Scrutatio

Giovedi, 8 maggio 2025 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Amos (עמוס) - Amos 48


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 לְמֹואָב כֹּה־אָמַר יְהוָה צְבָאֹות אֱלֹהֵי יִשְׂרָאֵל הֹוי אֶל־נְבֹו כִּי שֻׁדָּדָה הֹבִישָׁה נִלְכְּדָה קִרְיָתָיִם הֹבִישָׁה הַמִּשְׂגָּב וָחָתָּה1 Κατα του Μωαβ. Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Ουαι εις την Νεβω? διοτι απωλεσθη? η Κιριαθαιμ κατησχυνθη, εκυριευθη? η Μισγαβ κατησχυνθη και ετρομαξε.
2 אֵין עֹוד תְּהִלַּת מֹואָב בְּחֶשְׁבֹּון חָשְׁבוּ עָלֶיהָ רָעָה לְכוּ וְנַכְרִיתֶנָּה מִגֹּוי גַּם־מַדְמֵן תִּדֹּמִּי אַחֲרַיִךְ תֵּלֶךְ חָרֶב2 δεν θελει εισθαι πλεον καυχημα εις τον Μωαβ? εν Εσεβων κακον εβουλευθησαν εναντιον αυτης? Ελθετε και ας εξαλειψωμεν αυτην απο του να ηναι εθνος? και συ, Μαδμεν, θελεις κατεδαφισθη? μαχαιρα θελει σε καταδιωξει.
3 קֹול צְעָקָה מֵחֹרֹונָיִם שֹׁד וָשֶׁבֶר גָּדֹול3 Φωνη κραυγης απο Οροναιμ, λεηλασια και συντριμμα μεγα.
4 נִשְׁבְּרָה מֹואָב הִשְׁמִיעוּ זְּעָקָה [צְעֹורֶיהָ כ] (צְעִירֶיהָ׃ ק)4 Ο Μωαβ συνετριβη? τα παιδια αυτου εξεπεμψαν κραυγην.
5 כִּי מַעֲלֵה [הַלֻּחֹות כ] (הַלּוּחִית ק) בִּבְכִי יַעֲלֶה־בֶּכִי כִּי בְּמֹורַד חֹורֹנַיִם צָרֵי צַעֲקַת־שֶׁבֶר שָׁמֵעוּ5 Διοτι εις την αναβασιν της Λουειθ θελει υψωθη κλαυθμος επι κλαυθμον, επειδη εις την καταβασιν του Οροναιμ ηκουσαν οι εχθροι κραυγην συντριμματος.
6 נֻסוּ מַלְּטוּ נַפְשְׁכֶם וְתִהְיֶינָה כַּעֲרֹועֵר בַּמִּדְבָּר6 Φυγετε, σωσατε την ζωην σας, και γενεσθε ως αγριομυρικη εν τη ερημω.
7 כִּי יַעַן בִּטְחֵךְ בְּמַעֲשַׂיִךְ וּבְאֹוצְרֹותַיִךְ גַּם־אַתְּ תִּלָּכֵדִי וְיָצָא [כְמִישׁ כ] (כְמֹושׁ ק) בַּגֹּולָה כֹּהֲנָיו וְשָׂרָיו [יַחַד כ] (יַחְדָּיו׃ ק)7 Διοτι, επειδη ηλπισας επι τα οχυρωματα σου και επι τους θησαυρους σου, και συ αυτος θελεις πιασθη? και ο Χεμως θελει εξελθει εις αιχμαλωσιαν, οι ιερεις αυτου και οι αρχοντες αυτου ομου.
8 וְיָבֹא שֹׁדֵד אֶל־כָּל־עִיר וְעִיר לֹא תִמָּלֵט וְאָבַד הָעֵמֶק וְנִשְׁמַד הַמִּישֹׁר אֲשֶׁר אָמַר יְהוָה8 Και θελει ελθει επι πασαν πολιν ο εξολοθρευτης, και πολις δεν θελει εκφυγει? η κοιλας οτι θελει απολεσθη και η πεδινη θελει αφανισθη, καθως ειπε Κυριος.
9 תְּנוּ־צִיץ לְמֹואָב כִּי נָצֹא תֵּצֵא וְעָרֶיהָ לְשַׁמָּה תִהְיֶינָה מֵאֵין יֹושֵׁב בָּהֵן9 Δοτε πτερυγας εις τον Μωαβ, δια να πεταξη και να εκφυγη? διοτι αι πολεις αυτου θελουσιν ερημωθη, χωρις να υπαρχη ο κατοικων εν αυταις.
