| 1 εν τω χρονω εκεινω ειπεν κυριος εσομαι εις θεον τω γενει ισραηλ και αυτοι εσονται μοι εις λαον | 1 Szefatiasz, syn Matana, Godoliasz, syn Paszchura, Jukal, syn Szelemiasza, i Paszchur, syn Malkiasza, usłyszeli słowa, które Jeremiasz mówił do całego ludu: |
| 2 ουτως ειπεν κυριος ευρον θερμον εν ερημω μετα ολωλοτων εν μαχαιρα βαδισατε και μη ολεσητε τον ισραηλ | 2 To mówi Pan: Kto pozostanie w tym mieście, umrze od miecza, głodu i zarazy; kto zaś przejdzie do Chaldejczyków, pozostanie przy życiu. Jako zdobycz będzie miał swoje własne życie i utrzyma je. |
| 3 κυριος πορρωθεν ωφθη αυτω αγαπησιν αιωνιαν ηγαπησα σε δια τουτο ειλκυσα σε εις οικτιρημα | 3 To mówi Pan: Miasto to zostanie nieuchronnie wydane w ręce wojska króla babilońskiego, który je zdobędzie. |
| 4 ετι οικοδομησω σε και οικοδομηθηση παρθενος ισραηλ ετι λημψη τυμπανον σου και εξελευση μετα συναγωγης παιζοντων | 4 Przywódcy więc powiedzieli do króla: Niech umrze ten człowiek, bo naprawdę obezwładnia on ręce żołnierzy, którzy pozostali w tym mieście, i ręce całego ludu, gdy mówi do nich podobne słowa. Człowiek ten nie szuka przecież pomyślności dla tego ludu, lecz nieszczęścia. |
| 5 ετι φυτευσατε αμπελωνας εν ορεσιν σαμαρειας φυτευσατε και αινεσατε | 5 Król Sedecjasz odrzekł: Oto jest w waszych rękach! Nie mógł bowiem król nic uczynić przeciw nim. |
| 6 οτι εστιν ημερα κλησεως απολογουμενων εν ορεσιν εφραιμ αναστητε και αναβητε εις σιων προς κυριον τον θεον ημων | 6 Wzięli więc Jeremiasza i wtrącili go, spuszczając na linach, do cysterny Malkiasza, syna królewskiego, która się znajdowała na dziedzińcu wartowni. W cysternie zaś nie było wody, lecz błoto; zanurzył się więc Jeremiasz w błocie. |
| 7 οτι ουτως ειπεν κυριος τω ιακωβ ευφρανθητε και χρεμετισατε επι κεφαλην εθνων ακουστα ποιησατε και αινεσατε ειπατε εσωσεν κυριος τον λαον αυτου το καταλοιπον του ισραηλ | 7 Skoro usłyszał Kuszyta Ebedmelek, jeden z dworzan domu królewskiego, że wrzucono Jeremiasza do cysterny - król przebywał właśnie w Bramie Beniamina - |
| 8 ιδου εγω αγω αυτους απο βορρα και συναξω αυτους απ' εσχατου της γης εν εορτη φασεκ και τεκνοποιηση οχλον πολυν και αποστρεψουσιν ωδε | 8 wyszedł z domu królewskiego i rzekł do króla: |
| 9 εν κλαυθμω εξηλθον και εν παρακλησει αναξω αυτους αυλιζων επι διωρυγας υδατων εν οδω ορθη και ου μη πλανηθωσιν εν αυτη οτι εγενομην τω ισραηλ εις πατερα και εφραιμ πρωτοτοκος μου εστιν | 9 Panie mój, królu! źle zrobili ci ludzie, tak postępując z prorokiem Jeremiaszem i wrzucając go do cysterny. Przecież umrze z głodu w tym miejscu, zwłaszcza że nie ma już chleba w mieście. |
| 10 ακουσατε λογον κυριου εθνη και αναγγειλατε εις νησους τας μακροτερον ειπατε ο λικμησας τον ισραηλ συναξει αυτον και φυλαξει αυτον ως ο βοσκων το ποιμνιον αυτου | 10 Rozkazał król Kuszycie Ebedmelekowi: Weź sobie stąd trzech ludzi i wyciągnij proroka Jeremiasza z cysterny, zanim umrze. |
| 11 οτι ελυτρωσατο κυριος τον ιακωβ εξειλατο αυτον εκ χειρος στερεωτερων αυτου | 11 Ebedmelek zabrał ludzi z sobą, poszedł do domu królewskiego, do szatni zapasowej, wziął stamtąd podartą odzież oraz znoszone szaty i spuścił je na linach Jeremiaszowi do cysterny. |
| 12 και ηξουσιν και ευφρανθησονται εν τω ορει σιων και ηξουσιν επ' αγαθα κυριου επι γην σιτου και οινου και καρπων και κτηνων και προβατων και εσται η ψυχη αυτων ωσπερ ξυλον εγκαρπον και ου πεινασουσιν ετι | 12 I rzekł Ebedmelek do Jeremiasza: Podłóżże sobie podartą odzież i znoszone szaty pod pachy swoich ramion, pod liny! Jeremiasz uczynił to. |
