbero finito di sconfiggerli d’una molto grande sconfitta, finchè furono del tutto distrutti, e che quelli di loro che scamparono si furono salvati, entrando nelle città forti,20 Και αφου ο Ιησους και οι υιοι Ισραηλ ετελειωσαν φονευοντες αυτους εν σφαγη μεγαλη σφοδρα, εωσου εξωλοθρευθησαν, οι λοιποι εξ αυτων, οσοι διεσωθησαν, εισηλθον εις ωχυρωμενας πολεις.
21 tutto il popolo ritornò a Giosuè nel campo, in Maccheda, in pace; niuno mosse pur la lingua contro ad alcuno de’ figliuoli d’Israele.21 Και πας ο λαος επεστρεψεν εις το στρατοπεδον προς τον Ιησουν εις Μακκηδα εν ειρηνη? ουδεις εκινησε την γλωσσαν αυτου κατα τινος εκ των υιων Ισραηλ.
22 Allora Giosuè disse: Aprite la bocca della spelonca, e traete fuori di essa quei cinque re, e menateli a me.22 Και ειπεν ο Ιησους, Ανοιξατε το στομα του σπηλαιου και εξαγαγετε προς εμε τους πεντε βασιλεις εκεινους εκ του σπηλαιου.
23 E così fu fatto. E que’ cinque re furono tratti fuori della spelonca, e menati a Giosuè, cioè: il re di Gerusalemme, il re di Hebron, il re di Iarmut, il re di Lachis, e il re di Eglon.23 Και εκαμον ουτω και εξηγαγον προς αυτον τους πεντε βασιλεις εκεινους εκ του σπηλαιου, τον βασιλεα της Ιερουσαλημ, τον βασιλεα της Χεβρων, τον βασιλεα της Ιαρμουθ, τον βασιλεα της Λαχεις, τον βασιλεα της Εγλων.
24 E, dopo che quei re furono tratti fuori, e menati a Giosuè, Giosuè chiamò tutti gli uomini d’Israele, e disse a’ capitani della gente di guerra ch’erano andati con lui: Accostatevi, mettete i piedi sul collo di questi re. Ed essi si accostarono, e misero i piedi sul collo loro.24 Και αφου εξηγαγον προς τον Ιησουν τους βασιλεις εκεινους, εκαλεσεν ο Ιησους παντας τους ανδρας του Ισραηλ, και ειπε προς τους αρχηγους των πολεμιστων τους ελθοντας μετ' αυτου, Πλησιασατε, βαλετε τους ποδας σας επι τους τραχηλους των βασιλεων τουτων. Και αυτοι επλησιασαν και εβαλον τους ποδας αυτων επι τους τραχηλους αυτων.
25 E Giosuè disse loro: Non temete, e non vi spaventate; siate valenti, e fortificatevi; perciocchè così farà il Signore a tutti i vostri nemici contro ai quali voi combattete.25 Και ειπε προς αυτους ο Ιησους, Μη φοβεισθε μηδε δειλιατε? ανδριζεσθε και ενδυναμουσθε? επειδη ουτω θελει καμει ο Κυριος εις παντας τους εχθρους σας, κατα των οποιων μαχεσθε.
26 Poi Giosuè percosse quei re, e li fece morire, e li appiccò a cinque forche, alle quali stettero appiccati infino alla sera.26 Και μετα ταυτα επαταξεν αυτους ο Ιησους και εθανατωσεν αυτους και εκρεμασεν αυτους εις πεντε ξυλα? και εκρεμοντο εις τα ξυλα εως εσπερας.
27 E in sul tramontar del sole, per comandamento di Giosuè furon messi giù dalle forche, e gittati nella spelonca, nella quale si erano nascosti; e furon poste delle pietre grandi alla bocca della spelonca, le quali vi son restate infino a questo giorno27 Περι δε την δυσιν του ηλιου, προσεταξεν ο Ιησους, και κατεβιβασαν αυτους απο των ξυλων και ερριψαν αυτους εις το σπηλαιον, οπου ειχον κρυφθη, και εκυλισαν λιθους μεγαλους εις το στομα του σπηλαιου, οιτινες μενουσιν εως της σημερον ημερας.
28 Giosuè prese ancora Maccheda in quel dì, e la percosse, mettendola a fil di spada; e distrusse nel modo dell’interdetto il re di essa insieme con gli abitanti, e ogni anima ch’era dentro; egli non ne lasciò alcuno in vita; e fece al re di Maccheda, come avea fatto al re di Gerico.28 Και εν εκεινη τη ημερα εκυριευσεν ο Ιησους την Μακκηδα, και επαταξεν εν στοματι μαχαιρας αυτην και τον βασιλεα αυτης? εξωλοθρευσεν αυτους και πασας τας ψυχας τας εν αυτη? δεν αφηκεν υπολοιπον? και εκαμεν εις τον βασιλεα της Μακκηδα, καθως εκαμεν εις τον βασιλεα της Ιεριχω.
29 Poi Giosuè, con tutto Israele, passò di Maccheda in Libna, e la combattè.29 Και διεβη ο Ιησους, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, εκ Μακκηδα εις Λιβνα και επολεμει την Λιβνα.
30 E il Signore la diede anch’essa, insieme col suo re, nelle mani d’Israele; ed egli la mise a fil di spada, con tutte le anime ch’erano dentro; egli non ne lasciò alcuno in vita; e fece al re di essa, come avea fatto al re di Gerico.30 Και παρεδωκεν ο Κυριος και αυτην και τον βασιλεα αυτης εις την χειρα του Ισραηλ? και επαταξεν εν στοματι μαχαιρας αυτην και πασας τας ψυχας τας εν αυτη? δεν αφηκεν εν αυτη υπολοιπον? και εκαμεν εις τον βασιλεα αυτης, καθως εκαμεν εις τον βασιλεα της Ιεριχω.
