1 E nel CLXXII anno (del regno de' Greci) lo re Demetrio sì radunòe la sua oste, e andonne in Media per aiuto, e per combattere con Trifone. | 1 και εν ετει δευτερω και εβδομηκοστω και εκατοστω συνηγαγεν δημητριος ο βασιλευς τας δυναμεις αυτου και επορευθη εις μηδιαν του επισπασασθαι βοηθειαν εαυτω οπως πολεμηση τον τρυφωνα |
2 E Arsace, lo re di Persia e de' Medi, intese come Demetrio era entrato in suo paese; e mandò (contro a lui) uno degli suoi prìncipi a pigliarlo vivo, e menarlo dinanzi da lui. | 2 και ηκουσεν αρσακης ο βασιλευς της περσιδος και μηδιας οτι εισηλθεν δημητριος εις τα ορια αυτου και απεστειλεν ενα των αρχοντων αυτου συλλαβειν αυτον ζωντα |
3 E partissi il principe, e assalì il campo di Demetrio, e prese lui in persona, e menollo ad Arsace re, ed egli il mise in prigione. | 3 και επορευθη και επαταξεν την παρεμβολην δημητριου και συνελαβεν αυτον και ηγαγεν αυτον προς αρσακην και εθετο αυτον εν φυλακη |
4 E (come avete inteso per adietro, in questo modo) fu pace nella terra de' Giudei in tutti i dì (della signoria) di Simone; ed egli si studiò di ben fare (e di ben volere) alla sua gente, per tal modo che a ciascuno piaceva la sua signoria per tutti li tempi. | 4 και ησυχασεν η γη ιουδα πασας τας ημερας σιμωνος και εζητησεν αγαθα τω εθνει αυτου και ηρεσεν αυτοις η εξουσια αυτου και η δοξα αυτου πασας τας ημερας |
5 E poi con tutta gloria prese Ioppen (e ricevette quella cittade) per suo porto, e fece l'entrata nell' isole del mare. | 5 και μετα πασης της δοξης αυτου ελαβεν την ιοππην εις λιμενα και εποιησεν εισοδον ταις νησοις της θαλασσης |
6 E (accrebbe e) allargò i confini della gente sua, e acquistò il paese. | 6 και επλατυνεν τα ορια τω εθνει αυτου και εκρατησεν της χωρας |
7 E radunòe molti prigionieri, e signoreggiò Gazara e Betsura e la rocca; e trassene fuori le brutture, e non era chi lo contrariasse. | 7 και συνηγαγεν αιχμαλωσιαν πολλην και εκυριευσεν γαζαρων και βαιθσουρων και της ακρας και εξηρεν τας ακαθαρσιας εξ αυτης και ουκ ην ο αντικειμενος αυτω |
8 E ciascuno fruttava la sua terra in pace; e la terra di Giudea dava (e rendeva) i suoi frutti, e gli arbori de' campi rendevano i loro pomi. | 8 και ησαν γεωργουντες την γην αυτων μετ' ειρηνης και η γη εδιδου τα γενηματα αυτης και τα ξυλα των πεδιων τον καρπον αυτων |
9 Gli vecchi sedevano tutti per le piazze (in riposo), e ragionavano de' beni della terra; e li giovani si vestivano (di colore) di gloria, e di stole di battaglia. | 9 πρεσβυτεροι εν ταις πλατειαις εκαθηντο παντες περι αγαθων εκοινολογουντο και οι νεανισκοι ενεδυσαντο δοξας και στολας πολεμου |
10 E alla cittade sì dava gli alimenti, e ordinavala acciò che fosse vaso di difensione, infino a tanto che il suo nome fue magnificato di gloria insino alle stremitadi della terra. | 10 ταις πολεσιν εχορηγησεν βρωματα και εταξεν αυτας εν σκευεσιν οχυρωσεως εως οτου ωνομασθη το ονομα της δοξης αυτου εως ακρου γης |
