1 Dopo adunque il tempo di tre anni conobbe Giuda, e quelli ch' erano con lui, come Demetrio di Seleuco era asceso per il porto di Tripoli, con una molta e potente forza, alli luoghi opportuni; | 1 μετα δε τριετη χρονον προσεπεσεν τοις περι τον ιουδαν δημητριον τον του σελευκου δια του κατα τριπολιν λιμενος εισπλευσαντα μετα πληθους ισχυρου και στολου |
2 e avere ottenuto le regioni di contra Antioco e Lisia suo duca. | 2 κεκρατηκεναι της χωρας επανελομενον αντιοχον και τον τουτου επιτροπον λυσιαν |
3 Onde uno ch' era stato sommo sacerdote, chiamato Alcimo, volontariamente (era) maculato nelli tempi della commistione, considerando che per nullo modo a sè fusse salute di potere andare all'altare, | 3 αλκιμος δε τις προγεγονως αρχιερευς εκουσιως δε μεμολυσμενος εν τοις της αμειξιας χρονοις συννοησας οτι καθ' οντιναουν τροπον ουκ εστιν αυτω σωτηρια ουδε προς το αγιον θυσιαστηριον ετι προσοδος |
4 andò al re Demetrio nel centesimo quinquagesimo anno, offerendoli ia corona aurea e la palma, ed etiam li vasi offeritorii li quali parevano essere del tempio. Ed etiam stette quieto in quel giorno. | 4 ηκεν προς τον βασιλεα δημητριον ως πρωτω και πεντηκοστω και εκατοστω ετει προσαγων αυτω στεφανον χρυσουν και φοινικα προς δε τουτοις των νομιζομενων θαλλων του ιερου και την ημεραν εκεινην ησυχιαν εσχεν |
5 Ma ritrovato il tempo opportuno della sua pazzia, e chiamato al consiglio di Demetrio, e addimandato quali cose e che consigli usassero li Giudei, | 5 καιρον δε λαβων της ιδιας ανοιας συνεργον προσκληθεις εις συνεδριον υπο του δημητριου και επερωτηθεις εν τινι διαθεσει και βουλη καθεστηκαν οι ιουδαιοι προς ταυτα εφη |
6 rispose: quelli che si dicono Assidei de' Giudei, de' quali Giuda Maccabeo è loro principe, nutriscono le guerre, e moveno li tradimenti e non patiscono essere il regno quieto. | 6 οι λεγομενοι των ιουδαιων ασιδαιοι ων αφηγειται ιουδας ο μακκαβαιος πολεμοτροφουσιν και στασιαζουσιν ουκ εωντες την βασιλειαν ευσταθειας τυχειν |
7 Onde etiam io, ingannato per la gloria dei parenti, dico per il sommo sacerdozio, sono venuto in questo luogo, | 7 οθεν αφελομενος την προγονικην δοξαν λεγω δη την αρχιερωσυνην δευρο νυν εληλυθα |
8 in prima servando la fede alle cose utili del re, e secondariamente (donando e) consigliando alli cittadini; certo dicoti che per la loro pravità conturbasi tutta la nostra generazione. | 8 πρωτον μεν υπερ των ανηκοντων τω βασιλει γνησιως φρονων δευτερον δε και των ιδιων πολιτων στοχαζομενος τη μεν γαρ των προειρημενων αλογιστια το συμπαν ημων γενος ου μικρως ακληρει |
9 Ma pregoti, o re, che conosciuta ciascuna di queste cose, consideri e alla regione e alla generazione, secondo la tua divulgata da tutti umanità. | 9 εκαστα δε τουτων επεγνωκως συ βασιλευ και της χωρας και του περιισταμενου γενους ημων προνοηθητι καθ' ην εχεις προς απαντας ευαπαντητον φιλανθρωπιαν |
10 Imperò che, mentre che Giuda vive, impossibile è che sia pace nelli officii e faccende. | 10 αχρι γαρ ιουδας περιεστιν αδυνατον ειρηνης τυχειν τα πραγματα |
11 Di che, dette queste tali cose, e avendosi gli altri amici suoi commossi inimichevolmente contra di Giuda, accesero l'animo di Demetrio. | 11 τοιουτων δε ρηθεντων υπο τουτου θαττον οι λοιποι φιλοι δυσμενως εχοντες τα προς τον ιουδαν προσεπυρωσαν τον δημητριον |
12 Il quale incontanente mandò in Giudea per duce Nicanore, preposito delli elefanti, | 12 προχειρισαμενος δε ευθεως νικανορα τον γενομενον ελεφανταρχην και στρατηγον αναδειξας της ιουδαιας εξαπεστειλεν |
