SCRUTATIO

Mercoledi, 26 novembre 2025 - Beato Giacomo Alberione ( Letture di oggi)

Księga Ezdrasza 9


font
Biblia TysiącleciaLXX
1 Po dokonaniu tego zbliżyli się do mnie książęta z tymi słowami: Lud izraelski, kapłani i lewici nie trzymali się z dala od narodów tych krain, jak i od ich okropności, mianowicie z dala od Kananejczyków, Chetytów, Peryzzytów, Jebusytów, Ammonitów, Moabitów, Egipcjan i Amorytów,1 και αναστας εσδρας απο της αυλης του ιερου επορευθη εις το παστοφοριον ιωαναν του ελιασιβου
2 lecz spośród córek ich wzięli dla siebie i dla synów swoich żony, tak że ród święty zmieszał się z narodami tych krain; a książęta i zwierzchnicy przodowali w tym wiarołomstwie.2 και αυλισθεις εκει αρτου ουκ εγευσατο ουδε υδωρ επιεν πενθων υπερ των ανομιων των μεγαλων του πληθους
3 Gdy tę wieść usłyszałem, rozdarłem swoją szatę i płaszcz, wyrywałem sobie włosy z głowy i brody i wstrząśnięty usiadłem.3 και εγενετο κηρυγμα εν ολη τη ιουδαια και ιερουσαλημ πασι τοις εκ της αιχμαλωσιας συναχθηναι εις ιερουσαλημ
4 Wtedy zebrali się dokoła mnie wszyscy, którzy z powodu tego wiarołomstwa wygnańców lękali się gróźb Boga izraelskiego. A ja wstrząśnięty siedziałem aż do ofiary wieczornej.4 και οσοι αν μη απαντησωσιν εν δυσιν η τρισιν ημεραις κατα το κριμα των προκαθημενων πρεσβυτερων ανιερωθησονται τα κτηνη αυτων και αυτος αλλοτριωθησεται απο του πληθους της αιχμαλωσιας
5 W czasie ofiary wieczornej wstałem z upokorzenia swego, w rozdartej szacie i płaszczu padłem na kolana, wyciągnąłem dłonie do Pana, Boga mojego,5 και επισυνηχθησαν οι εκ της φυλης ιουδα και βενιαμιν εν τρισιν ημεραις εις ιερουσαλημ ουτος ο μην ενατος τη εικαδι του μηνος
6 i rzekłem: Boże mój! Bardzo się wstydzę, Boże mój, podnieść twarz do Ciebie, albowiem przestępstwa nasze wzrosły powyżej głowy, a wina nasza wzbiła się do nieba.6 και συνεκαθισαν παν το πληθος εν τη ευρυχωρω του ιερου τρεμοντες δια τον ενεστωτα χειμωνα
7 Od dni ojców naszych aż po dziś dzień ciąży na nas wielka wina. My, królowie nasi, kapłani nasi zostaliśmy wydani za nasze przestępstwa pod władzę królów krain tych, pod miecz, w niewolę, na złupienie i na publiczne pośmiewisko, jak to jest dziś.7 και αναστας εσδρας ειπεν αυτοις υμεις ηνομησατε και συνωκισατε γυναικας αλλογενεις του προσθειναι αμαρτιαν τω ισραηλ
8 A teraz zaledwie na chwilę przyszło zmiłowanie od Pana, Boga naszego, przez to, że pozostawił nam garstkę ocalonych, że w swoim miejscu świętym dał nam dach nad głową, że Bóg nasz rozjaśnił oczy nasze i że pozwolił nam w niewoli naszej trochę odetchnąć -8 και νυν δοτε ομολογιαν δοξαν τω κυριω θεω των πατερων ημων
9 bo przecież jesteśmy niewolnikami. Ale w niewoli naszej nie opuścił nas Bóg nasz, lecz dał nam znaleźć względy u królów perskich, pozwalając nam odżyć, byśmy mogli wznieść dom Boga naszego i odbudować jego ruiny - dając nam ostoję w Judzie i Jerozolimie.9 και ποιησατε το θελημα αυτου και χωρισθητε απο των εθνων της γης και απο των γυναικων των αλλογενων
