Scrutatio

Sabato, 1 giugno 2024 - San Giustino ( Letture di oggi)

Deuxième livre des Rois 7


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Élisée dit: “Écoutez la parole de Yahvé! Voici ce que dit Yahvé: Demain à cette heure, à la porte de Samarie, on aura une mesure de fleur de farine pour une pièce, et deux mesures d’orge pour une pièce.”1 Ειπε δε ο Ελισσαιε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου? Ουτω λεγει Κυριος? Αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν μετρον σεμιδαλεως θελει πωληθη δι' ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον, εν τη πυλη της Σαμαρειας.
2 L’officier sur la main duquel s’appuyait le roi répondit à l’homme de Dieu: “Quand bien même Yahvé ouvrirait des fenêtres dans le ciel, cela n’arrivera pas!” Élisée lui dit: “Eh bien, tu le verras de tes yeux, mais toi, tu n’en mangeras pas!”2 Και απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου ο αρχων, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο ο βασιλευς, και ειπε, Και εαν ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο το πραγμα τουτο να γεινη; Ο δε ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει με τους οφθαλμους σου, δεν θελεις ομως φαγει εξ αυτου.
3 Près de la porte de la ville il y avait quatre lépreux; ils se dirent l’un à l’autre: “Pourquoi rester ici à attendre la mort?3 Ησαν δε τεσσαρες ανδρες λεπροι εν τη εισοδω της πυλης? και ειπον ο εις προς τον αλλον, Δια τι ημεις καθημεθα εδω εωσου αποθανωμεν;
4 Si nous décidons d’entrer en ville, nous mourrons, puisqu’en ville c’est la famine. Si nous restons ici, nous mourrons également. Le mieux est de déserter; allons au camp des Araméens. S’ils nous laissent la vie, nous vivrons, et s’ils nous mettent à mort, nous mourrons.”4 εαν ειπωμεν, να εισελθωμεν εις την πολιν, η πεινα ειναι εν τη πολει, και θελομεν αποθανει εκει? εαν δε καθημεθα εδω, παλιν θελομεν αποθανει? τωρα λοιπον ελθετε, και ας πεσωμεν εις το στρατοπεδον των Συριων? εαν αφησωσιν ημας ζωντας, θελομεν ζησει. και εαν θανατωσωσιν ημας, θελομεν αποθανει.
5 Peu après le coucher du soleil ils se rendirent au camp des Araméens, mais lorsqu’ils arrivèrent à l’entrée du camp, ils virent qu’il n’y avait plus personne.5 Και εσηκωθησαν οτε εσκοταζε, δια να εισελθωσιν εις το στρατοπεδον των Συριων? και οτε ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου της Συριας, ιδου, δεν ητο ανθρωπος εκει.
6 Le Seigneur en effet avait fait entendre dans le camp des Araméens un bruit de chars et de chevaux, le bruit d’une immense armée, et ils s’étaient dit l’un à l’autre: “Sûrement, le roi d’Israël a payé les rois des Hittites et les rois des Égyptiens pour venir combattre contre nous.”6 Διοτι ο Κυριος ειχε καμει να ακουσθη εν τω στρατοπεδω των Συριων κροτος αμαξων και κροτος ιππων, κροτος μεγαλου στρατευματος? και ειπον προς αλληλους, Ιδου, ο βασιλευς του Ισραηλ εμισθωσεν εναντιον ημων τους βασιλεις των Χετταιων και τους βασιλεις των Αιγυπτιων, δια να ελθωσιν εφ' ημας.
7 Ils s’étaient donc enfuis au coucher du soleil, abandonnant leurs tentes, leurs chevaux, leurs ânes, en un mot, le campement tel qu’il était: ils n’avaient pensé qu’à sauver leur vie.7 Οθεν σηκωθεντες εφυγον εν τω σκοτει, και εγκατελιπον τας σκηνας αυτων και τους ιππους αυτων και τους ονους αυτων, το στρατοπεδον οπως ητο, και εφυγον δια την ζωην αυτων.
8 Les lépreux étaient donc arrivés à l’entrée du camp; ils entrèrent dans une tente, ils mangèrent et ils burent. Puis ils prirent de l’or, de l’argent et des habits qu’ils allèrent cacher. Après cela ils revinrent et entrèrent dans une autre tente d’où ils enlevèrent tout ce qu’il y avait pour aller le cacher de nouveau.8 Και οτε οι λεπροι ουτοι ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου, εισηλθον εις μιαν σκηνην και εφαγον και επιον, και λαβοντες εκειθεν αργυριον και χρυσιον και ιματια, υπηγαν και εκρυψαν αυτα? επιστρεψαντες δε εισηλθον εις αλλην σκηνην, και ελαβον αλλα εκειθεν και υπηγαν και εκρυψαν και ταυτα.
9 Alors ils se dirent l’un à l’autre: “Ce que nous faisons n’est pas bien, car ce jour est un jour de bonne nouvelle et nous ne disons rien. Si nous attendons jusqu’au lever du jour, nous aurons un mauvais sort. Allons donc porter la nouvelle au palais du roi.”9 Τοτε ειπον προς αλληλους, Ημεις δεν καμνομεν καλα? η ημερα αυτη ειναι ημερα αγαθων αγγελιων, και αν ημεις σιωπωμεν και περιμενωμεν μεχρι του φωτος της αυγης, συμφορα τις θελει επελθει εφ' ημας? ελθετε λοιπον, και ας υπαγωμεν να αναγγειλωμεν ταυτα εις τον οικον του βασιλεως.