| 13 τοτε χαρησονται παρθενοι εν συναγωγη νεανισκων και πρεσβυται χαρησονται και στρεψω το πενθος αυτων εις χαρμονην και ποιησω αυτους ευφραινομενους | 13 Wydobyli więc Jeremiasza na linach i wyciągnęli z cysterny; i przebywał Jeremiasz w wartowni na dziedzińcu. |
| 14 μεγαλυνω και μεθυσω την ψυχην των ιερεων υιων λευι και ο λαος μου των αγαθων μου εμπλησθησεται | 14 Król Sedecjasz posłał, by przyprowadzono proroka Jeremiasza do niego, przy trzecim wejściu do domu Pańskiego. Król powiedział do Jeremiasza: Zapytam cię o jedną rzecz; nie ukrywaj nic przede mną! |
| 15 ουτως ειπεν κυριος φωνη εν ραμα ηκουσθη θρηνου και κλαυθμου και οδυρμου ραχηλ αποκλαιομενη ουκ ηθελεν παυσασθαι επι τοις υιοις αυτης οτι ουκ εισιν | 15 I rzekł Jeremiasz do Sedecjasza: Jeżeli ci powiem, każesz mnie z pewnością zabić, jeśli zaś dam tobie radę, nie usłuchasz mnie. |
| 16 ουτως ειπεν κυριος διαλιπετω η φωνη σου απο κλαυθμου και οι οφθαλμοι σου απο δακρυων σου οτι εστιν μισθος τοις σοις εργοις και επιστρεψουσιν εκ γης εχθρων | 16 Przysiągł więc król Sedecjasz potajemnie Jeremiaszowi tymi słowami: Na życie Pana, który nam dał to życie, nie każę cię zabić ani nie wydam cię w ręce ludzi nastających na twe życie! |
| 17 μονιμον τοις σοις τεκνοις | 17 Jeremiasz powiedział wtedy do Sedecjasza: To mówi Pan, Bóg Zastępów, Bóg Izraela. Jeżeli dobrowolnie wyjdziesz do dowódców króla babilońskiego, uratujesz swoje życie, a miasto to nie ulegnie pożodze ognia; ty zaś będziesz żył wraz ze swą rodziną. |
| 18 ακοην ηκουσα εφραιμ οδυρομενου επαιδευσας με και επαιδευθην εγω ωσπερ μοσχος ουκ εδιδαχθην επιστρεψον με και επιστρεψω οτι συ κυριος ο θεος μου | 18 Jeżeli zaś nie wyjdziesz do dowódców króla babilońskiego, miasto to dostanie się w ręce Chaldejczyków, którzy spalą je ogniem; ty zaś nie ujdziesz ich ręki. |
| 19 οτι υστερον αιχμαλωσιας μου μετενοησα και υστερον του γνωναι με εστεναξα εφ' ημερας αισχυνης και υπεδειξα σοι οτι ελαβον ονειδισμον εκ νεοτητος μου | 19 Król Sedecjasz powiedział do Jeremiasza: Obawiam się mieszkańców Judy, którzy przeszli do Chaldejczyków, by czasem mnie nie wydano w ich ręce i by mnie nie wyszydzili. |
| 20 υιος αγαπητος εφραιμ εμοι παιδιον εντρυφων οτι ανθ' ων οι λογοι μου εν αυτω μνεια μνησθησομαι αυτου δια τουτο εσπευσα επ' αυτω ελεων ελεησω αυτον φησιν κυριος | 20 Jeremiasz jednak odrzekł: Nie wydadzą. Posłuchaj, proszę, głosu Pana w sprawie, o której ci mówiłem, a wyjdzie ci to na dobre i pozostaniesz przy życiu. |
| 21 στησον σεαυτην σιων ποιησον τιμωριαν δος καρδιαν σου εις τους ωμους οδον ην επορευθης αποστραφητι παρθενος ισραηλ αποστραφητι εις τας πολεις σου πενθουσα | 21 Jeżeli zaś odmówisz poddania się, taką scenę pokazał mi Pan: |
| 22 εως ποτε αποστρεψεις θυγατηρ ητιμωμενη οτι εκτισεν κυριος σωτηριαν εις καταφυτευσιν καινην εν σωτηρια περιελευσονται ανθρωποι | 22 Oto wszystkie kobiety, jakie pozostały w domu królewskim, prowadzone do dowódców króla babilońskiego, wołają: Zwiedli cię i otumanili twoi dobrzy przyjaciele. Nogi twoje ugrzęzły w błocie, oni zaś uciekli. |
| 23 ουτως ειπεν κυριος ετι ερουσιν τον λογον τουτον εν γη ιουδα και εν πολεσιν αυτου οταν αποστρεψω την αιχμαλωσιαν αυτου ευλογημενος κυριος επι δικαιον ορος το αγιον αυτου | 23 Wszystkie twoje żony i twoi synowie zostaną zaprowadzeni do Chaldejczyków, a i ty nie ujdziesz ich rąk. Pochwyci cię bowiem król babiloński, a miasto to zostanie spalone ogniem. |