13 dandoli in comandamento, ch' egli (etiam) pigliasse Giuda (vivo), ed etiam dispergesse quelli ch' erano con lui, e ordinasse Alcimo sommo sacerdote del massimo tempio. | 13 δους εντολας αυτον μεν τον ιουδαν επανελεσθαι τους δε συν αυτω σκορπισαι καταστησαι δε αλκιμον αρχιερεα του μεγιστου ιερου |
14 Allora le genti, che aveano fuggito da Giuda di Giudea, a poco a poco accostavansi a Nicanore, credendo le miserie e pestilenze de' Giudei essere le prosperità di loro cose. | 14 οι δε επι της ιουδαιας πεφυγαδευκοτες τον ιουδαν εθνη συνεμισγον αγεληδον τω νικανορι τας των ιουδαιων ατυχιας και συμφορας ιδιας ευημεριας δοκουντες εσεσθαι |
15 Di che, poscia che li Giudei udittero il venire di Nicanore, e la raunazione delle nazioni, gettati a terra (con lacrime) eravano quello che constituì il suo popolo in eterno, ch' egli ne avesse custodia, ed etiam ha difeso la parte sua con evidentissimi segni. | 15 ακουσαντες δε την του νικανορος εφοδον και την επιθεσιν των εθνων καταπασαμενοι γην ελιτανευον τον αχρι αιωνος συστησαντα τον αυτου λαον αει δε μετ' επιφανειας αντιλαμβανομενον της εαυτου μεριδος |
16 Onde imperante il duca, incontanente si mossero di quindi, e raunorsi a uno castello chiamato Dessau. | 16 προσταξαντος δε του ηγουμενου εκειθεν ευθεως αναζευξας συμμισγει αυτοις επι κωμην δεσσαου |
17 Ed etiam Simone, fratello di Giuda, avea combattuto con Nicanore; e fu spaventato per il sùbito avvento delli inimici. | 17 σιμων δε ο αδελφος ιουδου συμβεβληκως ην τω νικανορι βραδεως δε δια την αιφνιδιον των αντιπαλων αφασιαν επταικως |
18 Ma pur udendo Nicanore la virtù de' compagni di Giuda, e la magnitudine dell' animo la quale loro aveano a combattere per la patria, temeva di fare il giudicio di sangue. | 18 ομως δε ακουων ο νικανωρ ην ειχον οι περι τον ιουδαν ανδραγαθιαν και εν τοις περι της πατριδος αγωσιν ευψυχιαν υπευλαβειτο την κρισιν δι' αιματων ποιησασθαι |
19 Per la qual cagione egli mandò innanzi Posidonio e Teodozio e Mattia, che dovessero dare. e togliere la concordia e pace. | 19 διοπερ επεμψεν ποσιδωνιον και θεοδοτον και ματταθιαν δουναι και λαβειν δεξιας |
20 Mentre che per lungo tempo trattavasi il consiglio sopra di questo, e avendo il duca referito alla moltitudine, fue una sentenza di tutti di consentire alle amicizie. | 20 πλειονος δε γενομενης περι τουτων επισκεψεως και του ηγουμενου τοις πληθεσιν ανακοινωσαμενου και φανεισης ομοψηφου γνωμης επενευσαν ταις συνθηκαις |
21 Di che, ordinato il giorno nel quale secretamente fra sè trattasseno, furono portate a ciascuno e poste le sedie. | 21 εταξαντο δε ημεραν εν η κατ' ιδιαν ηξουσιν εις το αυτο και προηλθεν παρ' εκαστου διφραξ εθεσαν διφρους |
22 Etiam comandò Giuda, che fussero armati ne' luoghi opportuni, chè forse senza avvertenza non venisse alcuno male dalli inimici; e poscia fecero uno congruo colloquio. | 22 διεταξεν ιουδας ενοπλους ετοιμους εν τοις επικαιροις τοποις μηποτε εκ των πολεμιων αιφνιδιως κακουργια γενηται την αρμοζουσαν εποιησαντο κοινολογιαν |
23 Ma Nicanore dimorava in Ierosolima, e nulla cosa iniqua faceva; etiam lassò li greggi delle turbe, le quali erano state raunate. | 23 διετριβεν ο νικανωρ εν ιεροσολυμοις και επραττεν ουθεν ατοπον τους δε συναχθεντας αγελαιους οχλους απελυσεν |
24 Ed egli sempre avea Giuda dall' animo caro, ed era inclinato a quello uomo. | 24 και ειχεν τον ιουδαν δια παντος εν προσωπω ψυχικως τω ανδρι προσεκεκλιτο |
