Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Évangile selon Matthieu 26


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Après avoir terminé tous ces discours, Jésus dit à ses disciples:1 Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους παντας τους λογους τουτους, ειπε προς τους μαθητας αυτου?
2 "Vous savez que dans deux jours c’est la Pâque; le Fils de l’Homme sera livré pour être mis en croix.”2 Εξευρετε οτι μετα δυο ημερας γινεται το πασχα, και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται δια να σταυρωθη.
3 Au même moment les chefs des prêtres et les Anciens du peuple se réunissaient à la résidence du Grand Prêtre, qui s’appelait Caïphe.3 Τοτε συνηχθησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι του λαου εις την αυλην του αρχιερεως του λεγομενου Καιαφα,
4 Là ils se mirent d’accord pour s’emparer de Jésus dans un coup monté et pour le mettre à mort.4 και συνεβουλευθησαν να συλλαβωσι τον Ιησουν με δολον και να θανατωσωσιν.
5 Mais ils disaient: "Pas durant la fête, car le peuple pourrait s’agiter.”5 Ελεγον δε? μη εν τη εορτη, δια να μη γεινη θορυβος εν τω λαω.
6 Tandis que Jésus était à Béthanie dans la maison de Simon le lépreux,6 Οτε δε ο Ιησους ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου,
7 une femme s’approcha de lui. Elle apportait un vase d’albâtre avec du parfum de myrrhe de grande valeur, et elle répandit le parfum sur sa tête pendant qu’il était allongé avec les invités.7 προσηλθε προς αυτον γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου βαρυτιμου, και κατεχεεν αυτο επι την κεφαλην αυτου, ενω εκαθητο εις την τραπεζαν.
8 En voyant cela les disciples s’indignèrent: "Pourquoi ce gâchis?8 Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου, ηγανακτησαν λεγοντες? Εις τι η απωλεια αυτη;
9 On aurait pu vendre ce parfum très cher et donner l’argent aux pauvres.”9 διοτι ηδυνατο τουτο το μυρον να πωληθη με πολλην τιμην και να δοθη εις τους πτωχους.
10 Mais Jésus s’en aperçoit et il leur dit: "Pourquoi cherchez-vous des ennuis à cette femme? Ce qu’elle vient de faire pour moi est une bonne œuvre.10 Νοησας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Δια τι ενοχλειτε την γυναικα; διοτι εργον καλον επραξεν εις εμε.
11 Des pauvres, vous en avez toujours avec vous, mais moi vous ne m’aurez pas toujours.11 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
12 Elle préparait déjà ma sépulture quand elle a versé sur mon corps ce parfum de myrrhe.12 Επειδη χυσασα αυτη το μυρον τουτο επι του σωματος μου, εκαμε τουτο δια τον ενταφιασμον μου.
13 “En vérité je vous le dis, partout où cet Évangile sera proclamé, dans le monde entier, on dira aussi ce qu’elle a fait et on se souviendra d’elle.”13 Αληθως σας λεγω, οπου εαν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εν ολω τω κοσμω, θελει λαληθη και τουτο, το οποιον επραξεν αυτη, εις μνημοσυνον αυτης.
14 À ce moment l’un des Douze, qui s’appelait Judas Iscariote, alla trouver les chefs des prêtres14 Τοτε υπηγεν εις των δωδεκα, ο λεγομενος Ιουδας Ισκαριωτης, προς τους αρχιερεις
15 et leur dit: "Combien me donnerez-vous pour que je vous le livre?” Ils lui donnèrent trente pièces d’argent,15 και ειπε? Τι θελετε να μοι δωσητε, και εγω θελω σας παραδωσει αυτον; Και εκεινοι εδωκαν εις αυτον τριακοντα αργυρια.
16 et dès lors il chercha l’occasion de le livrer.16 Και απο τοτε εζητει ευκαιριαν δια να παραδωση αυτον.
