1 ο λαος ο πορευομενος εν σκοτει ιδετε φως μεγα οι κατοικουντες εν χωρα και σκια θανατου φως λαμψει εφ' υμας | 1 Naród kroczący w ciemnościach ujrzał światłość wielką; nad mieszkańcami kraju mroków światło zabłysło. |
2 το πλειστον του λαου ο κατηγαγες εν ευφροσυνη σου και ευφρανθησονται ενωπιον σου ως οι ευφραινομενοι εν αμητω και ον τροπον οι διαιρουμενοι σκυλα | 2 Pomnożyłeś radość, zwiększyłeś wesele. Rozradowali się przed Tobą, jak się radują we żniwa, jak się weselą przy podziale łupu. |
3 διοτι αφηρηται ο ζυγος ο επ' αυτων κειμενος και η ραβδος η επι του τραχηλου αυτων την γαρ ραβδον των απαιτουντων διεσκεδασεν κυριος ως τη ημερα τη επι μαδιαμ | 3 Bo złamałeś jego ciężkie jarzmo i drążek na jego ramieniu, pręt jego ciemięzcy jak w dniu porażki Madianitów. |
4 οτι πασαν στολην επισυνηγμενην δολω και ιματιον μετα καταλλαγης αποτεισουσιν και θελησουσιν ει εγενηθησαν πυρικαυστοι | 4 Bo każdy but pieszego żołnierza, każdy płaszcz zbroczony krwią, pójdą na spalenie, na pastwę ognia. |
5 οτι παιδιον εγεννηθη ημιν υιος και εδοθη ημιν ου η αρχη εγενηθη επι του ωμου αυτου και καλειται το ονομα αυτου μεγαλης βουλης αγγελος εγω γαρ αξω ειρηνην επι τους αρχοντας ειρηνην και υγιειαν αυτω | 5 Albowiem Dziecię nam się narodziło, Syn został nam dany, na Jego barkach spoczęła władza. Nazwano Go imieniem: Przedziwny Doradca, Bóg Mocny, Odwieczny Ojciec, Książę Pokoju. |
6 μεγαλη η αρχη αυτου και της ειρηνης αυτου ουκ εστιν οριον επι τον θρονον δαυιδ και την βασιλειαν αυτου κατορθωσαι αυτην και αντιλαβεσθαι αυτης εν δικαιοσυνη και εν κριματι απο του νυν και εις τον αιωνα χρονον ο ζηλος κυριου σαβαωθ ποιησει ταυτα | 6 Wielkie będzie Jego panowanie w pokoju bez granic na tronie Dawida i nad Jego królestwem, które On utwierdzi i umocni prawem i sprawiedliwością, odtąd i na wieki. Zazdrosna miłość Pana Zastępów tego dokona. |
7 θανατον απεστειλεν κυριος επι ιακωβ και ηλθεν επι ισραηλ | 7 Wydał Pan wyrok na Jakuba, i spadł on na Izraela. |
8 και γνωσονται πας ο λαος του εφραιμ και οι εγκαθημενοι εν σαμαρεια εφ' υβρει και υψηλη καρδια λεγοντες | 8 Pozna go cały naród: Efraimczycy i mieszkańcy Samarii, w dumie i w hardości swego serca mówiący: |
9 πλινθοι πεπτωκασιν αλλα δευτε λαξευσωμεν λιθους και εκκοψωμεν συκαμινους και κεδρους και οικοδομησωμεν εαυτοις πυργον | 9 Cegły się rozsypały - odbudujemy z kamienia; sykomory wycięte - cedrami je zastąpimy. |
10 και ραξει ο θεος τους επανιστανομενους επ' ορος σιων επ' αυτους και τους εχθρους αυτων διασκεδασει | 10 Lecz Pan wzbudził przeciw niemu wrogów i nieprzyjaciół jego uzbroił: |
11 συριαν αφ' ηλιου ανατολων και τους ελληνας αφ' ηλιου δυσμων τους κατεσθιοντας τον ισραηλ ολω τω στοματι επι τουτοις πασιν ουκ απεστραφη ο θυμος αλλ' ετι η χειρ υψηλη | 11 Aramejczyków od wschodu i Filistynów z zachodu, pożerających Izraela całą paszczą. Po tym wszystkim nie uśmierzył się gniew Jego i ręka Jego - nadal wyciągnięta. |
12 και ο λαος ουκ απεστραφη εως επληγη και τον κυριον ουκ εξεζητησαν | 12 Ale naród nie nawrócił się do swego Karciciela ani nie szukał Pana Zastępów. |
13 και αφειλεν κυριος απο ισραηλ κεφαλην και ουραν μεγαν και μικρον εν μια ημερα | 13 Wówczas Pan odciął Izraelowi głowę i ogon, w jednym dniu, palmę i sitowie. |
14 πρεσβυτην και τους τα προσωπα θαυμαζοντας αυτη η αρχη και προφητην διδασκοντα ανομα ουτος η ουρα | 14 "Starszy i dostojnik - to głowa; a ogon to prorok i nauczyciel kłamstwa". |
15 και εσονται οι μακαριζοντες τον λαον τουτον πλανωντες και πλανωσιν οπως καταπιωσιν αυτους | 15 Zwodzicielami się stali przywódcy tego narodu, a ci, którym przewodzą, zgubili się. |
16 δια τουτο επι τους νεανισκους αυτων ουκ ευφρανθησεται ο θεος και τους ορφανους αυτων και τας χηρας αυτων ουκ ελεησει οτι παντες ανομοι και πονηροι και παν στομα λαλει αδικα επι πασιν τουτοις ουκ απεστραφη ο θυμος αλλ' ετι η χειρ υψηλη | 16 Dlatego Pan nie oszczędzi jego młodzieńców ani się zlituje nad jego sierotami i wdowami. Bo cały ten naród jest bezbożny i zły, każde usta mówią głupstwa. Po tym wszystkim nie uśmierzył się gniew Jego i ręka Jego - nadal wyciągnięta. |
17 και καυθησεται ως πυρ η ανομια και ως αγρωστις ξηρα βρωθησεται υπο πυρος και καυθησεται εν τοις δασεσι του δρυμου και συγκαταφαγεται τα κυκλω των βουνων παντα | 17 Zaiste, niegodziwość rozgorzała jak pożar, który trawi głogi i ciernie; wybucha w gąszczu leśnym, aż wzbijają się słupy dymu. |
18 δια θυμον οργης κυριου συγκεκαυται η γη ολη και εσται ο λαος ως υπο πυρος κατακεκαυμενος ανθρωπος τον αδελφον αυτου ουκ ελεησει | 18 Od gniewu Pańskiego zapalił się kraj, i stał się naród pastwą ognia. Nikt nie ma litości nad bratem swoim. |
19 αλλα εκκλινει εις τα δεξια οτι πεινασει και φαγεται εκ των αριστερων και ου μη εμπλησθη ανθρωπος εσθων τας σαρκας του βραχιονος αυτου | 19 Każdy pożera ciało bliźniego; odgryza na prawo, a przecież łaknie, zjada na lewo, lecz się nie nasyca. |
20 φαγεται γαρ μανασση του εφραιμ και εφραιμ του μανασση οτι αμα πολιορκησουσιν τον ιουδαν επι τουτοις πασιν ουκ απεστραφη ο θυμος αλλ' ετι η χειρ υψηλη | 20 Manasses [szarpie] Efraima, a Efraim Manassesa, obaj razem godzą na Judę. Po tym wszystkim nie uśmierzył się gniew Jego i ręka Jego - nadal wyciągnięta. |