11 Ed egli fece pace sopra la terra, e il popolo. d' Israel fu ripieno di grande letizia. | 11 εποιησεν ειρηνην επι της γης και ευφρανθη ισραηλ ευφροσυνην μεγαλην |
12 E ciascuno sì sedea sotto la sua vite e sotto il suo fico; e non era chi lo ispaventasse. | 12 και εκαθισεν εκαστος υπο την αμπελον αυτου και την συκην αυτου και ουκ ην ο εκφοβων αυτους |
13 Però che venne meno chi gli combatteva sopra la terra; in quel tempo si tritarono (e furono abbassati e umiliati) li re. | 13 και εξελιπεν πολεμων αυτους επι της γης και οι βασιλεις συνετριβησαν εν ταις ημεραις εκειναις |
14 E (Iddio) confermò tutti gli umili del suo popolo, e conservò la legge, e tolse via ogni malvagio e rio. | 14 και εστηρισεν παντας τους ταπεινους του λαου αυτου τον νομον εξεζητησεν και εξηρεν παντα ανομον και πονηρον |
15 E gli luoghi santi glorificòe, e li vaselli del santo luogo (cioè del tempio) multiplicòe. | 15 τα αγια εδοξασεν και επληθυνεν τα σκευη των αγιων |
16 In questo tempo intesono i Romani, che Ionata era morto, e della sua morte fue la fama insino agli Spartiati; e loro se ne dolsono. | 16 και ηκουσθη εν ρωμη οτι απεθανεν ιωναθαν και εως σπαρτης και ελυπηθησαν σφοδρα |
17 Ma quando seppono che Simone suo fratello era fatto sommo sacerdote in suo luogo, e ch' egli teneva tutto il paese e le sue cittadi (in pace), | 17 ως δε ηκουσαν οτι σιμων ο αδελφος αυτου γεγονεν αρχιερευς αντ' αυτου και αυτος επικρατει της χωρας και των πολεων των εν αυτη |
18 sì gli scrissono in tavole di metallo, per rinnovellare l' amistade e la compagnia, la quale aveano fatta con Giuda e con Ionata suoi fratelli. | 18 εγραψαν προς αυτον δελτοις χαλκαις του ανανεωσασθαι προς αυτον φιλιαν και συμμαχιαν ην εστησαν προς ιουδαν και ιωναθαν τους αδελφους αυτου |
19 E furono lette (le lettere) nella faccia della chiesa di Ierusalem. E lo esemplo delle lettere le quali mandarono [gli Spartiati] dissono così: | 19 και ανεγνωσθησαν ενωπιον της εκκλησιας εν ιερουσαλημ |
20 Il principe degli Spartiati e (rettori del) le cittadi a Simone grande sacerdote, agli antichi e a' sacerdoti e a tutto l'altro popolo de' Giudei, nostri fratelli, salute. | 20 και τουτο το αντιγραφον των επιστολων ων απεστειλαν οι σπαρτιαται σπαρτιατων αρχοντες και η πολις σιμωνι ιερει μεγαλω και τοις πρεσβυτεροις και τοις ιερευσιν και τω λοιπω δημω των ιουδαιων αδελφοις χαιρειν |
21 Gli ambasciatori che furono mandati al nostro popolo, annunziarono a noi della vostra gloria e onore e letizia; e rallegrammoci dello avvenimento loro. | 21 οι πρεσβευται οι αποσταλεντες προς τον δημον ημων απηγγειλαν ημιν περι της δοξης υμων και τιμης και ηυφρανθημεν επι τη εφοδω αυτων |
22 E scrivemmo quelle cose che dissono ne' concilii del popolo, così: Numenio di Antioco, e Antipatre figliuolo di Iasone, ambasciatori de' Giudei, vennono a noi, rinnovellando con noi la prima amistade. | 22 και ανεγραψαμεν τα υπ' αυτων ειρημενα εν ταις βουλαις του δημου ουτως νουμηνιος αντιοχου και αντιπατρος ιασονος πρεσβευται ιουδαιων ηλθον προς ημας ανανεουμενοι την προς ημας φιλιαν |