10 A teraz, Boże nasz, co powiemy, żeśmy po tym znowu przekroczyli Twoje przykazania,10 και εφωνησαν απαν το πληθος και ειπον μεγαλη τη φωνη ουτως ως ειρηκας ποιησομεν
11 któreś nadał przez swoje sługi, proroków, tymi słowami: Ziemia, w której posiadanie wchodzicie, jest ziemią splamioną przez rozpustę tych obcych narodów, przez ich obrzydliwości, którymi ją w nieczystości swej napełnili od końca do końca.11 αλλα το πληθος πολυ και η ωρα χειμερινη και ουκ ισχυομεν στηναι αιθριοι και ουχ ευρομεν και το εργον ημιν ουκ εστιν ημερας μιας ουδε δυο επι πλειον γαρ ημαρτομεν εν τουτοις
12 Zatem nie wydawajcie córek swoich za ich synów ani nie bierzcie ich córek dla synów swoich. Dalej: nie troszczcie się nigdy o pomyślność ich i szczęście, abyście się wzmocnili i spożywali plon tej ziemi oraz pozostawili ją na zawsze w spadku synom swoim.12 στητωσαν δε οι προηγουμενοι του πληθους και παντες οι εκ των κατοικιων ημων οσοι εχουσιν γυναικας αλλογενεις παραγενηθητωσαν λαβοντες χρονον
13 I po tym wszystkim, co przyszło na nas za nasze złe uczynki i za naszą wielką winę - a przecież Ty, Boże nasz, wymierzyłeś karę poniżej naszej winy i pozostawiłeś nam tylu ocalonych -13 και εκαστου δε τοπου τους πρεσβυτερους και τους κριτας εως του λυσαι την οργην του κυριου αφ' ημων του πραγματος τουτου
14 czy znowu mamy przekraczać twoje polecenia i spowinowacać się z tymi obrzydliwymi narodami? Czy nie rozgniewasz się na nas aż do wytępienia, tak że nie pozostanie Reszta ocalonych?14 ιωναθας αζαηλου και ιεζιας θοκανου επεδεξαντο κατα ταυτα και μοσολλαμος και λευις και σαββαταιος συνεβραβευσαν αυτοις
15 Panie, Boże Izraela, to łaska Twoja, żeśmy tym razem pozostali ocaleni. Otośmy przed Tobą obarczeni winą. Zaprawdę, niepodobna wobec tego ostać się przed Tobą.15 και εποιησαν κατα παντα ταυτα οι εκ της αιχμαλωσιας
16 και επελεξατο εαυτω εσδρας ο ιερευς ανδρας ηγουμενους των πατριων αυτων κατ' ονομα παντας και συνεκαθισαν τη νουμηνια του μηνος του δεκατου ετασαι το πραγμα
17 και ηχθη επι περας τα κατα τους ανδρας τους επισυνεχοντας γυναικας αλλογενεις εως της νουμηνιας του πρωτου μηνος
18 και ευρεθησαν των ιερεων οι επισυναχθεντες αλλογενεις γυναικας εχοντες
19 εκ των υιων ιησου του ιωσεδεκ και των αδελφων μασηας και ελεαζαρος και ιωριβος και ιωδανος
20 και επεβαλον τας χειρας εκβαλειν τας γυναικας αυτων και εις εξιλασμον κριους υπερ της αγνοιας αυτων
21 και εκ των υιων εμμηρ ανανιας και ζαβδαιος και μανης και σαμαιος και ιιηλ και αζαριας
22 και εκ των υιων φαισουρ ελιωναις μασσιας ισμαηλος και ναθαναηλος και ωκιδηλος και σαλθας
23 και εκ των λευιτων ιωζαβδος και σεμεις και κωλιος ουτος καλιτας και παθαιος και ωουδας και ιωανας
24 εκ των ιεροψαλτων ελιασιβος βακχουρος
25 εκ των θυρωρων σαλλουμος και τολβανης
26 εκ του ισραηλ εκ των υιων φορος ιερμας και ιεζιας και μελχιας και μιαμινος και ελεαζαρος και ασιβιας και βανναιας
27 εκ των υιων ηλαμ ματανιας και ζαχαριας ιεζριηλος και ωβαδιος και ιερεμωθ και ηλιας
28 και εκ των υιων ζαμοθ ελιαδας ελιασιμος οθονιας ιαριμωθ και σαβαθος και ζερδαιας