25 Etiam pregollo, ch' egli menasse moglie, e procreasse figliuoli. Fece le nozze; quietamente operò, e vivevano amicabilmente. | 25 παρεκαλεσεν αυτον γημαι και παιδοποιησασθαι εγαμησεν ευσταθησεν εκοινωνησεν βιου |
26 Vedendo adunque Alcimo la loro carità, e insieme le loro convenzioni, vennesi a Demetrio; e dicevali come Nicanore avesse assentito alle cose aliene, e avea ordinato Giuda, insidiatore del regno, suo successore. | 26 ο δε αλκιμος συνιδων την προς αλληλους ευνοιαν και τας γενομενας συνθηκας λαβων ηκεν προς τον δημητριον και ελεγεν τον νικανορα αλλοτρια φρονειν των πραγματων τον γαρ επιβουλον της βασιλειας ιουδαν αυτου διαδοχον αναδειξαι |
27 Di che il re commosso ad ira, udendo queste pessime cose criminali, scrisse (le lettere) a Nicanore, dicendo come gravemente si doleva per la convenzione della amicizia; ma comandava che fusse mandato Maccabeo legato in Antiochia. | 27 ο δε βασιλευς εκθυμος γενομενος και ταις του παμπονηρου διαβολαις ερεθισθεις εγραψεν νικανορι φασκων υπερ μεν των συνθηκων βαρεως φερειν κελευων δε τον μακκαβαιον δεσμιον εξαποστελλειν εις αντιοχειαν ταχεως |
28 (Udite e) conosciute queste cose, Nicanore per grande dolore d'animo veniva meno, 'e gravemente sosteneva, se quelle cose erano state convenute insieme fossero annullate, non essendo in nulla parte offeso dall' uomo. | 28 προσπεσοντων δε τουτων τω νικανορι συνεκεχυτο και δυσφορως εφερεν ει τα διεσταλμενα αθετησει μηδεν τανδρος ηδικηκοτος |
29 Ma per che egli non poteva resistere al re, [os]servava la comodità, quando potesse adempiere il comandamento. | 29 επει δε τω βασιλει αντιπραττειν ουκ ην ευκαιρον ετηρει στρατηγηματι τουτ' επιτελεσαι |
30 Ma Maccabeo, vedendo Nicanore portare seco più austeramente del consueto, dandoli più crudeli parlari che per avanti, intendendo questa austerità non venire da buona parte, radunati pochi dei suoi, occultossi da Nicanore. | 30 ο δε μακκαβαιος αυστηροτερον διεξαγαγοντα συνιδων τον νικανορα τα προς αυτον και την ειθισμενην απαντησιν αγροικοτερον εσχηκοτα νοησας ουκ απο του βελτιστου την αυστηριαν ειναι συστρεψας ουκ ολιγους των περι αυτον συνεκρυπτετο τον νικανορα |
31 Ed egli, conoscendo essere sè scoperto da quello uomo, venne al massimo e santissimo tempio; e mandò alli sacerdoti, offerenti li soliti sacrificii, che li fusse dato l'uomo. | 31 συγγνους δε ο ετερος οτι γενναιως υπο του ανδρος εστρατηγηται παραγενομενος επι το μεγιστον και αγιον ιερον των ιερεων τας καθηκουσας θυσιας προσαγοντων εκελευσεν παραδιδοναι τον ανδρα |
32 Li quali dicendo con giuramento non sapere dove fosse quello ch' era chiesto, estendendo egli la mano al tempio, | 32 των δε μεθ' ορκων φασκοντων μη γινωσκειν που ποτ' εστιν ο ζητουμενος |
33 giurò dicendo: se voi non mi darete Giuda legato, reducerò questo magno tempio di Dio in pianura, e scaverò l' altare, e consecrarò questo tempio a (dio) Bacco padre. | 33 προτεινας την δεξιαν επι τον νεω ταυτ' ωμοσεν εαν μη δεσμιον μοι τον ιουδαν παραδωτε τονδε τον του θεου σηκον εις πεδιον ποιησω και το θυσιαστηριον κατασκαψω και ιερον ενταυθα τω διονυσω επιφανες αναστησω |
34 La qual cosa udendo li sacerdoti, alzando le mani in cielo, invocavano quello che sempre era stato propugnatore della loro gente, dicendo questo: | 34 τοσαυτα δε ειπων απηλθεν οι δε ιερεις προτειναντες τας χειρας εις τον ουρανον επεκαλουντο τον δια παντος υπερμαχον του εθνους ημων ταυτα λεγοντες |
35 Tu, Signore dell' universo, il quale di nulla hai bisogno, hai voluto essere fatto in noi il tempio della tua abitazione. | 35 συ κυριε των ολων απροσδεης υπαρχων ηυδοκησας ναον της σης σκηνωσεως εν ημιν γενεσθαι |