| 24 και ενοικουντες εν ταις πολεσιν ιουδα και εν παση τη γη αυτου αμα γεωργω και αρθησεται εν ποιμνιω | 24 Sedecjasz zaś rzekł do Jeremiasza: Niech nikt nie wie o tej rozmowie, a nie umrzesz. |
| 25 οτι εμεθυσα πασαν ψυχην διψωσαν και πασαν ψυχην πεινωσαν ενεπλησα | 25 Gdy usłyszą przywódcy, że rozmawiałem z tobą, przyjdą do ciebie i rzekną: Powiedz nam, proszę, co mówiłeś do króla? Nic nie ukrywaj przed nami, bo inaczej zabijemy cię! A co mówił król? |
| 26 δια τουτο εξηγερθην και ειδον και ο υπνος μου ηδυς μοι εγενηθη | 26 Wtedy powiesz im: Przedłożyłem królowi swą prośbę, żeby mnie znów nie posłał do domu Jonatana, abym tam nie umarł. |
| 27 δια τουτο ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και σπερω τον ισραηλ και τον ιουδαν σπερμα ανθρωπου και σπερμα κτηνους | 27 Rzeczywiście przyszli do Jeremiasza wszyscy przywódcy, by go wypytywać. Odpowiedział im zatem ściśle według polecenia króla, tak że pozostawili go w spokoju; nie rozeszła się bowiem ta sprawa. (8a) Jeremiasz przebywał nadal w wartowni aż do dnia zdobycia Jerozolimy. (8b) Gdy Jerozolima została zdobyta... |
| 28 και εσται ωσπερ εγρηγορουν επ' αυτους καθαιρειν και κακουν ουτως γρηγορησω επ' αυτους του οικοδομειν και καταφυτευειν φησιν κυριος | |
| 29 εν ταις ημεραις εκειναις ου μη ειπωσιν οι πατερες εφαγον ομφακα και οι οδοντες των τεκνων ημωδιασαν | |
| 30 αλλ' η εκαστος εν τη εαυτου αμαρτια αποθανειται και του φαγοντος τον ομφακα αιμωδιασουσιν οι οδοντες αυτου | |
| 31 ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και διαθησομαι τω οικω ισραηλ και τω οικω ιουδα διαθηκην καινην | |
| 32 ου κατα την διαθηκην ην διεθεμην τοις πατρασιν αυτων εν ημερα επιλαβομενου μου της χειρος αυτων εξαγαγειν αυτους εκ γης αιγυπτου οτι αυτοι ουκ ενεμειναν εν τη διαθηκη μου και εγω ημελησα αυτων φησιν κυριος | |
| 33 οτι αυτη η διαθηκη ην διαθησομαι τω οικω ισραηλ μετα τας ημερας εκεινας φησιν κυριος διδους δωσω νομους μου εις την διανοιαν αυτων και επι καρδιας αυτων γραψω αυτους και εσομαι αυτοις εις θεον και αυτοι εσονται μοι εις λαον | |
| 34 και ου μη διδαξωσιν εκαστος τον πολιτην αυτου και εκαστος τον αδελφον αυτου λεγων γνωθι τον κυριον οτι παντες ειδησουσιν με απο μικρου αυτων και εως μεγαλου αυτων οτι ιλεως εσομαι ταις αδικιαις αυτων και των αμαρτιων αυτων ου μη μνησθω ετι | |
| 35 εαν υψωθη ο ουρανος εις το μετεωρον φησιν κυριος και εαν ταπεινωθη το εδαφος της γης κατω και εγω ουκ αποδοκιμω το γενος ισραηλ φησιν κυριος περι παντων ων εποιησαν | |
| 36 ουτως ειπεν κυριος ο δους τον ηλιον εις φως της ημερας σεληνην και αστερας εις φως της νυκτος και κραυγην εν θαλασση και εβομβησεν τα κυματα αυτης κυριος παντοκρατωρ ονομα αυτω | |
| 37 εαν παυσωνται οι νομοι ουτοι απο προσωπου μου φησιν κυριος και το γενος ισραηλ παυσεται γενεσθαι εθνος κατα προσωπον μου πασας τας ημερας | |
| 38 ιδου ημεραι ερχονται φησιν κυριος και οικοδομηθησεται πολις τω κυριω απο πυργου αναμεηλ εως πυλης της γωνιας | |
| 39 και εξελευσεται η διαμετρησις αυτης απεναντι αυτων εως βουνων γαρηβ και περικυκλωθησεται κυκλω εξ εκλεκτων λιθων | |
| 40 και παντες ασαρημωθ εως ναχαλ κεδρων εως γωνιας πυλης ιππων ανατολης αγιασμα τω κυριω και ουκετι ου μη εκλιπη και ου μη καθαιρεθη εως του αιωνος | |