Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Deuteronomio 15


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 IN capo d’ogni settimo anno, celebra l’anno della remissione.1 Εν τω τελει του εβδομου ετους θελεις καμνει αφεσιν.
2 E questa sia l’ordinazione della remissione: Rimetta ogni creditore ciò ch’egli avrà dato in presto al suo prossimo; non riscuotalo dal suo prossimo, e dal suo fratello; conciossiachè la remissione del Signore sia stata bandita.2 Και ουτος ειναι ο νομος της αφεσεως? πας δανειστης, οστις εδανεισε τι εις τον πλησιον αυτου, θελει αφησει αυτο? δεν θελει απαιτει αυτο απο τον πλησιον αυτου η απο τον αδελφον αυτου? διοτι τουτο ονομαζεται αφεσις του Κυριου.
3 Tu potrai riscuotere i tuoi crediti dallo straniere; ma rimetti al tuo fratello ciò ch’egli avrà del tuo.3 Απο του ξενου δυνασαι να απαιτησης αυτο? ο, τι ομως ο αδελφος σου εχει εκ των ιδικων σου, η χειρ σου θελει αφινει αυτο?
4 Come che sia, non siavi alcun bisognoso fra te; perciocchè il Signore ti benedirà largamente, nel paese che il Signore Iddio tuo ti dà, in eredità, per possederlo.4 δια να μη υπαρχη πτωχος μεταξυ σας? διοτι ο Κυριος θελει σε ευλογησει μεγαλως εν τη γη, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε κληρονομιαν, δια να εξουσιασης αυτην?
5 Purchè del tutto tu ubbidisca alla voce del Signore Iddio tuo, per osservar di mettere in opera tutti questi comandamenti che io ti do oggi.5 αν μονον επιμελως ακουης την φωνην Κυριου του Θεου σου, δια να προσεχης να καμνης πασας τας εντολας ταυτας, τας οποιας εγω σε προσταζω σημερον.
6 Quando il Signore Iddio tuo ti avrà benedetto, siccome egli ti ha promesso, tu presterai a molte genti, e tu non prenderai nulla in prestanza; e signoreggerai sopra grandi nazioni, ed esse non signoreggeranno sopra te.6 διοτι Κυριος ο Θεος σου θελει σε ευλογησει, καθως υπεσχεθη εις σε? και θελεις δανειζει εις πολλα εθνη, συ ομως δεν θελεις δανειζεσθαι και θελεις βασιλευει επι πολλα εθνη, επι σε ομως δεν θελουσι βασιλευσει.
7 QUANDO vi sarà nel mezzo di te alcuno de’ tuoi fratelli, che sia bisognoso in alcuna delle terre dove tu abiterai, nel tuo paese che il Signore Iddio tuo ti dà; non indurare il cuor tuo, e non serrar la mano inverso il tuo fratello bisognoso;7 Εαν ηναι εν μεσω σου πτωχος εκ των αδελφων σου εντος τινος των πυλων σου, εν τη γη σου την οποιαν Κυριος ο Θεος σου διδει εις σε, δεν θελεις σκληρυνει την καρδιαν σου ουδε θελεις κλεισει την χειρα σου απο του πτωχου αδελφου σου?
8 anzi del tutto aprigli la mano, e del tutto prestagli quanto gli fia di bisogno per la necessità nella quale si troverà.8 αλλ' εξαπαντος θελεις ανοιξει την χειρα σου προς αυτον, και εξαπαντος θελεις δανεισει εις αυτον ικανα δια την χρειαν αυτου, εις ο, τι χρειαζεται.
9 Guardati, che talora non vi sia nel tuo cuore alcun pensiero scellerato, per dire: L’anno settimo, l’anno della remissione è vicino; e che l’occhio tuo non sia maligno inverso il tuo fratello bisognoso, sì che tu non gli dia nulla; ed egli gridi contro a te al Signore, e vi sia in te peccato.9 προσεχε εις σεαυτον, μηποτε επελθη κακος στοχασμος επι την καρδιαν σου και ειπης, Πλησιαζει το εβδομον ετος, το ετος της αφεσεως? και πονηρευθη ο οφθαλμος σου κατα του πτωχου αδελφου σου και δεν δωσης εις αυτον, και βοηση προς τον Κυριον κατα σου, και γεινη εις σε αμαρτια.
10 Del tutto dagli ciò che gli fia di bisogno; e non ti dolga il cuore quando tu gliel darai; perciocchè per cagion di questo il Signore Iddio tuo ti benedirà in ogni opera tua, e in ogni cosa alla quale tu metterai la mano.10 Θελεις δωσει εξαπαντος εις αυτον, και η καρδια σου δεν θελει πονηρευθη οταν διδης εις αυτον? επειδη δια τουτο θελει σε ευλογει Κυριος ο Θεος σου εις παντα τα εργα σου και εις πασας τας επιχειρησεις σου.