29 και εκ των υιων βηβαι ιωαννης και ανανιας και ζαβδος και εμαθις
30 και εκ των υιων μανι ωλαμος μαμουχος ιεδαιος ιασουβος και ασαηλος και ιερεμωθ
31 και εκ των υιων αδδι νααθος και μοοσσιας λακκουνος και ναιδος και βεσκασπασμυς και σεσθηλ και βαλνουος και μανασσηας
32 και εκ των υιων ανναν ελιωνας και ασαιας και μελχιας και σαββαιας και σιμων χοσαμαιος
33 και εκ των υιων ασομ μαλτανναιος και ματταθιας και σαβανναιους και ελιφαλατ και μανασσης και σεμει
34 και εκ των υιων βαανι ιερεμιας μομδιος μαηρος ιουηλ μαμδαι και πεδιας και ανως καραβασιων και ελιασιβος και μαμνιταναιμος ελιασις βαννους ελιαλις σομεις σελεμιας ναθανιας και εκ των υιων εζωρα σεσσις εζριλ αζαηλος σαματος ζαμβρις ιωσηπος
35 και εκ των υιων νοομα μαζιτιας ζαβαδαιας ηδαις ιουηλ βαναιας
36 παντες ουτοι συνωκισαν γυναικας αλλογενεις και απελυσαν αυτας συν τεκνοις
37 και κατωκησαν οι ιερεις και οι λευιται και οι εκ του ισραηλ εν ιερουσαλημ και εν τη χωρα τη νουμηνια του εβδομου μηνος και οι υιοι ισραηλ εν ταις κατοικιαις αυτων
38 και συνηχθη παν το πληθος ομοθυμαδον επι το ευρυχωρον του προς ανατολας του ιερου πυλωνος
39 και ειπον εσδρα τω αρχιερει και αναγνωστη κομισαι τον νομον μωυσεως τον παραδοθεντα υπο του κυριου θεου ισραηλ
40 και εκομισεν εσδρας ο αρχιερευς τον νομον παντι τω πληθει απο ανθρωπου εως γυναικος και πασιν τοις ιερευσιν ακουσαι του νομου νουμηνια του εβδομου μηνος
41 και ανεγιγνωσκεν εν τω προ του ιερου πυλωνος ευρυχωρω απο ορθρου εως μεσημβρινου ενωπιον ανδρων τε και γυναικων και επεδωκαν παν το πληθος τον νουν εις τον νομον
42 και εστη εσδρας ο ιερευς και αναγνωστης του νομου επι του ξυλινου βηματος του κατασκευασθεντος
43 και εστησαν παρ' αυτω ματταθιας σαμμους ανανιας αζαριας ουριας εζεκιας βααλσαμος εκ δεξιων
44 και εξ ευωνυμων φαδαιος μισαηλ μελχιας λωθασουβος ναβαριας ζαχαριας
45 και αναλαβων εσδρας το βιβλιον του νομου ενωπιον του πληθους προεκαθητο γαρ επιδοξως ενωπιον παντων
46 και εν τω λυσαι τον νομον παντες ορθοι εστησαν και ευλογησεν εσδρας τω κυριω θεω υψιστω θεω σαβαωθ παντοκρατορι
47 και επεφωνησεν παν το πληθος αμην και αραντες ανω τας χειρας προσπεσοντες επι την γην προσεκυνησαν τω κυριω
48 ιησους και αννιουθ και σαραβιας ιαδινος ιακουβος σαββαταιος αυταιας μαιαννας και καλιτας αζαριας και ιωζαβδος ανανιας φαλιας οι λευιται εδιδασκον τον νομον κυριου και προς το πληθος ανεγινωσκον τον νομον του κυριου εμφυσιουντες αμα την αναγνωσιν
49 και ειπεν ατταρατης εσδρα τω αρχιερει και αναγνωστη και τοις λευιταις τοις διδασκουσι το πληθος επι παντας
50 η ημερα αυτη εστιν αγια τω κυριω και παντες εκλαιον εν τω ακουσαι του νομου
51 βαδισαντες ουν φαγετε λιπασματα και πιετε γλυκασματα και αποστειλατε αποστολας τοις μη εχουσιν
52 αγια γαρ η ημερα τω κυριω και μη λυπεισθε ο γαρ κυριος δοξασει υμας
53 και οι λευιται εκελευον τω δημω παντι λεγοντες η ημερα αυτη αγια μη λυπεισθε
54 και ωχοντο παντες φαγειν και πιειν και ευφραινεσθαι και δουναι αποστολας τοις μη εχουσιν και ευφρανθηναι μεγαλως
55 οτι και ενεφυσιωθησαν εν τοις ρημασιν οις εδιδαχθησαν και επισυνηχθησαν .