17 Le premier jour des Pains sans Levain, les disciples vinrent demander à Jésus: "Où mangeras-tu la Pâque? Où veux-tu que nous la préparions?”17 Την δε πρωτην των αζυμων προσηλθον οι μαθηται προς τον Ιησουν, λεγοντες προς αυτον? Που θελεις να σοι ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
18 Il leur dit: "Allez à la ville, chez un tel, et dites-lui: Le Maître te fait dire: Mon heure est proche, je veux faire la Pâque chez toi avec mes disciples.”18 Και εκεινος ειπεν? Υπαγετε εις την πολιν προς τον δεινα και ειπατε προς αυτον? Ο Διδασκαλος λεγει, Ο καιρος μου επλησιασεν? εν τη οικια σου θελω καμει το πασχα μετα των μαθητων μου.
19 Les disciples firent comme Jésus l’avait ordonné et ils préparèrent la Pâque.19 Και εκαμον οι μαθηται καθως παρηγγειλεν εις αυτους ο Ιησους, και ητοιμασαν το πασχα.
20 Le soir venu, Jésus se mit à table avec les Douze et,20 Οτε δε εγεινεν εσπερα, εκαθητο εις την τραπεζαν μετα των δωδεκα.
21 pendant qu’ils mangeaient, il leur dit: "En vérité je vous le dis, l’un de vous va me livrer.”21 Και ενω ετρωγον, ειπεν? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει.
22 Ils en étaient profondément peinés et chacun se mit à lui demander: "Ce serait moi, Seigneur?”22 Και λυπουμενοι σφοδρα, ηρχισαν να λεγωσι προς αυτον εκαστος αυτων? Μηπως εγω ειμαι, Κυριε;
23 Et lui leur dit: "La main du traître était avec la mienne, prenant du même plat!23 Ο δε αποκριθεις ειπεν? Ο εμβαψας μετ' εμου εν τω πινακιω την χειρα, ουτος θελει με παραδωσει.
24 Le Fils de l’Homme s’en va comme l’Écriture le dit de lui, mais malheur à cet homme par qui le Fils de l’Homme est livré. Il vaudrait mieux pour lui qu’il ne soit pas né.”24 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
25 Judas prit également la parole: "Ce serait moi, Seigneur?” Et Jésus répondit: "Tu l’as dit.”25 Αποκριθεις δε ο Ιουδας, οστις παρεδιδεν αυτον, ειπε? Μηπως εγω ειμαι, Ραββι; Λεγει προς αυτον? Συ ειπας.
26 Pendant qu’ils mangeaient, Jésus prit du pain, prononça une bénédiction et le rompit. Puis il le donna aux disciples en disant: "Prenez et mangez, ceci est mon corps.”26 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους τον αρτον και ευλογησας εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας και ειπε? Λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου?
27 Ensuite il prit la coupe, il rendit grâce et la leur donna en disant: "Buvez-en tous;27 και λαβων το ποτηριον και ευχαριστησας, εδωκεν εις αυτους, λεγων? Πιετε εξ αυτου παντες?
28 ceci est mon sang, le sang de l’alliance, qui est versé pour une multitude, pour le pardon des péchés.28 διοτι τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το υπερ πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων.
29 “Maintenant je vous le dis: je ne boirai plus de ce produit de la vigne jusqu’au jour où, avec vous, je boirai le vin nouveau dans le Royaume de mon Père.”29 Σας λεγω δε οτι δεν θελω πιει εις το εξης εκ τουτου του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον μεθ' υμων εν τη βασιλεια του Πατρος μου.
30 Après cela ils chantèrent les hymnes et partirent vers le mont des Oliviers.30 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων.
31 Alors Jésus leur dit: "Cette nuit vous allez tous chuter à cause de moi. Car il est écrit: Je frapperai le pasteur et les brebis du troupeau seront dispersées.31 Τοτε λεγει προς αυτους ο Ιησους? Παντες υμεις θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα, και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα της ποιμνης?
32 Mais quand je me relèverai, j’irai vous attendre en Galilée.”32 αφου δε αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
33 Pierre lui dit: "Même si tous tombent et abandonnent, moi jamais!”33 Αποκριθεις δε ο Πετρος, ειπε προς αυτον? Και αν παντες σκανδαλισθωσιν εν σοι, εγω ποτε δεν θελω σκανδαλισθη.