11 Perciocchè i bisognosi non verranno giammai meno nel paese; perciò io ti comando che tu apra largamente la mano al tuo fratello, al tuo povero, e al tuo bisognoso che sarà nel tuo paese11 Διοτι δεν θελει λειψει πτωχος εκ μεσου της γης σου? δια τουτο εγω προσταζω εις σε, λεγων, Θελεις εξαπαντος ανοιγει την χειρα σου προς τον αδελφον σου, προς τον πτωχον σου και προς τον ενδεη σου επι της γης σου.
12 Quando alcuno de’ tuoi fratelli, Ebreo o Ebrea, si sarà venduto a te, servati sei anni, e al settimo anno mandalo in libertà d’appresso a te.12 Εαν ο αδελφος σου, Εβραιος η Εβραια, πωληθη εις σε, θελει σε δουλευσει εξ ετη, και εις το εβδομον ετος θελεις εξαποστειλει αυτον ελευθερον απο σου.
13 E quando tu lo rimanderai in libertà d’appresso a te, non rimandarlo vuoto.13 Και οταν εξαποστειλης αυτον ελευθερον απο σου, δεν θελεις εξαποστειλει αυτον κενον?
14 Del tutto donagli alcun fornimento della tua greggia, e della tua aia, e del tuo torcolo; dagli di ciò in che il Signore Iddio tuo ti avrà benedetto.14 θελεις εξαπαντος εφοδιασει αυτον απο των προβατων σου και απο του αλωνιου σου και απο του ληνου σου? απο ο, τι Κυριος ο Θεος σου σε ηυλογησε, θελεις δωσει εις αυτον.
15 E ricordati che tu sei stato servo nel paese di Egitto, e che il Signore Iddio tuo te n’ha riscosso; perciò io ti comando oggi questo.15 Και θελεις ενθυμηθη οτι δουλος εσταθης εν γη Αιγυπτου, και Κυριος ο Θεος σου σε ελυτρωσεν? οθεν εγω προσταζω εις σε το πραγμα τουτο σημερον.
16 Ma se pure egli ti dice: Io non voglio uscir d’appresso a te; perciocchè egli amerà te e la tua casa, perchè egli starà bene teco;16 Αλλ' εαν σοι ειπη, Δεν εξερχομαι απο σου? επειδη ηγαπησε σε και τον οικον σου, διοτι ευτυχει μετα σου?
17 allora prendi una lesina, e foragli l’orecchia contro all’uscio; ed egli ti sarà servo in perpetuo. Fa’ eziandio così alla tua serva.17 τοτε θελεις λαβει τρυπητηριον και θελεις τρυπησει το ωτιον αυτου προς την θυραν, και θελει εισθαι δουλος σου παντοτεινος? και εις την δουλην σου θελεις καμει ομοιως.
18 Non ti sia grave il rimandarlo in libertà d’appresso a te; conciossiachè egli t’abbia servito sei anni, che è il doppio dell’allogazione d’un mercenario; e il Signore Iddio tuo ti benedirà in tutto ciò che tu farai18 Δεν θελει φανη εις σε σκληρον οταν εξαποστειλης αυτον ελευθερον απο σου? διοτι σε εδουλευσε το διπλουν μισθωτου δουλου, εξ ετη? και Κυριος ο Θεος σου θελει σε ευλογει εις παν ο, τι καμνεις.
19 CONSACRA al Signore Iddio tuo ogni primogenito maschio che ti nascerà del tuo grosso o minuto bestiame; non lavorar la terra col primogenito della tua vacca, e non tosare il primogenito della tua pecora.19 Παντα τα πρωτοτοκα, οσα γεννωνται μεταξυ των βοων σου και των προβατων σου τα αρσενικα, θελεις αφιερονει εις Κυριον τον Θεον σου? δεν θελεις μεταχειρισθη εις εργασιαν τον πρωτοτοκον μοσχον σου, ουδε κουρευσει το πρωτοτοκον των προβατων σου.
20 Mangialo, tu, e la tua famiglia, davanti al Signore Iddio tuo, ogni anno, nel luogo che il Signore avrà scelto.20 Ενωπιον Κυριου του Θεου σου θελεις τρωγει αυτο κατ' ετος, εν τω τοπω οντινα εκλεξη ο Κυριος, συ και ο οικος σου.
21 E se v’è in esso alcun difetto, come s’egli è zoppo, o cieco, o ha alcun cattivo difetto, non sacrificarlo al Signore Iddio tuo.21 Και εαν εχη τινα μωμον, εαν ηναι χωλον η τυφλον η εχη τινα μωμον κακον, δεν θελεις θυσιασει αυτο εις Κυριον τον Θεον σου.
22 Mangialo dentro alle tue porte; mangine indifferentemente l’immondo e il mondo, come d’un cavriuolo, o d’un cervo.22 Εντος των πυλων σου θελεις τρωγει αυτο? ο ακαθαρτος και ο καθαρος εξισου, ως την δορκαδα και ως την ελαφον.
23 Sol non mangiarne il sangue; spandilo in terra come acqua23 Πλην το αιμα αυτου δεν θελεις φαγει επι την γην θελεις χυσει αυτο ως υδωρ.