10 אָרוּר עֹשֶׂה מְלֶאכֶת יְהוָה רְמִיָּה וְאָרוּר מֹנֵעַ חַרְבֹּו מִדָּם10 Επικαταρατος ο ποιων το εργον του Κυριου αμελως? και επικαταρατος ο αποσυρων την μαχαιραν αυτου απο αιματος.
11 שַׁאֲנַן מֹואָב מִנְּעוּרָיו וְשֹׁקֵט הוּא אֶל־שְׁמָרָיו וְלֹא־הוּרַק מִכְּלִי אֶל־כֶּלִי וּבַגֹּולָה לֹא הָלָךְ עַל־כֵּן עָמַד טַעְמֹו בֹּו וְרֵיחֹו לֹא נָמָר׃ ס11 Ο Μωαβ εσταθη αταραχος εκ νεοτητος αυτου και ανεπαυετο επι την τρυγιαν αυτου και δεν εξεκενωθη απο αγγειον εις αγγειον ουδε υπηγεν εις αιχμαλωσιαν? δια τουτο η γευσις αυτου εμεινεν εις αυτον, και η οσμη αυτου δεν μετεβληθη.
12 לָכֵן הִנֵּה־יָמִים בָּאִים נְאֻם־יְהוָה וְשִׁלַּחְתִּי־לֹו צֹעִים וְצֵעֻהוּ וְכֵלָיו יָרִיקוּ וְנִבְלֵיהֶם יְנַפֵּצוּ12 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω αποστειλει επ' αυτον μετατοπιστας και θελουσι μετατοπισει αυτον? και θελουσιν εκκενωσει τα αγγεια αυτου και συντριψει τους πιθους αυτου.
13 וּבֹשׁ מֹואָב מִכְּמֹושׁ כַּאֲשֶׁר־בֹּשׁוּ בֵּית יִשְׂרָאֵל מִבֵּית אֵל מִבְטֶחָם13 Και ο Μωαβ θελει αισχυνθη δια τον Χεμως, καθως ησχυνθη ο οικος Ισραηλ δια την Βαιθηλ την ελπιδα αυτων.
14 אֵיךְ תֹּאמְרוּ גִּבֹּורִים אֲנָחְנוּ וְאַנְשֵׁי־חַיִל לַמִּלְחָמָה14 Πως λεγετε, Ημεις ειμεθα ισχυροι και ανδρες δυνατοι εις πολεμον;
15 שֻׁדַּד מֹואָב וְעָרֶיהָ עָלָה וּמִבְחַר בַּחוּרָיו יָרְדוּ לַטָּבַח נְאֻם־הַמֶּלֶךְ יְהוָה צְבָאֹות שְׁמֹו15 Ο Μωαβ ελεηλατηθη, και επυρποληθησαν αι πολεις αυτου, και οι εκλεκτοι νεοι αυτου κατεβησαν εις σφαγην, λεγει ο Βασιλευς, του οποιου το ονομα ειναι ο Κυριος των δυναμεων.
16 קָרֹוב אֵיד־מֹואָב לָבֹוא וְרָעָתֹו מִהֲרָה מְאֹד16 Η συμφορα του Μωαβ πλησιαζει να ελθη, και η θλιψις αυτου σπευδει σφοδρα.
17 נֻדוּ לֹו כָּל־סְבִיבָיו וְכֹל יֹדְעֵי שְׁמֹו אִמְרוּ אֵיכָה נִשְׁבַּר מַטֵּה־עֹז מַקֵּל תִּפְאָרָה17 Παντες οι κυκλω αυτου, θρηνησατε αυτον? και παντες οι γνωριζοντες το ονομα αυτου, ειπατε, Πως συνετριβη η δυνατη ραβδος, η ενδοξος βακτηρια.
18 רְדִי מִכָּבֹוד [יֹשְׁבֶי כ] (וּשְׁבִי ק) בַצָּמָא יֹשֶׁבֶת בַּת־דִּיבֹון כִּי־שֹׁדֵד מֹואָב עָלָה בָךְ שִׁחֵת מִבְצָרָיִךְ18 Θυγατηρ, η κατοικουσα εν Δαιβων, καταβα απο της δοξης και καθησον εν ανυδρω? διοτι ο λεηλατης του Μωαβ αναβαινει επι σε και θελει αφανισει τα οχυρωματα σου.
