Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Éxodo 33


font
EL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOSGREEK BIBLE
1 El Señor dijo a Moisés: «Vete de aquí, tú y el pueblo que hiciste salir de Egipto, y sube al país que yo prometí con un juramento a Abraham, a Isaac y a Jacob, cuando les aseguré que daría esa tierra a sus descendientes.1 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Υπαγε, αναβηθι εντευθεν συ και ο λαος τον οποιον εξηγαγες εκ γης Αιγυπτου, εις την γην την οποιαν ωμοσα προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ, λεγων, Εις το σπερμα σου θελω δωσει αυτην?
2 Yo enviaré un ángel delante de ti, y expulsaré a los cananeos, los amorreos, los hititas, los perizitas, los jivitas y los jebuseos,2 και θελω αποστειλει αγγελον εμπροσθεν σου και θελω εκδιωξει τον Χαναναιον, τον Αμορραιον και τον Χετταιον και τον Φερεζαιον τον Ευαιον και τον Ιεβουσαιον?
3 para que puedas entrar en la tierra que mana leche y miel. Pero yo no subiré en medio de ti, porque tú eres un pueblo obstinado, y tendría que exterminarte en el camino».3 εις γην ρεουσαν γαλα και μελι διοτι εγω δεν θελω αναβη εν τω μεσω σου, επειδη εισαι λαος σκληροτραχηλος, δια να μη σε εξολοθρευσω καθ' οδον.
4 Al oír esta severa advertencia, el pueblo estuvo de duelo y nadie se puso sus adornos.4 Και οτε ηκουσεν ο λαος τον κακον τουτον λογον, κατεπενθησαν και ουδεις εβαλε τον στολισμον αυτου εφ' εαυτον.
5 Luego el Señor dijo a Moisés: «Di a los israelitas: «Ustedes son un pueblo obstinado. Bastaría que yo subiera un solo instante en medio de ustedes, para tener que exterminarlos. Ahora quítense sus adornos, y después veré qué hago con ustedes».5 Διοτι ο Κυριος ειπε προς τον Μωυσην, Ειπε προς τους υιους Ισραηλ, Σεις εισθε λαος σκληροτραχηλος? μιαν στιγμην εαν αναβω εις το μεσον σου, θελω σε εξολοθρευσει? οθεν τωρα εκδυθητι τους στολισμους σου απο σου, δια να γνωρισω τι θελω καμει εις σε.
6 Entonces los israelitas se despojaron de sus adornos, desde el momento en que partieron del monte Horeb.6 Και εξεδυθησαν οι υιοι του Ισραηλ τους στολισμους αυτων πλησιον του ορους Χωρηβ.
7 Moisés tomó la Carpa. la instaló fuera del campamento, a una cierta distancia, y la llamó Carpa del Encuentro. Así, todo el que tenía que consultar al Señor debía dirigirse a la Carpa del Encuentro, que estaba fuera del campamento.7 Και λαβων ο Μωυσης την σκηνην, εστησεν αυτην εξω του στρατοπεδου, μακραν του στρατοπεδου, και ωνομασεν αυτην Σκηνην του μαρτυριου? και πας ο ζητων τον Κυριον εξηρχετο προς την σκηνην του μαρτυριου την εξω του στρατοπεδου.
8 Siempre que Moisés se dirigía hacia la Carpa, todo el pueblo se levantaba, se apostaba a la entrada de su propia carpa y seguía con la mirada a Moisés hasta que él entraba en ella.8 Και οτε εξηρχετο ο Μωυσης προς την σκηνην, πας ο λαος εσηκονετο και ιστατο εκαστος παρα την θυραν της σκηνης αυτου και εβλεπον κατοπιν του Μωυσεως, εωσου εισηρχετο εις την σκηνην.
9 Cuando Moisés entraba, la columna de nube bajaba y se detenía a la entrada de la Carpa del Encuentro, mientras el Señor conversaba con Moisés.9 Και καθως εισηρχετο ο Μωυσης εις την σκηνην, κατεβαινεν ο στυλος της νεφελης και ιστατο επι των θυρων της σκηνης? και ελαλει ο Κυριος μετα του Μωυσεως.
10 Al ver la columna de nube, todo el pueblo se levantaba, y luego cada uno se postraba a la entrada de su propia carpa.10 Και εβλεπε πας ο λαος τον στυλον της νεφελης ισταμενον επι των θυρων της σκηνης? και πας ο λαος ανισταμενος προσεκυνει, εκαστος απο της θυρας της σκηνης αυτου.
