Scrutatio

Lunedi, 3 giugno 2024 - San Carlo Lwanga ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 9


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 David demanda: “Y a-t-il encore un survivant dans la famille de Saül pour que je le traite avec bonté en souvenir de Jonathan?”1 Και ειπεν ο Δαβιδ, Μενει τις ετι εκ του οικου του Σαουλ, δια να καμω ελεος προς αυτον χαριν του Ιωναθαν;
2 Or la famille de Saül avait un intendant qui se nommait Siba. On le conduisit auprès de David et le roi lui dit: “Tu es bien Siba?” Il répondit: “Pour te servir.”2 Ητο δε δουλος τις εκ του οικου του Σαουλ, ονομαζομενος Σιβα. Και εκαλεσαν αυτον προς τον Δαβιδ, και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Συ εισαι ο Σιβα; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου.
3 Le roi lui demanda: “Reste-t-il encore un survivant de la famille de Saül pour que je le traite avec une bonté digne de Dieu?” Siba répondit au roi: “Il reste encore un fils de Jonathan qui est infirme des deux pieds.”3 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν μενει τις ετι εκ του οικου του Σαουλ, δια να καμω προς αυτον ελεος Θεου; Και ειπεν ο Σιβα προς τον βασιλεα, Ετι υπαρχει υιος του Ιωναθαν, βεβλαμμενος τους ποδας.
4 “Où est-il?” demanda le roi. Siba répondit au roi: “Il est dans la maison de Makir, fils d’Ammiel, à Lo-Débar.”4 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Που ειναι ουτος; Ο δε Σιβα ειπε προς τον βασιλεα, Ιδου, ειναι εν τω οικω του Μαχειρ, υιου του Αμμιηλ, εν Λο-δεβαρ.
5 Le roi David l’envoya donc chercher à la maison de Makir, fils d’Ammiel à Lo-Débar.5 Τοτε εστειλεν ο βασιλευς Δαβιδ και ελαβεν αυτον εκ του οικου του Μαχειρ, υιου του Αμμιηλ, εκ Λο-δεβαρ.
6 Quand Méribaal, fils de Jonathan, fils de Saül, arriva auprès de David, il se prosterna le visage contre terre. David lui dit: “Méribaal!” Il répondit: “Je suis ton serviteur.”6 Και οτε ηλθε προς τον Δαβιδ ο Μεμφιβοσθε, υιος του Ιωναθαν, υιου του Σαουλ, επεσε κατα προσωπον αυτου και προσεκυνησε. Και ειπεν ο Δαβιδ, Μεμφιβοσθε? Ο δε ειπεν, Ιδου, ο δουλος σου.
7 Alors David lui dit: “Ne crains rien, je veux te traiter avec bonté à cause de ton père Jonathan. Je te rendrai toutes les terres de Saül ton ancêtre, et tous les jours tu prendras tes repas à ma table.”7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς αυτον, Μη φοβου? διοτι βεβαιως θελω καμει προς σε ελεος, χαριν Ιωναθαν του πατρος σου, και θελω αποδωσει εις σε παντα τα κτηματα Σαουλ του πατρος σου? και συ θελεις τρωγει αρτον επι της τραπεζης μου δια παντος.
8 Il se prosterna de nouveau et dit: “Qui est ton serviteur, pour que tu fasses attention à un chien crevé tel que moi?”8 Ο δε προσεκυνησεν αυτον και ειπε, Τις ειναι ο δουλος σου, ωστε να επιβλεψης εις τοιουτον κυνα τεθνηκοτα οποιος εγω;
9 Le roi convoqua Siba, le serviteur de Saül, et lui dit: “Je donne au fils de ton maître tout ce qui appartenait à Saül et à sa famille.9 Και εκαλεσεν ο βασιλευς τον Σιβα, τον δουλον του Σαουλ, και ειπε προς αυτον, Παντα οσα ειχεν ο Σαουλ και πας ο οικος αυτου εδωκα εις τον υιον του κυριου σου?
10 Tu travailleras pour lui la terre avec tes fils et tes esclaves, tu en récolteras les fruits, et ainsi tu assureras à la famille de ton maître la nourriture dont elle a besoin. Mais Méribaal, le fils de ton maître, prendra tous les jours ses repas à ma table.” Siba avait 15 fils et 20 esclaves,10 θελεις λοιπον γεωργει την γην δι' αυτον, συ και οι υιοι σου, και οι δουλοι σου, και θελεις φερει τα εισοδηματα, δια να εχη ο υιος του κυριου σου τροφην να τρωγη? πλην ο Μεμφιβοσθε, ο υιος του κυριου σου, θελει τρωγει δια παντος αρτον επι της τραπεζης μου. Ειχε δε ο Σιβα δεκαπεντε υιους και εικοσι δουλους.
11 il répondit au roi: “Ton serviteur fera tout ce que mon seigneur le roi a commandé à son serviteur.” Ainsi Méribaal prenait ses repas à la table de David comme l’un des fils du roi,11 Ο δε Σιβα ειπε προς τον βασιλεα, Κατα παντα οσα προσεταξεν ο κυριος μου ο βασιλευς τον δουλον αυτου, ουτω θελει καμει ο δουλος σου. Ο δε Μεμφιβοσθε, ειπεν ο βασιλευς, θελει τρωγει επι της τραπεζης μου, ως εις των υιων του βασιλεως.
12 Méribaal avait un petit garçon qui se nommait Mika. Tous les gens de la maison de Siba travaillaient pour Méribaal,12 Ειχε δε ο Μεμφιβοσθε υιον μικρον, ονομαζομενον Μιχα. Παντες δε οι κατοικουντες εν τω οικω του Σιβα ησαν δουλοι του Μεμφιβοσθε.
13 Mais Méribaal résidait à Jérusalem où il prenait tous les jours ses repas à la table du roi. Il était infirme de ses deux pieds.13 Και ο Μεμφιβοσθε κατωκει εν Ιερουσαλημ? διοτι ετρωγε δια παντος επι της τραπεζης του βασιλεως? ητο δε χωλος αμφοτερους τους ποδας.