19 אֶל־דֶּרֶךְ עִמְדִי וְצַפִּי יֹושֶׁבֶת עֲרֹועֵר שַׁאֲלִי־נָס וְנִמְלָטָה אִמְרִי מַה־נִּהְיָתָה19 Η κατοικουσα εν Αροηρ, στηθι πλησιον της οδου και παρατηρησον? ερωτησον τον φευγοντα και την διασωζομενην και ειπε, Τι εγεινεν;
20 הֹבִישׁ מֹואָב כִּי־חַתָּה [הֵילִילִי כ] (הֵילִילוּ ׀ ק) [וּזְעָקִי כ] (וּזְעָקוּ ק) הַגִּידוּ בְאַרְנֹון כִּי שֻׁדַּד מֹואָב20 Ο Μωαβ κατησχυνθη? διοτι συνετριβη? ολολυξον και βοησον. αναγγειλατε εις Αρνων οτι ο Μωαβ ελεηλατηθη,
21 וּמִשְׁפָּט בָּא אֶל־אֶרֶץ הַמִּישֹׁר אֶל־חֹלֹון וְאֶל־יַהְצָה וְעַל־ [מֹופָעַת כ] (מֵיפָעַת׃ ק)21 και κρισις ηλθεν επι την γην της πεδινης, επι Ωλων και επι Ιαασα και επι Μηφααθ,
22 וְעַל־דִּיבֹון וְעַל־נְבֹו וְעַל־בֵּית דִּבְלָתָיִם22 και επι Δαιβων και επι Νεβω και επι Βαιθ-δεβλαθαιμ,
23 וְעַל קִרְיָתַיִם וְעַל־בֵּית גָּמוּל וְעַל־בֵּית מְעֹון23 και επι Κιριαθαιμ και επι Βαιθ-γαμουλ και επι Βαιθ-μεων,
24 וְעַל־קְרִיֹּות וְעַל־בָּצְרָה וְעַל כָּל־עָרֵי אֶרֶץ מֹואָב הָרְחֹקֹות וְהַקְּרֹבֹות24 και επι Κεριωθ και επι Βοσορρα και επι πασας τας πολεις της γης Μωαβ, τας μακραν και τας εγγυς.
25 נִגְדְּעָה קֶרֶן מֹואָב וּזְרֹעֹו נִשְׁבָּרָה נְאֻם יְהוָה25 Το κερας του Μωαβ συνεθλασθη και ο βραχιων αυτου συνετριβη, λεγει Κυριος.
26 הַשְׁכִּירֻהוּ כִּי עַל־יְהוָה הִגְדִּיל וְסָפַק מֹואָב בְּקִיאֹו וְהָיָה לִשְׂחֹק גַּם־הוּא26 Μεθυσατε αυτον? διοτι εμεγαλυνθη κατα του Κυριου? και ο Μωαβ θελει κυλισθη εις τον εμετον αυτου και θελει εισθαι εις γελωτα και αυτος.
27 וְאִם ׀ לֹוא הַשְּׂחֹק הָיָה לְךָ יִשְׂרָאֵל אִם־בְּגַנָּבִים [נִמְצָאָה כ] (נִמְצָא ק) כִּי־מִדֵּי דְבָרֶיךָ בֹּו תִּתְנֹודָד27 Διοτι μηπως ο Ισραηλ δεν εσταθη γελως εις σε; μηπως ευρεθη μεταξυ κλεπτων; διοτι οσακις ομιλεις περι αυτου, σκιρτας υπο χαρας.
28 עִזְבוּ עָרִים וְשִׁכְנוּ בַּסֶּלַע יֹשְׁבֵי מֹואָב וִהְיוּ כְיֹונָה תְּקַנֵּן בְּעֶבְרֵי פִי־פָחַת28 Κατοικοι του Μωαβ, καταλιπετε τας πολεις και κατοικησατε εν πετρα και γενεσθε ως περιστερα φωλευουσα εις τα πλαγια του στοματος του σπηλαιου.
29 שָׁמַעְנוּ גְאֹון־מֹואָב גֵּאֶה מְאֹד גָּבְהֹו וּגְאֹונֹו וְגַאֲוָתֹו וְרֻם לִבֹּו29 Ηκουσαμεν την υπερηφανιαν του Μωαβ, του καθ' υπερβολην υπερηφανου? την υψηλοφροσυνην αυτου και την αλαζονειαν αυτου και την υπερηφανιαν αυτου και την επαρσιν της καρδιας αυτου.
30 אֲנִי יָדַעְתִּי נְאֻם־יְהוָה עֶבְרָתֹו וְלֹא־כֵן בַּדָּיו לֹא־כֵן עָשׂוּ30 Εγω γνωριζω την μανιαν αυτου, λεγει Κυριος, πλην ουχι ουτω? τα ψευδη αυτου δεν θελουσι τελεσφορησει.