34 Jésus répond: "En vérité je te le dis, cette nuit même, avant que le coq ne chante, tu m’auras renié trois fois.”34 Ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι ταυτην την νυκτα, πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη.
35 Mais Pierre continue: "Même s’il me fallait mourir avec toi, je ne te renierais pas.” Et tous les disciples disent la même chose.35 Λεγει προς αυτον ο Πετρος? Και αν γεινη χρεια να αποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ομοιως ειπον και παντες οι μαθηται.
36 Après cela Jésus arrive avec eux à une propriété appelée Gethsémani et il dit aux disciples: "Asseyez-vous ici pendant que j’irai prier là-bas.”36 Τοτε ερχεται μετ' αυτων ο Ιησους εις χωριον λεγομενον Γεθσημανη και λεγει προς τους μαθητας? Καθησατε αυτου, εωσου υπαγω και προσευχηθω εκει.
37 Jésus prend avec lui Pierre et les deux fils de Zébédée, et il commence à être envahi par la tristesse et l’angoisse.37 Και παραλαβων τον Πετρον και τους δυο υιους του Ζεβεδαιου, ηρχισε να λυπηται και να αδημονη.
38 Il leur dit: "Mon âme est triste à en mourir. Restez ici et veillez avec moi.”38 Τοτε λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε μετ' εμου.
39 Puis il s’éloigne un peu et se prosterne face contre terre pour prier, disant: "Mon Père, si c’est possible, que cette coupe s’éloigne de moi. Cependant, non pas comme je veux, mais comme tu veux.”39 Και προχωρησας ολιγον επεσεν επι προσωπον αυτου, προσευχομενος και λεγων? Πατερ μου, εαν ηναι δυνατον, ας παρελθη απ' εμου το ποτηριον τουτο? πλην ουχι ως εγω θελω, αλλ' ως συ.
40 Jésus vient alors vers les disciples et les trouve endormis; il dit à Pierre: "Vous n’avez donc pas été capables de rester une heure éveillés avec moi.40 Και ερχεται προς τους μαθητας και ευρισκει αυτους κοιμωμενους, και λεγει προς τον Πετρον? Ουτω δεν ηδυνηθητε μιαν ωραν να αγρυπνησητε μετ' εμου;
41 Veillez et priez pour ne pas être pris dans la tentation. Car l’esprit est généreux, mais la chair est faible.”41 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. Το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
42 De nouveau Jésus s’éloigne et il prie une deuxième fois: "Mon Père, si cette coupe ne peut passer sans que je la boive, que ta volonté soit faite!”42 Παλιν εκ δευτερου υπηγε και προσευχηθη, λεγων? Πατερ μου, εαν δεν ηναι δυνατον τουτο το ποτηριον να παρελθη απ' εμου χωρις να πιω αυτο, γενηθητω το θελημα σου.
43 Il revient et les trouve encore endormis: leurs yeux étaient lourds de sommeil.43 Και ελθων ευρισκει αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι.
44 Alors il les laisse, et une troisième fois il répète la même prière.44 Και αφησας αυτους υπηγε παλιν και προσευχηθη εκ τριτου, ειπων τον αυτον λογον.
45 Lorsqu’il revient vers les disciples il leur dit: "C’est bien le moment de dormir et de vous reposer! L’heure est venue, et le Fils de l’Homme va être livré entre les mains des pécheurs.45 Τοτε ερχεται προς τους μαθητας αυτου και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε? ιδου, επλησιασεν η ωρα και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας αμαρτωλων.
46 Levez-vous, allons! Celui qui me trahit est déjà là.”46 Εγερθητε, ας υπαγωμεν? Ιδου, επλησιασεν ο παραδιδων με.
47 Jésus parlait encore lorsque arriva Judas, l’un des Douze, et avec lui les gens des chefs des prêtres et des Anciens du peuple, toute une troupe armée d’épées et de gourdins.47 Και ενω αυτος ελαλει ετι, ιδου, ο Ιουδας εις των δωδεκα ηλθε, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων παρα των αρχιερεων και πρεσβυτερων του λαου.
48 Celui qui le trahissait leur avait donné un signe: "C’est celui que j’embrasserai. Arrêtez-le.”48 Ο δε παραδιδων αυτον εδωκεν εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον.
