Salmi 104
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA VOLGARE | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Al Signore confessate, e invocate il nome suo; raccontate tra le genti l'opere sue. | 1 Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Κυριε Θεε μου, εμεγαλυνθης σφοδρα? τιμην και μεγαλοπρεπειαν εισαι ενδεδυμενος? |
2 Cantatelo e laudatelo; narrate tutte le maraviglie sue. | 2 ο περιτυλιττομενος το φως ως ιματιον, ο εκτεινων τον ουρανον ως καταπετασμα? |
3 Laudatevi nel nome santo suo; rallegrisi il cuore delli cercanti il Signore. | 3 ο στεγαζων με υδατα τα υπερωα αυτου? ο ποιων τα νεφη αμαξαν αυτου? ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων? |
4 Cercate il Signore e confessateli; sempre cercate la faccia sua. | 4 ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα, τους λειτουργους αυτου πυρος φλογα? |
5 Ricordatevi delle sue maraviglie, che ha fatto; li suoi segnali e gli giudicii della bocca sua. | 5 ο θεμελιων την γην επι την βασιν αυτης, δια να μη σαλευθη εις τον αιωνα του αιωνος. |
6 Del seme di Abraam, servo suo; del figliuolo di Iacob, eletto suo. | 6 Με την αβυσσον, ως με ιματιον, εκαλυψας αυτην? τα υδατα εσταθησαν επι των ορεων? |
7 Egli è il Signore Iddio nostro; in tutta la terra sono li giudicii suoi. | 7 απο επιτιμησεως σου εφυγον? απο της φωνης της βροντης σου εσυρθησαν εν βια? |
8 Sempre si ha ricordato del testamento suo; della parola che lui ha comandato in mille generazioni; | 8 ανεβησαν εις τα ορη, κατεβησαν εις τας κοιλαδας, εις τοπον, τον οποιον διωρισας δι' αυτα? |
9 il quale ordinò ad Abraam; e del giuramento fece ad Isaac. | 9 εθεσας οριον, το οποιον δεν θελουσιν υπερβη ουδε θελουσιν επιστρεψει δια να σκεπασωσι την γην. |
10 E quello ordinò a Iacob in comandamento, e a Israel in promissione eterna, | 10 Ο εξαποστελλων πηγας εις τας φαραγγας, δια να ρεωσιν αναμεσον των ορεων? |
11 dicendo: darotti la terra di Canaan, in divisione della vostra eredità. | 11 ποτιζουσι παντα τα θηρια του αγρου? οι αγριοι ονοι σβυνουσι την διψαν αυτων? |
12 Essendo gli suoi abitatori di piccolo numero, e pochissimi, | 12 πλησιον αυτων τα πετεινα του ουρανου κατασκηνουσι, και αναμεσον των κλαδων κελαδουσιν. |
13 e' passorono di gente in gente, e dal regno a uno altro popolo. | 13 Ο ποτιζων τα ορη εκ των υπερωων αυτου? απο του καρπου των εργων σου χορταινει η γη. |
14 Non lasciò nocerli all' uomo; e per loro castigò li re. | 14 Ο αναδιδων χορτον δια τα κτηνη και βοτανην προς χρησιν του ανθρωπου, δια να εξαγη τροφην εκ της γης, |
15 Non vogliate toccare li cristi miei; e nei miei profeti non vogliate malignare. | 15 και οινον ευφραινοντα την καρδιαν του ανθρωπου, ελαιον δια να λαμπρυνη το προσωπον αυτου, και αρτον στηριζοντα την καρδιαν του ανθρωπου. |
16 E chiamò la fame sopra la terra; e spezzò ogni firmamento di pane. | 16 Εχορτασθησαν τα δενδρα του Κυριου? αι κεδροι του Λιβανου, τας οποιας εφυτευσεν? |
17 Mandò dinanzi a loro l'uomo; in servo fu venduto Iosef. | 17 Οπου τα πετεινα καμνουσι φωλεας? αι πευκαι ειναι η κατοικια του πελαργου. |
18 Isbassorono li suoi piedi ne' ceppi; il ferro trapassò l'anima sua, | 18 Τα ορη τα υψηλα ειναι δια τας δορκαδας? αι πετραι καταφυγη εις τους δασυποδας. |
19 insino che venisse la parola sua. Il parlare del Signore infiammò quello; | 19 Εκαμε την σεληνην δια τους καιρους? ο ηλιος γνωριζει την δυσιν αυτου. |
20 mandò il re, e sciolselo; il principe de' popoli, e lasciò lui. | 20 Φερεις σκοτος, και γινεται νυξ? εν αυτη περιφερονται παντα τα θηρια του δασους? |
