| 1 I oto, gdy do Sanballata, Tobiasza, Araba Geszema i do innych nieprzyjaciół naszych doszła wiadomość, że odbudowałem mur i że nie pozostał w nim wyłom - dotychczas tylko jeszcze wrót do bram nie wstawiłem - | 1 τοτε δαρειος ο βασιλευς εθηκεν γνωμην και επεσκεψατο εν ταις βιβλιοθηκαις οπου η γαζα κειται εν βαβυλωνι |
| 2 wtedy Sanballat i Geszem posłali do mnie następujące zaproszenie: Pójdź na wspólne spotkanie do Hakkefirim w dolinie Ono. Lecz oni zamierzali mi krzywdą wyrządzić. | 2 και ευρεθη εν πολει εν τη βαρει της μηδων πολεως κεφαλις μια και τουτο ην γεγραμμενον εν αυτη υπομνημα |
| 3 Więc wyprawiłem do nich posłańców z taką odpowiedzią: Wykonuję wielką pracę i nie mogę zejść. Albowiem stanęłaby ta praca, gdybym ją musiał opuścić, aby zejść do was. | 3 εν ετει πρωτω κυρου βασιλεως κυρος ο βασιλευς εθηκεν γνωμην περι οικου του θεου του εν ιερουσαλημ οικος οικοδομηθητω και τοπος ου θυσιαζουσιν τα θυσιασματα και εθηκεν επαρμα υψος πηχεις εξηκοντα πλατος αυτου πηχεων εξηκοντα |
| 4 Ale oni przysyłali do mnie z tym samym cztery razy, ja zaś odpowiadałem im tak samo. | 4 και δομοι λιθινοι κραταιοι τρεις και δομος ξυλινος εις και η δαπανη εξ οικου του βασιλεως δοθησεται |
| 5 Wtedy Sanballat przysłał do mnie tak samo po raz piąty sługę swego z listem otwartym. | 5 και τα σκευη οικου του θεου τα αργυρα και τα χρυσα α ναβουχοδονοσορ εξηνεγκεν απο οικου του εν ιερουσαλημ και εκομισεν εις βαβυλωνα και δοθητω και απελθατω εις τον ναον τον εν ιερουσαλημ επι τοπου ου ετεθη εν οικω του θεου |
| 6 W nim napisano: Wśród pogan - jak Gaszmu donosi - krąży taka pogłoska: Ty i Żydzi zamierzacie zbuntować się; dlatego ty odbudowujesz ten mur; ty miałbyś zostać ich królem; oraz pogłoska, | 6 νυν δωσετε επαρχοι περαν του ποταμου σαθαρβουζανα και οι συνδουλοι αυτων αφαρσαχαιοι οι εν περα του ποταμου μακραν οντες εκειθεν |
| 7 że nawet zamówiłeś proroków, aby ogłosili o tobie w Jerozolimie: Król jest w Judzie. Oczywiście dowie się o tym król. Toteż przyjdź na wspólną naradę! | 7 αφετε το εργον οικου του θεου οι αφηγουμενοι των ιουδαιων και οι πρεσβυτεροι των ιουδαιων οικον του θεου εκεινον οικοδομειτωσαν επι του τοπου αυτου |
| 8 Lecz ja odesłałem mu taką odpowiedź: Nie działo się tak, jak ty powiadasz, lecz sam sobie to wymyśliłeś. | 8 και απ' εμου ετεθη γνωμη μηποτε τι ποιησητε μετα των πρεσβυτερων των ιουδαιων του οικοδομησαι οικον του θεου εκεινον και απο υπαρχοντων βασιλεως των φορων περαν του ποταμου επιμελως δαπανη εστω διδομενη τοις ανδρασιν εκεινοις το μη καταργηθηναι |
| 9 Oni wszyscy bowiem nas straszyli, bo myśleli o nas: Oni zniechęcą się do tej roboty, tak że ona nie zostanie wykonana. A teraz, [Boże], dodaj mi odwagi! | 9 και ο αν υστερημα και υιους βοων και κριων και αμνους εις ολοκαυτωσεις τω θεω του ουρανου πυρους αλας οινον ελαιον κατα το ρημα των ιερεων των εν ιερουσαλημ εστω διδομενον αυτοις ημεραν εν ημερα ο εαν αιτησωσιν |
| 10 Potem udałem się do mieszkania Szemajasza, syna Delajasza, syna Mechetabela; miał on bowiem jakąś przeszkodę. Ten mi powiedział: Idźmy razem do domu Bożego - do wnętrza świątyni, i zamknijmy wrota świątyni. Ktoś chce bowiem przyjść, by cię zabić; i to tej nocy chce ktoś przyjść, by cię zabić. | 10 ινα ωσιν προσφεροντες ευωδιας τω θεω του ουρανου και προσευχωνται εις ζωην του βασιλεως και των υιων αυτου |