31 עַל־כֵּן עַל־מֹואָב אֲיֵלִיל וּלְמֹואָב כֻּלֹּה אֶזְעָק אֶל־אַנְשֵׁי קִיר־חֶרֶשׂ יֶהְגֶּה31 Δια τουτο θελω ολολυξει δια τον Μωαβ και θελω αναβοησει δια ολον τον Μωαβ? θελουσι θρηνολογησει δια τους ανδρας της Κιρ-ερες.
32 מִבְּכִי יַעְזֵר אֶבְכֶּה־לָּךְ הַגֶּפֶן שִׂבְמָה נְטִישֹׁתַיִךְ עָבְרוּ יָם עַד יָם יַעְזֵר נָגָעוּ עַל־קֵיצֵךְ וְעַל־בְּצִירֵךְ שֹׁדֵד נָפָל32 Αμπελε της Σιβμα, θελω κλαυσει δια σε υπερ τον κλαυθμον της Ιαζηρ? τα κληματα σου διεπεραααν την θαλασσαν, εφθασαν εως της θαλασσης της Ιαζηρ? ο λεηλατης επεπεσεν επι το θερος σου και επι τον τρυγητον σου.
33 וְנֶאֶסְפָה שִׂמְחָה וָגִיל מִכַּרְמֶל וּמֵאֶרֶץ מֹואָב וְיַיִן מִיקָבִים הִשְׁבַּתִּי לֹא־יִדְרֹךְ הֵידָד הֵידָד לֹא הֵידָד33 Και χαρα και αγαλλιασις εξηλειφθη απο της καρποφορου πεδιαδος και απο της γης Μωαβ? και αφηρεσα τον οινον απο των ληνων? ουδεις θελει ληνοπατησει αλαλαζων? αλαλαγμος δεν θελει ακουσθη.
34 מִזַּעֲקַת חֶשְׁבֹּון עַד־אֶלְעָלֵה עַד־יַהַץ נָתְנוּ קֹולָם מִצֹּעַר עַד־חֹרֹנַיִם עֶגְלַת שְׁלִשִׁיָּה כִּי גַּם־מֵי נִמְרִים לִמְשַׁמֹּות יִהְיוּ34 Δια την κραυγην της Εσεβων, ητις εφθασεν εως Ελεαλη και εως Ιαας, αυτοι εδωκαν την φωνην αυτων απο Σηγωρ εως Οροναιμ ως δαμαλις τριετης? διοτι και τα υδατα του Νιμρειμ θελουσιν εκλειψει.
35 וְהִשְׁבַּתִּי לְמֹואָב נְאֻם־יְהוָה מַעֲלֶה בָמָה וּמַקְטִיר לֵאלֹהָיו35 Και θελω παυσει εν τω Μωαβ, λεγει Κυριος, τον προσφεροντα ολοκαυτωμα εις τους υψηλους τοπους και τον θυμιαζοντα εις τους θεους αυτου.
36 עַל־כֵּן לִבִּי לְמֹואָב כַּחֲלִלִים יֶהֱמֶה וְלִבִּי אֶל־אַנְשֵׁי קִיר־חֶרֶשׂ כַּחֲלִילִים יֶהֱמֶה עַל־כֵּן יִתְרַת עָשָׂה אָבָדוּ36 Δια τουτο η καρδια μου θελει βομβησει δια τον Μωαβ ως αυλος και η καρδια μου θελει βομβησει ως αυλος δια τους ανδρας της Κιρ-ερες? διοτι τα αποκτηθεντα εις αυτην αγαθα απωλεσθησαν.
37 כִּי כָל־רֹאשׁ קָרְחָה וְכָל־זָקָן גְּרֻעָה עַל כָּל־יָדַיִם גְּדֻדֹת וְעַל־מָתְנַיִם שָׂק37 Διοτι πασα κεφαλη θελει εισθαι φαλακρα και πας πωγων εξυρισμενος? επι πασας τας χειρας θελουσιν εισθαι εντομαι και επι την οσφυν σακκος.
38 עַל כָּל־גַּגֹּות מֹואָב וּבִרְחֹבֹתֶיהָ כֻּלֹּה מִסְפֵּד כִּי־שָׁבַרְתִּי אֶת־מֹואָב כִּכְלִי אֵין־חֵפֶץ בֹּו נְאֻם־יְהוָה38 Επι παντα τα δωματα του Μωαβ και επι πασας τας πλατειας αυτου θρηνος θελει εισθαι? διοτι συνετριψα τον Μωαβ ως σκευος εν ω δεν υπαρχει χαρις, λεγει Κυριος.
