Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Actes des Apôtres 25


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Trois jours après son arrivée dans la province, Festus monta de Césarée à Jérusalem.1 Ο Φηστος λοιπον, αφου ηλθεν εις την επαρχιαν, μετα τρεις ημερας ανεβη εις Ιεροσολυμα απο της Καισαρειας.
2 Les grands prêtres et les notables des Juifs vinrent donc lui présenter leurs accusations contre Paul. Ils insistèrent2 Ενεφανισθησαν δε εις αυτον ο αρχιερευς και οι πρωτοι των Ιουδαιων κατα του Παυλου και παρεκαλουν αυτον,
3 et demandèrent à Festus de leur faire cette faveur de renvoyer Paul à Jérusalem; ils avaient toujours leur plan de le tuer sur le trajet.3 ζητουντες χαριν κατ' αυτου, να μεταφερη αυτον εις Ιερουσαλημ, ενεδρευοντες να φονευσωσιν αυτον καθ' οδον.
4 Festus répondit que Paul était détenu à Césarée et que lui-même devait s’y rendre sous peu.4 Ο δε Φηστος απεκριθη οτι ο Παυλος φυλαττεται εν Καισαρεια, και οτι αυτος ταχεως μελλει να αναχωρηση εκεισε.
5 Il leur dit: "Ceux d’entre vous qui ont les responsabilités descendront avec moi et feront valoir contre lui ce qu’il a fait de condamnable.”5 Οθεν οι δυνατοι μεταξυ σας, ειπεν, ας καταβωσι μετ' εμου, και εαν υπαρχη τι εν τω ανθρωπω τουτω, ας κατηγορησωσιν αυτον.
6 Festus ne resta chez eux que quelque huit ou dix jours. Il descendit à Césarée, et le lendemain il siégeait à son tribunal. Il ordonna d’amener Paul.6 Και αφου διετριψε μεταξυ αυτων υπερ τας δεκα ημερας, κατεβη εις Καισαρειαν, και τη επαυριον καθησας επι του βηματος, προσεταξε να φερθη ο Παυλος.
7 Dès qu’il fut arrivé, les Juifs qui étaient descendus de Jérusalem l’assaillirent avec quantité d’accusations graves qu’ils étaient incapables de prouver.7 Και αφου ηλθε, παρεσταθησαν οι καταβαντες απο Ιεροσολυμων Ιουδαιοι, επιφεροντες κατα του Παυλου πολλας και βαρειας κατηγοριας, τας οποιας δεν ηδυναντο να αποδειξωσιν?
8 Paul se défendit: "Je n’ai rien commis qui offense la loi juive, ou le Temple, ou l’empereur.”8 απολογουμενου εκεινου οτι ουτε εις τον νομον των Ιουδαιων ουτε εις το ιερον ουτε εις τον Καισαρα επραξα τι αμαρτημα.
9 Mais Festus voulait faire un cadeau aux Juifs. Il intervint pour demander à Paul: "Veux-tu monter à Jérusalem si c’est moi qui suis là-bas ton juge?”9 Ο δε Φηστος, θελων να καμη χαριν εις τους Ιουδαιους, αποκριθεις προς τον Παυλον ειπε? Θελεις να αναβης εις Ιεροσολυμα και εκει να κριθης περι τουτων ενωπιον μου;
10 Paul répondit: "Je suis sous la juridiction de César, et c’est lui qui doit me juger. Je n’ai pas fait de tort aux Juifs, tu le sais parfaitement.10 Και ο Παυλος ειπεν? Επι του βηματος του Καισαρος παρισταμαι, οπου πρεπει να κριθω. Δεν ηδικησα κατ' ουδεν τους Ιουδαιους, καθως και συ γνωριζεις καλλιστα?
11 Si j’ai commis une injustice, un crime qui mérite la mort, très bien, que je meure. Mais si rien n’est vrai de toutes leurs accusations, personne ne peut me céder à eux. J’en appelle à César.”11 διοτι εαν αδικω και επραξα τι αξιον θανατου, δεν φευγω τον θανατον? αλλ' εαν δεν υπαρχη ουδεν εξ οσων ουτοι με κατηγορουσιν, ουδεις δυναται να με χαριση εις αυτους? τον Καισαρα επικαλουμαι.
12 Festus eut alors un entretien avec son conseil, après quoi il déclara: "Tu as fait appel à César, tu iras à César.”12 Τοτε ο Φηστος, συνομιλησας μετα του συμβουλιου, απεκριθη? Τον Καισαρα επικαλεισαι, προς τον Καισαρα θελεις υπαγει.
13 Quelques jours plus tard, le roi Agrippa arrivait à Césarée accompagné de Bérénice; ils venaient saluer Festus.13 Και αφου παρηλθον ημεραι τινες, Αγριππας ο βασιλευς και η Βερνικη ηλθον εις Καισαρειαν δια να χαιρετησωσι τον Φηστον.
14 Ils s’arrêtèrent là plusieurs jours et Festus soumit au roi le cas de Paul. "Il y a ici, lui dit-il, un homme que Félix a laissé en captivité.14 Ενω δε διετριβον εκει ημερας πολλας, ο Φηστος ανεφερε προς τον βασιλεα τα περι του Παυλου, λεγων? Ειναι τις ανθρωπος αφημενος εδω δεσμιος υπο του Φηλικος,
15 Quand je me suis trouvé à Jérusalem, les grands prêtres et les Anciens des Juifs sont venus me trouver pour me réclamer sa condamnation.15 περι του οποιου, οτε υπηγα εις Ιεροσολυμα, οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι των Ιουδαιων ενεφανισθησαν εις εμε, ζητουντες καταδικην εναντιον αυτου?