23 E piacque al popolo di ricevere quegli ambasciadori gloriosamente, e porre lo esemplo de' loro sermoni ne' libri secreti del popolo, acciò che sia a memoria degli Spartiati; e lo esemplo di queste cose scrivemmo a Simone grande sacerdote. | 23 και ηρεσεν τω δημω επιδεξασθαι τους ανδρας ενδοξως και του θεσθαι το αντιγραφον των λογων αυτων εν τοις αποδεδειγμενοις τω δημω βιβλιοις του μνημοσυνον εχειν τον δημον των σπαρτιατων το δε αντιγραφον τουτων εγραψαν σιμωνι τω αρχιερει |
24 Dopo queste cose mandò Simone, Numenio a Roma con uno scudo d' oro di peso di mille libbre, a ordinare con loro compagnia. E intendendo il popolo di Roma | 24 μετα ταυτα απεστειλεν σιμων τον νουμηνιον εις ρωμην εχοντα ασπιδα χρυσην μεγαλην ολκην μνων χιλιων εις το στησαι προς αυτους την συμμαχιαν |
25 questi sermoni, sì dissono: quale proferenza di grazie renderemo noi a Simone e agli suoi figliuoli? | 25 ως δε ηκουσεν ο δημος των λογων τουτων ειπαν τινα χαριν αποδωσομεν σιμωνι και τοις υιοις αυτου |
26 Egli ci appresenta i suoi fratelli; egli hae per battaglia cacciati i suoi nimici dalla sua gente. Di che allora gli concedettono libertade, e iscrissono in tavole di metallo; e puosele in titoli sopra il monte di Sion. | 26 εστηρισεν γαρ αυτος και οι αδελφοι αυτου και ο οικος του πατρος αυτου και επολεμησεν τους εχθρους ισραηλ απ' αυτων και εστησαν αυτω ελευθεριαν και κατεγραψαν εν δελτοις χαλκαις και εθεντο εν στηλαις εν ορει σιων |
27 E questo è lo esemplo della scrittura: a dì XVIII del mese che gli Ebrei chiamano Elul (cioè agosto) nelli CLXXII anni (del regno de' Greci) il terzo anno sotto Simone grande sacerdote in Asaramel, | 27 και τουτο το αντιγραφον της γραφης οκτωκαιδεκατη ελουλ ετους δευτερου και εβδομηκοστου και εκατοστου και τουτο τριτον ετος επι σιμωνος αρχιερεως μεγαλου εν ασαραμελ |
28 nel grande convento de' sacerdoti e del popolo, e de' principi della gente e degli antichi del paese, manifestate sono queste cose: però che (per queste cose) sono spesse volte state fatte battaglie nella nostra contrada; | 28 επι συναγωγης μεγαλης ιερεων και λαου και αρχοντων εθνους και των πρεσβυτερων της χωρας εγνωρισεν ημιν |
29 e Simone figliuolo di Matatia, figliuolo di Iarib, e li suoi fratelli si diedono al pericolo, e contrariarono agli avversarii della gente loro per mantenere i luoghi loro santi (cioè il tempio) e la legge; e di grande gloria glorificarono la loro gente. | 29 επει πολλακις εγενηθησαν πολεμοι εν τη χωρα σιμων δε υιος ματταθιου ιερευς των υιων ιωαριβ και οι αδελφοι αυτου εδωκαν αυτους τω κινδυνω και αντεστησαν τοις υπεναντιοις του εθνους αυτων οπως σταθη τα αγια αυτων και ο νομος και δοξη μεγαλη εδοξασαν το εθνος αυτων |
30 E radunò Ionata la sua gente, e divenne loro grande sacerdote, e (morendo, il corpo suo) fue apportato al suo popolo. | 30 και ηθροισεν ιωναθαν το εθνος αυτων και εγενηθη αυτοις αρχιερευς και προσετεθη προς τον λαον αυτου |