10 Ils retournèrent en ville, appelèrent les gardes de la porte et leur rapportèrent ceci: “Nous sommes allés au camp des Araméens. Il n’y a plus personne, aucune présence humaine, mais seulement les chevaux et les ânes attachés et les tentes telles qu’ils les ont laissées.”10 Ηλθον λοιπον και εβοησαν προς τους θυρωρους της πολεως? και ανηγγειλαν προς αυτους, λεγοντες, Ηλθομεν εις το στρατοπεδον των Συριων, και ιδου, δεν ητο εκει ανθρωπος ουδε φωνη ανθρωπου, ειμη ιπποι δεδεμενοι και ονοι δεδεμενοι και σκηναι καθως ευρισκοντο.
11 Les portiers crièrent et l’on porta la nouvelle au palais du roi.11 Και εβοησαν οι θυρωροι και ανηγγειλαν τουτο ενδον εις τον οικον του βασιλεως.
12 En pleine nuit le roi se leva et dit à ses conseillers: “Je vais vous dire ce que les Araméens ont fait: ils savent que nous sommes affamés et ils ont quitté leur camp pour se cacher dans la campagne. Ils se sont dit: ‘Quand les Israélites sortiront de la ville, nous les ferons prisonniers, puis nous entrerons dans leur ville.’ ”12 Και σηκωθεις ο βασιλευς την νυκτα, ειπε προς τους δουλους αυτου, Τωρα θελω φανερωσει προς εσας τι εκαμον οι Συριοι εις ημας? εγνωρισαν οτι ειμεθα πεινασμενοι και εξηλθον εκ του στρατοπεδου, δια να κρυφθωσιν εν τοις αγροις, λεγοντες, Οταν εξελθωσιν εκ της πολεως, θελομεν συλλαβει αυτους ζωντας, και εις την πολιν θελομεν εισελθει.
13 L’un de ses conseillers répondit: “Prenons cinq chevaux parmi ceux qui sont restés. De toute façon ils sont bons pour mourir, comme toute la foule des Israélites. Envoyons-les et nous verrons bien.”13 Αποκριθεις δε εις εκ των δουλων αυτου ειπεν, Ας λαβωσι, παρακαλω, πεντε εκ των υπολειπομενων ιππων, οιτινες απεμειναν εν τη πολει, ιδου, αυτοι ειναι καθως ειπαν το πληθος του Ισραηλ το εναπολειφθεν εν αυτη? ιδου, ειναι καθως απαν το πληθος των Ισραηλιτων οιτινες κατηναλωθησαν? και ας αποστειλωμεν δια να ιδωμεν.
14 On prit donc deux chars attelés de chevaux et le roi les envoya à la poursuite de l’armée des Araméens: “Allez et voyez!” leur dit-il.14 Ελαβον λοιπον δυο ζευγη ιππων και απεστειλεν ο βασιλευς οπισω του στρατοπεδου των Συριων, λεγων, Υπαγετε και ιδετε.
15 Ils suivirent leurs traces jusqu’au Jourdain et virent que toute la route était jonchée d’habits et d’objets que les Araméens avaient abandonnés dans leur fuite. Les messagers revinrent le dire au roi.15 Και υπηγαν οπισω αυτων εως του Ιορδανου? και ιδου, πασα η οδος πληρης ιματιων και σκευων, τα οποια οι Συριοι ειχον ριψει εκ της βιας αυτων. Και επιστρεψαντες οι μηνυται ανηγγειλαν τουτο προς τον βασιλεα.
16 Le peuple sortit alors et le camp des Araméens fut mis au pillage; pour une pièce d’argent on avait une grande mesure de fleur de farine ou deux grandes mesures d’orge, comme l’avait dit Yahvé.16 Και εξηλθεν ο λαος, και ηρπασαν το στρατοπεδον των Συριων. Και επωληθη εν μετρον σεμιδαλεως δι' ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον, κατα τον λογον του Κυριου.
17 Justement le roi avait placé à la porte de la ville l’officier sur la main duquel il s’appuyait. Les gens le piétinèrent près de la porte et il mourut comme l’avait annoncé l’homme de Dieu lorsque le roi était descendu chez lui.17 Και κατεστησεν ο βασιλευς επι της πυλης τον αρχοντα, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο? και κατεπατησεν ο λαος αυτον εν τη πυλη, και απεθανε? καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου, οστις ελαλησεν οτε ο βασιλευς κατεβη προς αυτον.
18 En effet, lorsque l’homme de Dieu avait dit au roi: “Demain - et c’était le cas - on aura à la porte de Samarie deux grandes mesures d’orge ou une grande mesure de fleur de farine pour une pièce d’argent”,18 Και, καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα, λεγων, Δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον και εν μετρον σεμιδαλεως δι' ενα σικλον θελουσιν εισθαι αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν τη πυλη της Σαμαρειας,
19 l’officier avait répondu à l’homme de Dieu: “Même si Yahvé ouvrait des fenêtres dans le ciel, cela n’arriverait pas!” Et Élisée lui avait dit: “Eh bien, tu le verras de tes yeux, mais toi, tu n’en mangeras pas!”19 ο δε αρχων απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου και ειπε, Και αν τωρα ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο τοιουτον πραγμα να γεινη; και εκεινος ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει τουτο με τους οφθαλμους σου? αλλα δεν θελεις φαγει εξ αυτου,
20 C’est ce qui arriva: les gens le piétinèrent à la porte de la ville, et il mourut.20 ουτω και εγεινεν εις αυτον? διοτι ο λαος κατεπατησεν αυτον εν τη πυλη, και απεθανε.