21 Ordinollo in signore della casa sua; e principe di tutta la possessione sua; | 21 οι σκυμνοι βρυχωνται δια να αρπασωσι, και να ζητησωσι παρα του Θεου την τροφην αυτων. |
22 acciò che ammaestrasse gli suoi principi come sè stesso; e alli suoi vecchi insegnasse prudenza. | 22 Ο ηλιος ανατελλει? συναγονται και πλαγιαζουσιν εν τοις σπηλαιοις αυτων? |
23 E Israel entrò in Egitto; e Iacob fu peregrino nella terra di Cam. | 23 εξερχεται ο ανθρωπος εις το εργον αυτου και εις την εργασιαν αυτου εως εσπερας. |
24 E accrescette il popolo suo molto; e quello firmò sopra li suoi nemici. | 24 Ποσον μεγαλα ειναι τα εργα σου, Κυριε? τα παντα εν σοφια εποιησας? η γη ειναι πληρης των ποιηματων σου? |
25 Convertì loro cuore, per che odiasse il popolo suo, e facesse inganno ne' servi suoi. | 25 αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος. Εκει ειναι ερπετα αναριθμητα, ζωα μικρα μετα μεγαλων? |
26 Mandò Moisè servo suo; Aaron che ha eletto. | 26 εκει διατρεχουσι τα πλοια? εκει ο Λευιαθαν ουτος, τον οποιον επλασας δια να παιζη εν αυτη. |
27 Ne' quali puose le parole de' segni suoi, e delle maraviglie nella terra di Cam. | 27 Παντα ταυτα επι σε ελπιζουσι, δια να δωσης εν καιρω την τροφην αυτων. |
28 Mandò le tenebre, e scurogli; e non adempì li suoi parlari. | 28 Διδεις εις αυτα, συναγουσιν? ανοιγεις την χειρα σου, χορταινουσιν αγαθα. |
29 Loro acque convertì in sangue; e uccise loro pesci. | 29 Αποστρεφεις το προσωπον σου, ταραττονται? σηκονεις την πνοην αυτων, αποθνησκουσι και εις το χωμα αυτων επιστρεφουσιν? |
30 E loro terra dette le rane nelle camere secrete delli re loro. | 30 εξαποστελλεις το πνευμα σου, κτιζονται, και ανανεονεις το προσωπον της γης. |
31 Disse, e venne la mosca canina; e le mosche piccoline in tutti li suoi confini. | 31 Η δοξα του Κυριου εστω εις τον αιωνα? ας ευφραινεται ο Κυριος εις τα εργα αυτου? |
32 Puose loro pioggie in tempesta; nella loro terra il fuoco ardente. | 32 ο επιβλεπων επι την γην και καμνων αυτην να τρεμη? εγγιζει τα ορη, και καπνιζουσι. |
33 E percosse loro vigne e loro fichi; e spezzò il legno de' suoi confini. | 33 Θελω ψαλλει εις τον Κυριον ενοσω ζω? θελω ψαλμωδει εις τον Θεον μου ενοσω υπαρχω. |
34 Disse, e venne la locusta, e loro figliuoli, de' quali non era numero. | 34 Η εις αυτον μελετη μου θελει εισθαι γλυκεια? εγω θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον. |
35 Egli mangiò il fieno nella loro terra; e mangid ogni frutto della loro terra. | 35 Ας εκλειψωσιν οι αμαρτωλοι απο της γης και οι ασεβεις ας μη υπαρχωσι πλεον. Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Αλληλουια. |
36 E percosse ogni primogenito nella loro terra; le primizie di [ogni] loro fatica. | |
37 E menolli fuori con argento e auro; e nelle loro tribù non era infermo. | |
38 Rallegrossi l'Egitto nel loro partimento; per che sopra loro giacque il loro timore. | |
39 Spargette la nube in loro defensione, e il fuoco acciò a loro lucesse nella notte. | |
40 Addimandorono, e venne la coturnice; e satollolli del pane del cielo. | |
41 Spezzò la pietra, e corsero le acque; andarono li fiumi per il secco. | |
42 Però che si arricordò della parola santa sua, ch' ebbe con Abraam servo suo. | |
43 E menò il suo popolo con allegrezza, e' suoi eletti con letizia. | |
44 E a loro dètte le regioni delle genti; e possedettero le fatiche de' popoli; | |
45 acciò osservino le giustificazioni sue, e cerchino la legge sua. |