31 Poi Giosuè, con tutto Israele, passò di Libna in Lachis, e si accampò davanti, e la combattè.31 Και διεβη ο Ιησους, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, εκ Λιβνα εις Λαχεις, και εστρατοπεδευσε κατεναντι αυτης και επολεμει αυτην.
32 E il Signore diede Lachis nelle mani d’Israele, ed egli la prese al secondo giorno, e la mise a fil di spada, con tutte le anime ch’erano dentro, interamente come avea fatto a Libna.32 Και παρεδωκεν ο Κυριος την Λαχεις εις την χειρα του Ισραηλ, και εκυριευσεν αυτην την δευτεραν ημεραν, και επαταξεν εν στοματι μαχαιρας αυτην και πασας τας ψυχας τας εν αυτη, κατα παντα οσα εκαμεν εις την Λιβνα.
33 Allora Horam, re di Ghezer, salì per soccorrer Lachis; ma Giosuè percosse lui e il suo popolo, fino a non lasciargli alcuno in vita.33 Τοτε ανεβη Ωραμ ο βασιλευς της Γεζερ δια να βοηθηση την Λαχεις? και ο Ιησους επαταξεν αυτον και τον λαον αυτου, εωσου δεν αφηκεν εις αυτον υπολοιπον.
34 Poi Giosuè, con tutto Israele, passò di Lachis in Eglon, e si accampò davanti, e la comabattè.34 Και διεβη ο Ιησους, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, εκ Λαχεις εις Εγλων, και εστρατοπεδευσαν κατεναντι αυτης και επολεμουν αυτην?
35 E la prese in quell’istesso giorno, e la mise a fil di spada; e distrusse in quel dì al modo dell’interdetto tutte le anime ch’erano dentro, interamente come avea fatto a Lachis.35 και εκυριευσαν αυτην εν τη ημερα εκεινη, και επαταξαν αυτην εν στοματι μαχαιρας? και εξωλοθρευσεν εν εκεινη τη ημερα πασας τας ψυχας τας εν αυτη, κατα παντα οσα εκαμεν εις την Λαχεις.
36 Poi Giosuè, con tutto Israele, salì di Eglon in Hebron, e la combattè.36 Και ανεβη ο Ιησους, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, εξ Εγλων εις Χεβρων, και επολεμουν αυτην?
37 E la prese e la mise a fil di spada, insieme col suo re, e con tutte le sue città, e con tutte le anime ch’erano dentro; egli non ne lasciò alcuno in vita, interamente come avea fatto ad Eglon; e la distrusse al modo dell’interdetto, con tutte le anime ch’erano dentro.37 και εκυριευσαν αυτην και επαταξαν εν στοματι μαχαιρας αυτην και τον βασιλεα αυτης και πασας τας πολεις αυτης και πασας τας ψυχας τας εν αυτη? δεν αφηκεν υπολοιπον? κατα παντα οσα εκαμεν εις την Εγλων? και εξωλοθρευσεν αυτην και πασας τας ψυχας τας εν αυτη.
38 Poi Giosuè, con tutto Israele, si rivolse verso Debir, e la combattè.38 Και εστρεψεν ο Ιησους, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου? εις Δεβειρ και επολεμουν αυτην?
39 E la prese, insieme col suo re, e con tutte le sue città; e le mise a fil di spada; e distrusse al modo dell’interdetto tutte le anime ch’erano dentro; egli non ne lasciò alcuno in vita; egli fece a Debir, e al suo re, come avea fatto a Hebron, e come avea fatto a Libna, e al suo re.39 και εκυριευσεν αυτην και τον βασιλεα αυτης και πασας τας πολεις αυτης? και επαταξαν αυτους εν στοματι μαχαιρας και εξωλοθρευσαν πασας τας ψυχας τας εν αυτη, δεν αφηκεν υπολοιπον? καθως εκαμεν εις την Χεβρων, ουτως εκαμεν εις την Δεβειρ και εις τον βασιλεα αυτης? και καθως εκαμεν εις την Λιβνα και εις τον βασιλεα αυτης.
40 Giosuè dunque percosse tutto quel paese, la contrada del monte, e del Mezzodì, e della pianura, e delle pendici dei monti, insieme con tutti i re loro; egli non ne lasciò alcuno in vita; anzi distrusse al modo dell’interdetto ogni anima, come il Signore Iddio d’Israele avea comandato.40 Ουτως επαταξεν ο Ιησους πασαν την γην την ορεινην και την μεσημβρινην και την πεδινην και την Ασδωθ και παντας τους βασιλεις αυτων? δεν αφηκεν υπολοιπον, αλλ' εξωλοθρευσε παν το εχον πνοην, καθως προσεταξε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ.
41 Così Giosuè li percosse da Cades-barnea fino a Gaza; e tutto il paese di Gosen, fino a Gabaon.41 Και επαταξεν αυτους ο Ιησους απο Καδης-βαρνη εως Γαζης, και πασαν την γην Γεσεν, εως Γαβαων.
42 E Giosuè prese tutti quei re, e il lor paese ad una volta; perciocchè il Signore Iddio d’Israele combatteva per Israele.42 Και παντας τουτους τους βασιλεις και την γην αυτων ο Ιησους εκυριευσε δια μιας, διοτι Κυριος ο Θεος του Ισραηλ επολεμει υπερ του Ισραηλ.
43 Poi Giosuè, con tutto Israele, ritornò al campo, in Ghilgal43 Και επεστρεψεν ο Ιησους, και πας Ισραηλ μετ' αυτου, εις το στρατοπεδον εις Γαλγαλα.