31 E volsono i loro nimici conculcare e abbattere la loro regione, e offendere i loro santi. | 31 και εβουληθησαν οι εχθροι αυτων εμβατευσαι εις την χωραν αυτων και εκτειναι χειρας επι τα αγια αυτων |
32 E allora contrastette Simone, e combattè per la gente sua, e donò molte pecunie, e armò gli uomini virtudiosi della gente sua, e diede loro soldo. | 32 τοτε αντεστη σιμων και επολεμησε περι του εθνους αυτου και εδαπανησεν χρηματα πολλα των εαυτου και οπλοδοτησεν τους ανδρας της δυναμεως του εθνους αυτου και εδωκεν αυτοις οψωνια |
33 E armò le cittadi di Giudea, e Betsura ch' era ne' confini di Giudea, ove era prima l'armi de' nimici; e quivi per sicurtade puose uomini Giudei. | 33 και ωχυρωσεν τας πολεις της ιουδαιας και την βαιθσουραν την επι των οριων της ιουδαιας ου ην τα οπλα των πολεμιων το προτερον και εθετο εκει φρουραν ανδρας ιουδαιους |
34 E armò Ioppen, ch' era alla marina, e Gazara la quale è ne' confini d' Azoto, nella quale i nimici abitavano inanzi; e misevi li Giudei; e dentro vi mise ciò ch' era atto (e per bisogno) a loro correggimento (cioè de' nimici). | 34 και ιοππην ωχυρωσεν την επι της θαλασσης και την γαζαραν την επι των οριων αζωτου εν η ωκουν οι πολεμιοι το προτερον και κατωκισεν εκει ιουδαιους και οσα επιτηδεια ην προς τη τουτων επανορθωσει εθετο εν αυτοις |
35 E vidde il popolo l'atto di Simone, e la gloria ch' egli pensava di concedere alla sua gente, e fecerlo loro duca e principe de' sacerdoti, perciò ch' egli facesse tutte quelle cose che bisognasse, e la giustizia e la fede, la quale egli conservò alla sua gente; e studiossi per molti modi d'aggrandire il suo popolo. | 35 και ειδεν ο λαος την πιστιν του σιμωνος και την δοξαν ην εβουλευσατο ποιησαι τω εθνει αυτου και εθεντο αυτον ηγουμενον αυτων και αρχιερεα δια το αυτον πεποιηκεναι παντα ταυτα και την δικαιοσυνην και την πιστιν ην συνετηρησεν τω εθνει αυτου και εξεζητησεν παντι τροπω υψωσαι τον λαον αυτου |
36 E ne' di suoi fu migliorata la condizione nelle sue mani (maguifiche), e furono scacciate le strane genti del loro paese, le quali erano nella cittade di David in Ierusalem, e nella ròcca; della quale uscivano, e contaminavano tutte le cose ch' erano nel cerchio de' santi luoghi, e facevano grande male alla cittade. | 36 και εν ταις ημεραις αυτου ευοδωθη εν ταις χερσιν αυτου του εξαρθηναι τα εθνη εκ της χωρας αυτων και τους εν τη πολει δαυιδ τους εν ιερουσαλημ οι εποιησαν αυτοις ακραν εξ ης εξεπορευοντο και εμιαινον κυκλω των αγιων και εποιουν πληγην μεγαλην εν τη αγνεια |
37 E alloggiovvi dentro uomini Giudei a defensione del paese e della cittade, e innalzòe le mura di Ierusalem. | 37 και κατωκισεν εν αυτη ανδρας ιουδαιους και ωχυρωσεν αυτην προς ασφαλειαν της χωρας και της πολεως και υψωσεν τα τειχη της ιερουσαλημ |
38 E lo re Demetrio gli concedette il sommo sacerdozio. | 38 και ο βασιλευς δημητριος εστησεν αυτω την αρχιερωσυνην κατα ταυτα |
