Scrutatio

Martedi, 21 maggio 2024 - Santi Martiri Messicani (Cristoforo Magallanes Jara e 24 compagni) ( Letture di oggi)

Giona 1


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 LA parola del Signore fu indirizzata a Giona, figliuolo di Amittai, dicendo:1 Και εγεινε λογος Κυριου προς Ιωναν τον υιον του Αμαθι, λεγων,
2 Levati, va’ in Ninive, la gran città, e predica contro ad essa; perciocchè la lor malvagità è salita nel mio cospetto.2 Σηκωθητι, υπαγε εις Νινευη, την πολιν την μεγαλην, και κηρυξον κατ' αυτης? διοτι η ασεβεια αυτων ανεβη ενωπιον μου.
3 Ma Giona si levò, per fuggirsene in Tarsis, dal cospetto del Signore; e scese in Iafo, ove trovò una nave, che andava in Tarsis; ed egli, pagato il nolo, vi entrò, per andarsene con la gente della nave in Tarsis, lungi dal cospetto del Signore3 Και εσηκωθη ο Ιωνας δια να φυγη εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου και κατεβη εις Ιοππην? και ευρηκε πλοιον πορευομενον εις Θαρσεις, και εδωκε τον ναυλον αυτου και επεβη εις αυτο, δια να υπαγη μετ' αυτων εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου.
4 Ma il Signore lanciò un gran vento nel mare, e vi fu una gran tempesta in mare, talchè la nave si credette rompere.4 Αλλ' ο Κυριος εξηγειρεν ανεμον μεγαν επι την θαλασσαν, και εγεινε κλυδων μεγας εν τη θαλασση και το πλοιον εκινδυνευε να συντριφθη.
5 E i marinai temettero, e gridarono ciascuno al suo dio, e gettarono gli arredi ch’erano nella nave in mare, per alleviarsene. Or Giona era sceso nel fondo della nave, e giaceva, ed era profondamente addormentato.5 Και εφοβηθησαν οι ναυται και ανεβοησαν εκαστος προς τον θεον αυτου και εκαμον εκβολην των εν τω πλοιω σκευων εις την θαλασσαν, δια να ελαφρωθη απ' αυτων? ο δε Ιωνας κατεβη εις το κοιλωμα του πλοιου και επλαγιασε και εκοιματο βαθεως.
6 E il nocchiero si accostò a lui, e gli disse: Che fai tu, dormitore? Levati, grida all’Iddio tuo; forse Iddio si darà pensier di noi, e non periremo.6 Και επλησιασε προς αυτον ο πλοιαρχος και ειπε προς αυτον, Τι κοιμασαι συ; σηκωθητι, επικαλου τον Θεον σου, ισως ο Θεος μας ενθυμηθη και δεν χαθωμεν.
7 Poi dissero l’uno all’altro: Venite, e tiriamo le sorti, e sappiamo chi è cagione che questo male ci è avvenuto. Trassero adunque le sorti, e la sorte cadde sopra Giona.7 Και ειπον εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Ελθετε και ας ριψωμεν κληρους, δια να γνωρισωμεν τινος ενεκεν το κακον τουτο ειναι εφ' ημας. Και ερριψαν κληρους και επεσεν ο κληρος επι τον Ιωναν.
8 Allora essi gli dissero: Deh! dichiaraci chi è cagione che questo male ci è avvenuto; quale è il tuo mestiere? ed onde vieni? quale è il tuo paese? e di qual popolo sei?8 Τοτε ειπον προς αυτον, Ειπε τωρα προς ημας, τινος ενεκεν το κακον τουτο ηλθεν εφ' ημας; Τι ειναι το εργον σου; και ποθεν ερχεσαι; τις ο τοπος σου; και εκ τινος λαου εισαι;
9 Ed egli disse loro: Io sono Ebreo, e temo il Signore Iddio del cielo, che ha fatto il mare e l’asciutto.9 Ο δε ειπε προς αυτους, Εγω ειμαι Εβραιος? και σεβομαι Κυριον τον Θεον του ουρανου, οστις εποιησε την θαλασσαν και την ξηραν.
10 E quegli uomini temettero di gran timore, e gli dissero: Che hai tu fatto? Conciossiachè quegli uomini sapessero ch’egli se ne fuggiva dal cospetto del Signore; perciocchè egli l’avea lor dichiarato10 Τοτε εφοβηθησαν οι ανθρωποι φοβον μεγαν και ειπον προς αυτον, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες; διοτι εγνωρισαν οι ανθρωποι, οτι εφευγεν απο προσωπου Κυριου, επειδη ειχεν αναγγειλει τουτο προς αυτους.
11 Ed essi gli dissero: Che ti faremo, acciocchè il mare si acqueti, lasciandoci in riposo? conciossiachè la tempesta del mare andasse vie più crescendo.11 Και ειπον προς αυτον, Τι να σε καμωμεν, δια να ησυχαση η θαλασσα αφ' ημων; διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον.
12 Ed egli disse loro: Prendetemi, e gettatemi nel mare, e il mare si acqueterà lasciandovi in riposo; perciocchè io conosco che per cagion mia questa gran tempesta vi è sopraggiunta.12 Και ειπε προς αυτους, Σηκωσατε με και ριψατε με εις την θαλασσαν, και η θαλασσα θελει ησυχασει αφ' υμων? διοτι εγω γνωριζω, οτι εξ αιτιας εμου εγεινεν ο μεγας ουτος κλυδων εφ' υμας.
13 E quegli uomini a forza di remi si studiavano di ammainare a terra; ma non potevano, perciocchè la tempesta del mare andava vie più crescendo contro a loro.13 Οι ανθρωποι ομως εκωπηλατουν δυνατα δια να επιστρεψωσι προς την ξηραν? αλλα δεν εδυναντο, διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον κατ' αυτων.
14 Allora gridarono al Signore, e dissero: Ahi Signore! deh! non far che periamo per la vita di quest’uomo; e non metterci addosso il sangue innocente; conciossiachè tu Signore, abbi operato come ti è piaciuto.14 Οθεν ανεβοησαν προς τον Κυριον και ειπον, Δεομεθα, Κυριε, δεομεθα, ας μη χαθωμεν δια την ζωην του ανθρωπου τουτου και μη επιβαλης εφ' ημας αιμα αθωον? διοτι συ, Κυριε, εκαμες ως ηθελες.
15 E presero Giona, e lo gettarono in mare; e il mare si fermò, cessando dal suo cruccio.15 Και εσηκωσαν τον Ιωναν και ερριψαν αυτον εις την θαλασσαν και η θαλασσα εσταθη απο του θυμου αυτης.
16 E quegli uomini temettero di gran timore il Signore; e sacrificarono sacrificii al Signore, e votarono voti.16 Τοτε οι ανθρωποι εφοβηθησαν τον Κυριον φοβον μεγαν και προσεφεραν θυσιαν εις τον Κυριον και εκαμον ευχας.
17 OR il Signore avea preparato un gran pesce, per inghiottir Giona; e Giona fu nelle interiora del pesce tre giorni, e tre notti17 Και διεταξε Κυριος μεγα κητος να καταπιη τον Ιωναν. Και ητο ο Ιωνας εν τη κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας.