Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Geremia 11


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 LA parola che fu dal Signore indirizzata a Geremia, dicendo:1 Ο λογος, ο γενομενος προς Ιερεμιαν παρα Κυριου, λεγων,
2 Ascoltate le parole di questo patto, e parlate agli uomini di Giuda, ed agli abitanti di Gerusalemme.2 Ακουσατε τους λογους της διαθηκης ταυτης και λαλησατε προς τους ανδρας Ιουδα και προς τους κατοικους της Ιερουσαλημ?
3 E tu di’ loro: Così ha detto il Signore Iddio d’Israele: Maledetto l’uomo, che non ascolterà le parole di questo patto;3 και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ. Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις δεν υπακουει εις τους λογους της διαθηκης ταυτης,
4 il quale io comandai a’ padri vostri di osservare, quando li trassi fuor del paese di Egitto, della fornace di ferro, dicendo: Ascoltate la mia voce, e fate queste cose, secondo tutto quello che io vi comando; e voi mi sarete popolo, ed io vi sarò Dio.4 την οποιαν προσεταξα εις τους πατερας υμων, καθ' ην ημεραν εξηγαγον αυτους εκ γης Αιγυπτου, εκ της καμινου της σιδηρας, λεγων, Ακουσατε της φωνης μου και πραττετε αυτα, κατα παντα οσα προσεταξα εις εσας? και θελετε εισθαι λαος μου, και εγω θελω εισθαι Θεος υμων?
5 Acciocchè io metta ad effetto il giuramento che io feci a’ vostri padri, di dar loro un paese stillante latte e miele; come si vede al dì d’oggi. Ed io risposi, e dissi: Amen, Signore.5 δια να εκπληρωσω τον ορκον, τον οποιον ωμοσα προς τους πατερας υμων, να δωσω εις αυτους γην ρεουσαν γαλα και μελι, ως εν τη ημερα ταυτη. Τοτε απεκριθην και ειπα, Αμην, Κυριε.
6 Appresso il Signore mi disse: Predica tutte queste parole nelle città di Giuda, e nelle piazze di Gerusalemme: dicendo: Ascoltate le parole di questo patto, e mettetele ad effetto.6 Και ο Κυριος ειπε προς εμε, Διακηρυξον παντας τους λογους τουτους εν ταις πολεσι του Ιουδα και εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ, λεγων, Ακουσατε τους λογους της διαθηκης ταυτης και πραττετε αυτους.
7 Conciossiachè io abbia fatte di gran protestazioni a’ vostri padri, dal dì che io li trassi fuor del paese di Egitto, infino a questo giorno, protestando loro ogni giorno, fin dalla mattina, e dicendo: Ascoltate la mia voce.7 Διοτι ρητως διεμαρτυρηθην προς τους πατερας υμων, καθ' ην ημεραν ανεβιβασα αυτους εκ γης Αιγυπτου μεχρι της σημερον, εγειρομενος πρωι και διαμαρτυρομενος, λεγων, Ακουσατε της φωνης μου.
8 Ma essi non l’hanno ascoltata, e non hanno porto l’orecchio loro, e son camminati ciascuno secondo la durezza del cuor suo malvagio; laonde io ho fatte venir sopra loro tutte le parole di questo patto, il quale io avea lor comandato di osservare; ma non l’hanno osservato.8 Αλλα δεν ηκουσαν και δεν εκλιναν το ωτιον αυτων, αλλα περιεπατησαν εκαστος εν ταις ορεξεσι της πονηρας αυτων καρδιας? δια τουτο θελω φερει επ' αυτους παντας τους λογους της διαθηκης ταυτης, την οποιαν προσεταξα να πραττωσι, αλλα δεν επραξαν.
9 Poi il Signore mi disse: Ei si trova una congiura fra gli uomini di Giuda, e fra gli abitanti di Gerusalemme.9 Και ειπε Κυριος προς εμε, Συνωμοσια ευρεθη μεταξυ των ανδρων Ιουδα και μεταξυ των κατοικων της Ιερουσαλημ.
10 Son tornati alle iniquità de’ lor padri antichi, i quali ricusarono di ascoltar le mie parole; e sono anch’essi andati dietro ad altri dii, per servirli; la casa d’Israele e la casa di Giuda hanno rotto il mio patto, che io avea fatto co’ lor padri10 Επεστρεψαν εις τας αδικιας των προπατορων αυτων, οιτινες δεν ηθελησαν να ακουσωσι τους λογους μου? και αυτοι υπηγαν οπισω αλλων θεων, δια να λατρευωσιν αυτους? ο οικος Ισραηλ και ο οικος Ιουδα ηθετησαν την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμα προς τους πατερας αυτων.
11 Perciò, cosi ha detto il Signore: Ecco, io fo venir sopra loro un male, del quale non potranno uscire, e grideranno a me, ma io non li ascolterò.11 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, θελω φερει επ' αυτους κακον, εκ του οποιου δεν θελουσι δυνηθη να εξελθωσι? και θελουσι βοησει προς εμε και δεν θελω εισακουσει αυτους.
12 Allora le città di Giuda, e gli abitanti di Gerusalemme, andranno, e grideranno agl’iddii, a’ quali fanno profumi; ma essi non li salveranno in modo alcuno, nel tempo della loro avversità.12 Τοτε αι πολεις του Ιουδα και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ θελουσιν υπαγει και θελουσι βοησει προς τους θεους, εις τους οποιους θυμιαζουσι? πλην δεν θελουσι σωσει εαυτους παντελως εν καιρω της ταλαιπωριας αυτων.