49 Aussitôt il approcha de Jésus et lui dit: "Salut, maître.” Et il l’embrassa.49 Και ευθυς πλησιασας προς τον Ιησουν, ειπε? Χαιρε, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
50 Jésus lui dit: "Ami, fais donc ce qui t’amène.” Alors ils mirent la main sur lui et l’arrêtèrent50 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Φιλε, δια τι ηλθες; Τοτε προσελθοντες επεβαλον τας χειρας επι τον Ιησουν και επιασαν αυτον.
51 À ce moment, un de ceux qui étaient avec Jésus tira son épée, frappa le serviteur du Grand Prêtre et lui coupa l’oreille.51 Και ιδου, εις των μετα του Ιησου εκτεινας την χειρα εσυρε την μαχαιραν αυτου, και κτυπησας τον δουλον του αρχιερεως απεκοψε το ωτιον αυτου.
52 Alors Jésus lui dit: "Remets ton épée à sa place. Tous ceux qui prennent l’épée périssent par l’épée.52 Τοτε λεγει προς αυτον ο Ιησους? Επιστρεψον την μαχαιραν σου εις τον τοπον αυτης? διοτι παντες οσοι πιασωσι μαχαιραν δια μαχαιρας θελουσιν απολεσθη.
53 Crois-tu que je ne pourrais pas faire appel à mon Père et il m’enverrait sur-le-champ douze légions d’anges?53 Η νομιζεις οτι δεν δυναμαι ηδη να παρακαλεσω τον Πατερα μου, και θελει στησει πλησιον μου περισσοτερους παρα δωδεκα λεγεωνας αγγελων;
54 Si les Écritures disent que cela doit être, ne doivent-elles pas s’accomplir?”54 πως λοιπον θελουσι πληρωθη αι γραφαι οτι ουτω πρεπει να γεινη;
55 À ce moment Jésus dit à la foule: "Pour m’arrêter vous êtes venus avec épées et gourdins, comme si j’étais un brigand! Tous les jours pourtant j’allais m’asseoir dans le Temple pour y enseigner, et vous ne m’avez pas arrêté!55 Εν εκεινη τη ωρα ειπεν ο Ιησους προς τους οχλους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε; καθ' ημεραν εκαθημην πλησιον υμων διδασκων εν τω ιερω, και δεν με επιασατε.
56 Mais tout cela s’est fait de façon que s’accomplissent les écrits prophétiques.” À ce moment-là tous les disciples l’abandonnèrent et s’enfuirent.56 Τουτο δε ολον εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι των προφητων. Τοτε οι μαθηται παντες αφησαντες αυτον εφυγον.
57 Ceux qui avaient arrêté Jésus l’amenèrent chez le Grand Prêtre Caïphe. Là se réunirent les maîtres de la Loi et les Anciens.57 Οι δε πιασαντες τον Ιησουν εφεραν προς Καιαφαν τον αρχιερεα, οπου συνηχθησαν οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι.
58 Pierre avait suivi de loin, jusqu’à la résidence du Grand Prêtre; il entra et s’assit avec les hommes de la police du Temple pour voir la fin.58 Ο δε Πετρος ηκολουθει αυτον απο μακροθεν εως της αυλης του αρχιερεως, και εισελθων εσω εκαθητο μετα των υπηρετων δια να ιδη το τελος.
59 Les chefs des prêtres et tout le conseil du Sanhédrin cherchaient un faux témoignage pour condamner Jésus à mort.59 Οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και το συνεδριον ολον εζητουν ψευδομαρτυριαν κατα του Ιησου, δια να θανατωσωσιν αυτον,
60 Plusieurs faux témoins se présentèrent, mais on ne trouva rien. Voici pourtant que deux se présentent60 και δεν ευρον? και πολλων ψευδομαρτυρων προσελθοντων, δεν ευρον. Υστερον δε προσελθοντες δυο ψευδομαρτυρες,
61 et déclarent: "Cet homme a dit: Je suis capable de détruire le Temple de Dieu et de le rebâtir en trois jours.”61 ειπον? Ουτος ειπε, Δυναμαι να χαλασω τον ναον του Θεου και δια τριων ημερων να οικοδομησω αυτον.