| 11 I odpowiedziałem: Czy mąż mojej rangi będzie uciekał? Kto - podobny do mnie - wszedłszy do świątyni, pozostanie przy życiu? Nie wejdę. | 11 και απ' εμου ετεθη γνωμη οτι πας ανθρωπος ος αλλαξει το ρημα τουτο καθαιρεθησεται ξυλον εκ της οικιας αυτου και ωρθωμενος παγησεται επ' αυτου και ο οικος αυτου το κατ' εμε ποιηθησεται |
| 12 Przeniknąłem bowiem: Nie Bóg go posłał, lecz on wypowiedział to proroctwo o mnie, ponieważ go przekupili Tobiasz wraz z Sanballatem. | 12 και ο θεος ου κατασκηνοι το ονομα εκει καταστρεψει παντα βασιλεα και λαον ος εκτενει την χειρα αυτου αλλαξαι η αφανισαι τον οικον του θεου εκεινον τον εν ιερουσαλημ εγω δαρειος εθηκα γνωμην επιμελως εσται |
| 13 Po to został on przekupiony, abym się przeląkł i tak uczynił, i zgrzeszył. Miało im to posłużyć do zniesławienia mnie, aby mogli mnie lżyć. | 13 τοτε θανθαναι επαρχος περαν του ποταμου σαθαρβουζανα και οι συνδουλοι αυτου προς ο απεστειλεν δαρειος ο βασιλευς ουτως εποιησαν επιμελως |
| 14 Nie zapomnij, Boże mój, Tobiaszowi i Sanballatowi tych uczynków ich, jak również prorokini Noadii i innym prorokom, którzy chcieli mnie przestraszyć. | 14 και οι πρεσβυτεροι των ιουδαιων ωκοδομουσαν και οι λευιται εν προφητεια αγγαιου του προφητου και ζαχαριου υιου αδδω και ανωκοδομησαν και κατηρτισαντο απο γνωμης θεου ισραηλ και απο γνωμης κυρου και δαρειου και αρθασασθα βασιλεων περσων |
| 15 I mur został wykończony dwudziestego piątego dnia miesiąca Elul, po pięćdziesięciu dwóch dniach. | 15 και ετελεσαν τον οικον τουτον εως ημερας τριτης μηνος αδαρ ο εστιν ετος εκτον τη βασιλεια δαρειου του βασιλεως |
| 16 Gdy to usłyszeli wszyscy nieprzyjaciele nasi i gdy wszyscy nasi sąsiedzi pogańscy to ujrzeli, wydało się im to czymś bardzo dziwnym i zrozumieli, że dzieło to zostało wykonane przez naszego Boga. | 16 και εποιησαν οι υιοι ισραηλ οι ιερεις και οι λευιται και οι καταλοιποι υιων αποικεσιας εγκαινια του οικου του θεου εν ευφροσυνη |
| 17 Prócz tego w owych dniach możni żydowscy często wysyłali listy do Tobiasza, a także listy Tobiasza przychodziły do nich; | 17 και προσηνεγκαν εις τα εγκαινια του οικου του θεου μοσχους εκατον κριους διακοσιους αμνους τετρακοσιους χιμαρους αιγων περι αμαρτιας υπερ παντος ισραηλ δωδεκα εις αριθμον φυλων ισραηλ |
| 18 albowiem wielu w Judzie było z nim związanych przysięgą, gdyż był on zięciem Szekaniasza, syna Aracha, a syn jego Jochanan poślubił córkę Meszullama, syna Berekiasza. | 18 και εστησαν τους ιερεις εν διαιρεσεσιν αυτων και τους λευιτας εν μερισμοις αυτων επι δουλεια θεου του εν ιερουσαλημ κατα την γραφην βιβλιου μωυση |
| 19 Również dobre wieści o nim mnie opowiadano, a wypowiedzi moje jemu donoszono. I listy wysyłał Tobiasz, aby mię zastraszyć. | 19 και εποιησαν οι υιοι της αποικεσιας το πασχα τη τεσσαρεσκαιδεκατη του μηνος του πρωτου |
| 20 οτι εκαθαρισθησαν οι ιερεις και οι λευιται εως εις παντες καθαροι και εσφαξαν το πασχα τοις πασιν υιοις της αποικεσιας και τοις αδελφοις αυτων τοις ιερευσιν και εαυτοις |
| 21 και εφαγον οι υιοι ισραηλ το πασχα οι απο της αποικεσιας και πας ο χωριζομενος της ακαθαρσιας εθνων της γης προς αυτους του εκζητησαι κυριον θεον ισραηλ |
| 22 και εποιησαν την εορτην των αζυμων επτα ημερας εν ευφροσυνη οτι ευφρανεν αυτους κυριος και επεστρεψεν καρδιαν βασιλεως ασσουρ επ' αυτους κραταιωσαι τας χειρας αυτων εν εργοις οικου του θεου ισραηλ |