13 Perciocchè, o Giuda, tu hai avuti tanti dii, quanto è il numero delle tue città; e voi avete rizzati tanti altari alla cosa vergognosa, quanto è il numero delle strade di Gerusalemme; altari da far profumi a Baal.13 Διοτι κατα τον αριθμον των πολεων σου ησαν οι θεοι σου, Ιουδα? και κατα τον αριθμον των οδων της Ιερουσαλημ ανηγειρατε βωμους εις τα αισχρα, βωμους δια να θυμιαζητε εις τον Βααλ.
14 Tu adunque non pregar per questo popolo, e non prendere a gridare, nè a fare orazion per loro; perciocchè io non li esaudirò, quando grideranno a me per la loro avversità.14 Δια τουτο συ μη προσευχου υπερ του λαου τουτου και μη υψωνε φωνην η δεησιν υπερ αυτων? διοτι εγω δεν θελω εισακουσει, οταν κραζωσι προς εμε εν καιρω της ταλαιπωριας αυτων.
15 Che ha da far più il mio caro amico nella mia Casa, piochè i maggiori l’impiegano a scelleratezza? Or le carni sacre trapasseranno via da te; perciocchè allora che tu commetti il tuo male, tu festeggi.15 Τι εχει να καμη η ηγαπημενη μου εν τω οικω μου, αφου επραξεν ασελγειαν με πολλους, και το κρεας το αγιον αφηρεθη απο σου; οταν πραττης το κακον, τοτε ευφραινεσαι.
16 Il Signore avea chiamato il tuo nome: Ulivo verdeggiante, bello in vaghi frutti; ma, al suono di un grande stormo, egli ha acceso d’intorno a quello un fuoco, e i suoi rami sono stati consumati.16 Ο Κυριος εκαλεσε το ονομα σου, Ελαιαν αειθαλη, ωραιαν, καλλικαρπον? μετ' ηχου θορυβου μεγαλου εξηφθη πυρ επ' αυτην και οι κλαδοι αυτης συνεθλασθησαν.
17 E il Signor degli eserciti, che ti avea piantata, ha pronunziato contro a te del male, per la malvagità della casa d’Israele, e della casa di Giuda, che han commessa per dispettarmi, facendo profumi a Baal17 Διοτι ο Κυριος των δυναμεων, οστις σε εφυτευσεν, επροφερε κακον εναντιον σου, δια την κακιαν του οικου Ισραηλ και του οικου Ιουδα, την οποιαν επραξαν καθ' εαυτων, ωστε να με παροργισωσι θυμιαζοντες εις τον Βααλ.
18 OR il Signore mi ha fatti conoscere i lor fatti, ed io li ho conosciuti; allora, Signore, tu me li hai mostrati.18 Και ο Κυριος εδωκεν εις εμε γνωσιν και εγνωρισα? τοτε εδειξας εις εμε τας πραξεις αυτων.
19 Ed io sono stato come un agnello, od un bue, che si mena al macello; ed io non sapeva che facessero delle macchinazioni contro a me, dicendo: Attossichiamo il suo cibo, e sterminiamolo dalla terra de’ viventi, e non sia il suo nome più ricordato.19 Αλλ' εγω ημην ως αρνιον ακακον φερομενον εις σφαγην? και δεν ενοησα οτι συνεβουλευθησαν βουλας εναντιον μου, λεγοντες, Ας καταστρεψωμεν το δενδρον μετα του καρπου αυτου και ας εκκοψωμεν αυτον απο της γης των ζωντων, ωστε το ονομα αυτου να μη μνημονευθη πλεον.
20 Ma, o Signor degli eserciti, giusto Giudice, che provi le reni, e il cuore, fa’ che io vegga la tua vendetta sopra loro; perciocchè io ti dichiaro la mia ragione.20 Αλλ' ω Κυριε των δυναμεων, ο κρινων δικαιως, ο δοκιμαζων τους νεφρους και την καρδιαν, ας ιδω την εκδικησιν σου επ' αυτους, διοτι προς σε εφανερωσα την δικην μου.
21 Perciò, così ha detto il Signore intorno a que’ di Anatot, che cercano l’anima tua, dicendo: Non profetizzar nel Nome del Signore, che tu non muoia per le nostre mani;21 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι των ανδρων της Αναθωθ, οιτινες ζητουσι την ζωην σου, λεγοντες, Μη προφητευσης εν τω ονοματι του Κυριου, δια να μη αποθανης υπο τας χειρας ημων?
22 perciò così ha detto il Signor degli eserciti: Ecco, io ne farò punizione sopra loro; i giovani morranno per la spada; e i lor figliuoli e le lor figliuole morranno di fame.22 δια τουτο ουτω λεγει Κυριος των δυναμεων? Ιδου, θελω επισκεφθη αυτους? οι νεοι θελουσιν αποθανει εν μαχαιρα? οι υιοι αυτων αι θυγατερες αυτων θελουσι τελευτησει υπο πεινης?
23 E non resterà di loro alcun rimanente; perciocchè io farò venire del male sopra que’ di Anatot, l’anno della lor visitazione23 και δεν θελει μεινει υπολοιπον εξ αυτων? διοτι θελω φερει κακον επι τους ανδρας της Αναθωθ, εν τω ενιαυτω της επισκεψεως αυτων.