11 El Señor conversaba con Moisés cara a cara, como lo hace un hombre con su amigo. Después Moisés regresaba al campamento, pero Josué –hijo de Nun, su joven ayudante– no se apartaba del interior de la Carpa.11 Και ελαλει ο Κυριος προς τον Μωυσην προσωπον προς προσωπον, καθως λαλει ανθρωπος προς τον φιλον αυτου. Και επεστρεφεν εις το στρατοπεδον? ο δε θεραπων αυτου νεος, Ιησους ο υιος του Ναυη, δεν ανεχωρει απο της σκηνης.
12 Moisés dijo al Señor: «Tú me ordenas que guíe a este pueblo, pero no me has indicado a quién enviarás conmigo, a pesar de que me dijiste: «Yo te conozco por tu nombre y te he brindado mi amistad».12 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Ιδε, συ μοι λεγεις, Αναγαγε τον λαον τουτον? και συ δεν με εφανερωσας ποιον θελεις αποστειλει μετ' εμου? και συ ειπας, σε γνωριζω κατ' ονομα, και μαλιστα ευρηκας χαριν εμπροσθεν μου?
13 Si me has brindado tu amistad, dame a conocer tus caminos, y yo te conoceré: así me habrás brindado realmente tu amistad. Ten presente que esta nación es tu pueblo».13 τωρα λοιπον, εαν ευρηκα χαριν εμπροσθεν σου, δειξον μοι, δεομαι, την οδον σου, δια να σε γνωρισω, δια να ευρω χαριν ενωπιον σου? και ιδε οτι τουτο το εθνος ειναι ο λαος σου.
14 El Señor respondió: «Yo mismo iré contigo y te daré el descanso».14 και ειπεν, Η παρουσια μου θελει ελθει μετα σου και θελω σοι δωσει αναπαυσιν.
15 Moisés agregó: «Si no vienes personalmente, no nos hagas subir de aquí15 Ο δε ειπε προς αυτον, Εαν η παρουσια σου δεν ελθη μετ' εμου, μη αναγαγης ημας εντευθεν?
16 ¿Cómo se podrá conocer que yo y tu pueblo gozamos de tu amistad, si tú no vienes con nosotros? Así yo y tu pueblo nos distinguiremos de todos los otros pueblos que hay sobre la tierra».16 διοτι πως θελει γνωρισθη τωρα, οτι ευρηκα χαριν ενωπιον σου εγω και ο λαος σου; ουχι δια της ελευσεως σου μεθ' ημων; ουτω θελομεν διακριθη, εγω και ο λαος σου, απο παντος λαου, του επι προσωπου της γης.
17 El Señor respondió a Moisés: «También haré lo que me acabas de decir, porque te he brindado mi amistad y te conozco por tu nombre».17 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Και τουτο το πραγμα το οποιον ειπας, θελω καμει διοτι ευρηκας χαριν ενωπιον μου και σε γνωριζω κατ' ονομα.
18 Moisés dijo: «Por favor, muéstrame tu gloria».18 Και ειπε, Δειξον μοι, δεομαι, την δοξαν σου.
19 El Señor le respondió: «Yo haré pasar junto a ti toda mi bondad y pronunciaré delante de ti el nombre del Señor, porque yo concedo mi favor a quien quiero concederlo y me compadezco de quien quiero compadecerme.19 Ο δε ειπεν, Εγω θελω καμει να περαση εμπροσθεν σου ολη η αγαθοτης μου και θελω κηρυξει το ονομα του Κυριου εμπροσθεν σου και θελω ελεησει οντινα ελεω και θελω οικτειρησει οντινα οικτειρω.
20 Pero tú no puedes ver mi rostro, añadió, porque ningún hombre puede verme y seguir viviendo».20 Και ειπε, δεν δυνασαι να ιδης το προσωπον μου? διοτι ανθρωπος δεν θελει με ιδει και ζησει.
21 Luego el Señor le dijo: «Aquí a mi lado tienes un lugar. Tú estarás de pie sobre la roca,21 Και ειπεν ο Κυριος, Ιδου, τοπος πλησιον μου, και θελεις σταθη επι της πετρας?
22 y cuando pase mi gloria, yo te pondré en la hendidura de la roca y te cubriré con mi mano hasta que haya pasado.22 και οταν η δοξα μου διαβαινη, θελω σε βαλει εις το σχισμα της πετρας και θελω σε σκεπασει με την χειρα μου, εωσου παρελθω?
23 Después retiraré mi mano y tú verás mis espaldas. Pero nadie puede ver mi rostro».23 και θελω σηκωσει την χειρα μου και θελεις ιδει τα οπισω μου? το δε προσωπον μου δεν θελεις ιδει.