39 אֵיךְ חַתָּה הֵילִילוּ אֵיךְ הִפְנָה־עֹרֶף מֹואָב בֹּושׁ וְהָיָה מֹואָב לִשְׂחֹק וְלִמְחִתָּה לְכָל־סְבִיבָיו׃ ס39 Ολολυξατε, λεγοντες, Πως συνετριβη? πως ο Μωαβ εστρεψε τα νωτα εν καταισχυνη? ουτως ο Μωαβ θελει εισθαι γελως και φρικη εις παντας τους περι αυτον.
40 כִּי־כֹה אָמַר יְהוָה הִנֵּה כַנֶּשֶׁר יִדְאֶה וּפָרַשׂ כְּנָפָיו אֶל־מֹואָב40 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, θελει πεταξει ως αετος, και θελει απλωσει τας πτερυγας αυτου επι τον Μωαβ.
41 נִלְכְּדָה הַקְּרִיֹּות וְהַמְּצָדֹות נִתְפָּשָׂה וְהָיָה לֵב גִּבֹּורֵי מֹואָב בַּיֹּום הַהוּא כְּלֵב אִשָּׁה מְצֵרָה41 Η Κεριωθ εκυριευθη και τα οχυρωματα επιασθησαν, και αι καρδιαι των ισχυρων του Μωαβ θελουσιν εισθαι κατ' εκεινην την ημεραν ως καρδια γυναικος κοιλοπονουσης.
42 וְנִשְׁמַד מֹואָב מֵעָם כִּי עַל־יְהוָה הִגְדִּיל42 Και ο Μωαβ θελει εξαλειφθη απο του να ηναι λαος, διοτι εμεγαλυνθη κατα του Κυριου.
43 פַּחַד וָפַחַת וָפָח עָלֶיךָ יֹושֵׁב מֹואָב נְאֻם־יְהוָה43 Φοβος και λακκος και παγις θελουσιν εισθαι επι σε, κατοικε του Μωαβ, λεγει Κυριος.
44 [הַנִּיס כ] (הַנָּס ק) מִפְּנֵי הַפַּחַד יִפֹּל אֶל־הַפַּחַת וְהָעֹלֶה מִן־הַפַּחַת יִלָּכֵד בַּפָּח כִּי־אָבִיא אֵלֶיהָ אֶל־מֹואָב שְׁנַת פְּקֻדָּתָם נְאֻם־יְהוָה44 Ο εκφυγων απο του φοβου θελει πεσει εις τον λακκον, και ο αναβας εκ του λακκου θελει πιασθη εν τη παγιδι? διοτι θελω φερει επ' αυτον, επι τον Μωαβ, το ετος της επισκεψεως αυτων, λεγει Κυριος.
45 בְּצֵל חֶשְׁבֹּון עָמְדוּ מִכֹּחַ נָסִים כִּי־אֵשׁ יָצָא מֵחֶשְׁבֹּון וְלֶהָבָה מִבֵּין סִיחֹון וַתֹּאכַל פְּאַת מֹואָב וְקָדְקֹד בְּנֵי שָׁאֹון45 Οι φυγοντες εσταθησαν υπο την σκιαν της Εσεβων ητονημενοι? πυρ ομως θελει εξελθει εξ Εσεβων και φλοξ εκ μεσου της Σηων, και θελει καταφαγει το οριον του Μωαβ και την ακροπολιν των θορυβουντων πολεμιστων.
46 אֹוי־לְךָ מֹואָב אָבַד עַם־כְּמֹושׁ כִּי־לֻקְּחוּ בָנֶיךָ בַּשֶּׁבִי וּבְנֹתֶיךָ בַּשִּׁבְיָה46 Ουαι εις σε, Μωαβ? ο λαος του Χεμως απωλεσθη? διοτι οι υιοι σου επιασθησαν αιχμαλωτοι και αι θυγατερες σου αιχμαλωτοι.
47 וְשַׁבְתִּי שְׁבוּת־מֹואָב בְּאַחֲרִית הַיָּמִים נְאֻם־יְהוָה עַד־הֵנָּה מִשְׁפַּט מֹואָב׃ ס47 Αλλ' εγω θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του Μωαβ εν ταις εσχαταις ημεραις, λεγει Κυριος. Μεχρι τουτου η κρισις του Μωαβ.