62 Alors le Grand Prêtre se lève et lui demande: "Tu ne réponds rien? Quelle est cette histoire dont ils t’accusent?”62 Και σηκωθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον? Δεν αποκρινεσαι; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
63 Mais Jésus gardait le silence. Alors le Grand Prêtre lui dit: "Au nom du Dieu vivant, je t’ordonne de nous dire si tu es le Messie, le Fils de Dieu.”63 Ο δε Ιησους εσιωπα. Και αποκριθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον? Σε ορκιζω εις τον Θεον τον ζωντα να ειπης προς ημας αν συ ησαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου.
64 Et Jésus répond: "Tu l’as dit! Et j’ajoute que dès maintenant vous verrez le Fils de l’Homme siéger à la droite du Tout-Puissant et venir sur les nuées du ciel.”64 Λεγει προς αυτον ο Ιησους? Συ ειπας? πλην σας λεγω, Εις το εξης θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον επι των νεφελων του ουρανου.
65 Aussitôt le Grand Prêtre déchire ses vêtements en disant: "Il a blasphémé! Qu’avons-nous à faire de témoins? Vous venez d’entendre le blasphème.65 Τοτε ο αρχιερευς διεσχισε τα ιματια αυτου, λεγων οτι εβλασφημησε? τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων; ιδου, τωρα ηκουσατε την βλασφημιαν αυτου?
66 Quel est votre avis?” Ils répondent: "Il mérite la mort!”66 τι σας φαινεται; Και εκεινοι αποκριθεντες ειπον? Ενοχος θανατου ειναι.
67 À ce moment on commence à le gifler et à lui cracher à la figure; d’autres le frappent67 Τοτε ενεπτυσαν εις το προσωπον αυτου και εγρονθισαν αυτον, αλλοι δε ερραπισαν,
68 en disant: "Messie, fais le prophète, dis-nous qui t’a frappé!”68 λεγοντες? Προφητευσον εις ημας, Χριστε, τις ειναι οστις σε εκτυπησεν;
69 Pierre était toujours assis dehors dans la cour. Or voici qu’une petite servante s’approche et lui dit: "Toi aussi, tu étais avec Jésus le Galiléen.”69 Ο δε Πετρος εκαθητο εξω εν τη αυλη και προσηλθε προς αυτον μια δουλη, λεγουσα? Και συ ησο μετα Ιησου του Γαλιλαιου.
70 Mais lui le nie devant tout le monde et il répond: "Je ne sais pas ce que tu veux dire.”70 Ο δε ηρνηθη εμπροσθεν παντων, λεγων? Δεν εξευρω τι λεγεις.
71 Comme il se rapproche de la porte pour sortir, une autre le voit et dit à ceux qui sont là: "Il accompagnait Jésus, le Nazaréen.”71 Και οτε εξηλθεν εις τον πυλωνα, ειδεν αυτον αλλη και λεγει προς τους εκει, Και ουτος ητο μετα Ιησου του Ναζωραιου.
72 De nouveau Pierre nie et même il jure: "Je ne connais pas cet homme!”72 Και παλιν ηρνηθη μεθ' ορκου οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον.
73 Un peu plus tard ceux qui sont présents disent à Pierre: "Tu es sûrement l’un des leurs, tu as bien l’accent de là-bas.”73 Μετ' ολιγον δε προσελθοντες οι εστωτες, ειπον προς τον Πετρον? Αληθως και συ εξ αυτων εισαι? διοτι η λαλια σου σε καμνει φανερον.
74 Mais lui commence à lancer des malédictions et à jurer: "Je ne connais pas cet homme!” Presque aussitôt un coq chante74 Τοτε ηρχισε να καταναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον. Και ευθυς εφωναξεν ο αλεκτωρ.
75 et Pierre se rappelle le mot que Jésus lui a dit: "Avant que le coq ne chante, tu m’auras renié trois fois.” Alors il sort et il pleure amèrement.75 Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Ιησου, οστις ειχεν ειπει προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη? και εξελθων εξω εκλαυσε πικρως.