16 Je leur ai répondu que ce n’est pas la coutume des Romains de livrer quelqu’un tant que l’accusé n’a pas eu devant lui ses accusateurs avec la possibilité de se défendre de ce dont on l’accuse.16 προς τους οποιους απεκριθην οτι δεν ειναι συνηθεια εις τους Ρωμαιους να παραδιδωσι κατα χαριν ουδενα ανθρωπον εις θανατον, πριν ο κατηγορουμενος εχη τους κατηγορους κατα προσωπον και λαβη καιρον απολογιας περι του εγκληματος.
17 “Ils m’ont donc accompagné ici et, dès le lendemain, sans traîner, j’ai siégé au tribunal et j’ai fait appeler l’homme.17 Αφου λοιπον αυτοι συνηλθον εδω, χωρις να καμω μηδεμιαν αναβολην την ακολουθον ημεραν καθησας επι του βηματος, προσεταξα να φερθη ο ανθρωπος?
18 Ses accusateurs ont présenté leurs charges, mais ils n’ont fait état d’aucune faute comme je pouvais imaginer.18 περι του οποιου οι κατηγοροι παρασταθεντες δεν επεφεραν ουδεμιαν κατηγοριαν εξ οσων εγω υπενοουν,
19 Ce n’étaient que des discussions relatives à leurs croyances et à un certain Jésus qui est mort et dont Paul affirme qu’il est vivant.19 αλλ' ειχον κατ' αυτου ζητηματα τινα περι της ιδιας αυτων δεισιδαιμονιας και περι τινος Ιησου αποθανοντος, τον οποιον ο Παυλος ελεγεν οτι ζη.
20 “Comme j’étais perdu dans une discussion de ce genre, je lui ai demandé s’il voulait faire le voyage de Jérusalem et qu’on fasse là-bas son procès sur de telles questions.20 Απορων δε εγω εις την περι τουτου ζητησιν, ελεγον αν θελη να υπαγη εις Ιερουσαλημ και εκει να κριθη περι τουτων.
21 Mais Paul a fait appel; il a demandé que l’instruction de son procès soit confiée au tribunal de l’empereur. J’ai donc donné l’ordre de le garder jusqu’à ce que je puisse l’envoyer à César.”21 Αλλ' επειδη ο Παυλος επεκαλεσθη να φυλαχθη εις την κρισιν του Σεβαστου, προσεταξα να φυλαττηται, εωσου πεμψω αυτον προς τον Καισαρα.
22 Agrippa dit à Festus: "J’aimerais moi aussi entendre cet homme.” L’autre répondit: "Tu l’entendras demain.”22 Ο δε Αγριππας ειπε προς τον Φηστον? Ηθελον και εγω να ακουσω τον ανθρωπον. Και εκεινος? Αυριον, ειπε, θελεις ακουσει αυτον.
23 Le lendemain, Agrippa vient avec Bérénice, faisant tout un étalage. Ils entrent dans la salle d’audience où sont réunis les officiers supérieurs et les autorités de la ville, puis Festus donne un ordre et on amène Paul.23 Την επαυριον λοιπον, οτε ηλθεν ο Αγριππας και η Βερνικη μετα μεγαλης πομπης και εισηλθον εις το ακροατηριον μετα των χιλιαρχων και των εξοχων ανδρων της πολεως, προσεταξεν ο Φηστος, και εφερθη ο Παυλος.
24 Alors Festus prend la parole: "Roi Agrippa, et vous tous, messieurs qui êtes ici présents, vous avez devant vous cet homme au sujet duquel toute la communauté juive est venue me solliciter, à Jérusalem et ici-même. Ils me criaient aux oreilles: ‘Cet homme n’a plus le droit de vivre!’24 Τοτε λεγει ο Φηστος? Αγριππα βασιλευ και παντες οι συμπαρευρισκομενοι μεθ' ημων, θεωρειτε τουτον, περι του οποιου ολον το πληθος των Ιουδαιων με ωμιλησαν και εν Ιεροσολυμοις και εδω, καταβοωντες οτι αυτος δεν πρεπει πλεον να ζη.
25 “Pour moi, j’ai établi qu’il n’a rien fait qui mérite la mort, et comme lui faisait appel à l’empereur, j’ai décidé de l’envoyer.25 Εγω δε επειδη ευρον οτι δεν επραξεν ουδεν αξιον θανατου, και αυτος ουτος επεκαλεσθη τον Σεβαστον, απεφασισα να πεμψω αυτον.
26 Mais je n’ai rien de sûr que je puisse mettre par écrit pour notre Seigneur. Je vous le présente donc à tous, et spécialement à toi, roi Agrippa, de façon à pouvoir écrire quelques mots quand on verra mieux les choses.26 Περι του οποιου δεν εχω ουδεν βεβαιον να γραψω προς τον κυριον μου? οθεν εφερα αυτον ενωπιον σας, και μαλιστα ενωπιον σου, βασιλευ Αγριππα, δια να εχω τι να γραψω, αφου γεινη η ανακρισις.
27 Car je ne me vois pas envoyant un prisonnier sans dire de quoi on l’accuse.”27 Διοτι μοι φαινεται αλογον, πεμπων δεσμιον, να μη φανερωσω και τα κατ' αυτου εγκληματα.