39 E secondo queste cose il fece suo amico, glorificollo di grande gloria. | 39 και εποιησεν αυτον των φιλων αυτου και εδοξασεν αυτον δοξη μεγαλη |
40 Imperciò ch' egli intese che gli Giudei erano chiamati da' Romani, amici e compagni e fratelli, e che aveano ricevuti gli ambasciadori di Simone gloriosamente; | 40 ηκουσεν γαρ οτι προσηγορευνται οι ιουδαιοι υπο ρωμαιων φιλοι και συμμαχοι και αδελφοι και οτι απηντησαν τοις πρεσβευταις σιμωνος ενδοξως |
41 e che gli Giudei e gli loro sacerdoti avevano consentito, ch' egli fosse loro duca e sommo sacerdote in eterno, infino a tanto che si levi profeta fedele; | 41 και οτι οι ιουδαιοι και οι ιερεις ευδοκησαν του ειναι αυτων σιμωνα ηγουμενον και αρχιερεα εις τον αιωνα εως του αναστηναι προφητην πιστον |
42 e che sia sopra loro duca, e che fosse cura a lui per gli santi, e ordinasse proposti sopra l' opere loro e sopra la contrada, e sopra l'arme, e sopra le fortezze : | 42 και του ειναι επ' αυτων στρατηγον και οπως μελη αυτω περι των αγιων καθισταναι δι' αυτου επι των εργων αυτων και επι της χωρας και επι των οπλων και επι των οχυρωματων |
43 e sia cura a lui de' santi, e che sia udito da tutti, e che nel suo nome si scriva tutte le conscrizioni nel paese; e ch' egli sia vestito di rosato e d'oro; | 43 και οπως μελη αυτω περι των αγιων και οπως ακουηται υπο παντων και οπως γραφωνται επι τω ονοματι αυτου πασαι συγγραφαι εν τη χωρα και οπως περιβαλληται πορφυραν και χρυσοφορη |
44 e che non sia lecito ad alcuno del popolo, e de' sacerdoti, dannare alcuna di queste cose, e di contraddire ad alcuna cosa che per lui si dica, nè di radunare lo convento nella regione sanza lui; e deve essere vestito di rosato, e usare fibbia d' oro. | 44 και ουκ εξεσται ουθενι του λαου και των ιερεων αθετησαι τι τουτων και αντειπειν τοις υπ' αυτου ρηθησομενοις και επισυστρεψαι συστροφην εν τη χωρα ανευ αυτου και περιβαλλεσθαι πορφυραν και εμπορπουσθαι πορπην χρυσην |
45 E per ciò chi farà (alcuna cosa, ovvero) altrimenti che queste cose dette', o dannarà alcuna di queste cose, sarà colpevole. | 45 ος δ' αν παρα ταυτα ποιηση η αθετηση τι τουτων ενοχος εσται |
46 E piacque a tutto il popolo di fare Simone signore, e di fare secondo queste parole. | 46 και ευδοκησεν πας ο λαος θεσθαι σιμωνι ποιησαι κατα τους λογους τουτους |
47 E ricevette Simone (il sacerdozio), e piacque ch' egli usasse il sommo sacerdozio, e ch' egli fosse principe della gente de' Giudei e de' sacerdoti, e fusse sopra tutti. | 47 και επεδεξατο σιμων και ευδοκησεν αρχιερατευειν και ειναι στρατηγος και εθναρχης των ιουδαιων και ιερεων και του προστατησαι παντων |
48 E ordinarono di porre questa scritta in tavole di metallo, e porle nel memoriale de' santi, luogo onorevole; | 48 και την γραφην ταυτην ειπον θεσθαι εν δελτοις χαλκαις και στησαι αυτας εν περιβολω των αγιων εν τοπω επισημω |
49 e lo esemplo di queste cose sia nella Camera del Comune, acciò che l'abbia Simone e li figliuoli. | 49 τα δε αντιγραφα αυτων θεσθαι εν τω γαζοφυλακιω οπως εχη σιμων και οι υιοι αυτου |