36 E ora tu, santo di tutti li santi Signore, sempre conserva questa immaculata casa, la quale in breve è stata mundata. | 36 και νυν αγιε παντος αγιασμου κυριε διατηρησον εις αιωνα αμιαντον τονδε τον προσφατως κεκαθαρισμενον οικον |
37 Essendo significato a Nicanore, come in Ierosolima era uno delli antiqui, chiamato Razia, uomo amatore della città, e bene audace, il quale per grande affezione era appellato padre de' Giudei; | 37 ραζις δε τις των απο ιεροσολυμων πρεσβυτερων εμηνυθη τω νικανορι ανηρ φιλοπολιτης και σφοδρα καλως ακουων και κατα την ευνοιαν πατηρ των ιουδαιων προσαγορευομενος |
38 questo per molto tempo tenette il proposito della continenza in giudaismo, contento di dare l'anima e il corpo per la perseveranza; | 38 ην γαρ εν τοις εμπροσθεν χρονοις της αμειξιας κρισιν εισενηνεγμενος ιουδαισμου και σωμα και ψυχην υπερ του ιουδαισμου παραβεβλημενος μετα πασης εκτενιας |
39 volendo adunque Nicanore manifestare l'odio. ch' egli avea contro li Giudei, mandò cinquecento cavalieri, che lo dovessero pigliare. | 39 βουλομενος δε νικανωρ προδηλον ποιησαι ην ειχεν προς τους ιουδαιους δυσμενειαν απεστειλεν στρατιωτας υπερ τους πεντακοσιους συλλαβειν αυτον |
40 Imperò ch' egli s' imaginava che se egli avesse quello, si stesse per dare alli Giudei una massima guerra. | 40 εδοξεν γαρ εκεινον συλλαβων τουτοις ενεργασασθαι συμφοραν |
41 E desideranti le turbe di correre alla sua casa, e fracassare li usci, e ponere il fuoco, essendo già quasi preso, percosse sè stesso con il coltello, | 41 των δε πληθων μελλοντων τον πυργον καταλαβεσθαι και την αυλαιαν θυραν βιαζομενων και κελευοντων πυρ προσαγειν και τας θυρας υφαπτειν περικαταλημπτος γενομενος υπεθηκεν εαυτω το ξιφος |
42 eleggendo di morire più nobilmente, che esser fatto suddito alli peccatori, ed essere fatto contro li suoi natali per le indegne ingiurie. | 42 ευγενως θελων αποθανειν ηπερ τοις αλιτηριοις υποχειριος γενεσθαι και της ιδιας ευγενειας αναξιως υβρισθηναι |
43 Ma conciosia che per la grande fretta non si feritte di fermo colpo, ed essendovi entrata la turba, (già fracassati li usci), correndo arditamente sopra il muro, virilmente si gittò giù nella turba. | 43 τη δε πληγη μη κατευθικτησας δια την του αγωνος σπουδην και των οχλων εσω των θυρωματων εισβαλλοντων αναδραμων γενναιως επι το τειχος κατεκρημνισεν εαυτον ανδρωδως εις τους οχλους |
44 La quale dandoli luogo al suo cadimento, venne spartito il capo dal collo. | 44 των δε ταχεως αναποδισαντων γενομενου διαστηματος ηλθεν κατα μεσον τον κενεωνα |
45 E alquanto ancora spirando, coll' acceso animo levossi; e scorrendo il sangue con grande impeto, ed essendo ferito di gravissime ferite, correndo passò per mezzo le turbe. | 45 ετι δε εμπνους υπαρχων και πεπυρωμενος τοις θυμοις εξαναστας φερομενων κρουνηδον των αιματων και δυσχερων των τραυματων οντων δρομω τους οχλους διελθων και στας επι τινος πετρας απορρωγος |
46 E stando sopra una alta pietra, e già essendo fatto senza sangue, con ambedue le mani abbracciate le sue interiora, gittolle sopra la turba, invocando il signoreggiatore della vita e del spirito, che egli un'altra volta li rendesse a quello (queste tali vendette); e in tale modo mancò di vita. | 46 παντελως εξαιμος ηδη γινομενος προβαλων τα εντερα και λαβων εκατεραις ταις χερσιν ενεσεισε τοις οχλοις και επικαλεσαμενος τον δεσποζοντα της ζωης και του πνευματος ταυτα αυτω παλιν αποδουναι τονδε τον τροπον μετηλλαξεν |