SCRUTATIO

Sabato, 18 ottobre 2025 - Sant´Ignazio d´Antiochia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo - Matthew 8


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Οτε δε κατεβη απο του ορους, ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι.1 Коли ж Ісус сходив з гори, йшла слідом за ним сила народу.
2 Και ιδου, λεπρος ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων? Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.2 І приступив до нього прокажений, вклонивсь йому і мовить: «Господи, коли захочеш, зможеш мене очистити.»
3 Και εκτεινας την χειρα ο Ιησους ηγγισεν αυτον, λεγων? Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς εκαθαρισθη η λεπρα αυτου.3 Ісус простягнув руку й доторкнувсь до нього, кажучи: «Хочу, очисться!» І він негайно же очистився від прокази.
4 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Προσεχε μη ειπης τουτο εις μηδενα, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε το δωρον, το οποιον προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.4 Тоді Ісус промовив до нього: «Гляди, не кажи нікому, а йди, покажися священикові й принеси дар, приписаний Мойсеєм, їм на свідоцтво.»
5 Οτε δε εισηλθεν ο Ιησους εις Καπερναουμ, προσηλθε προς αυτον εκατονταρχος παρακαλων αυτον5 Коли Ісус увійшов у Капернаум, приступив до нього сотник, благаючи його словами:
6 και λεγων? Κυριε, ο δουλος μου κειται εν τη οικια παραλυτικος, δεινως βασανιζομενος.6 «Господи, слуга мій лежить дома розслаблений і мучиться тяжко.»
7 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Εγω ελθων θελω θεραπευσει αυτον.7 Ісус каже до нього: «Я прийду й оздоровлю його.»
8 Και αποκριθεις ο εκατονταρχος ειπε? Κυριε, δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου? αλλα μονον ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.8 Тоді сотник у відповідь мовив: «Господи, я недостойний, щоб ти ввійшов під мою покрівлю, але скажи лише слово і слуга мій видужає.
9 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υπο εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει, και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.9 Бо і я теж підвладний чоловік, маю вояків під собою, і кажу цьому: Іди, — і йде, а тому: Ходи, — і приходить; і слузі моєму: Зроби це, — і він робить.»
10 Ακουσας δε ο Ιησους εθαυμασε και ειπε προς τους ακολουθουντας? Αληθως σας λεγω, ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.10 Почувши це Ісус, здивувався і сказав тим, що за ним ішли: «Істинно кажу вам: Ні в кого в Ізраїлі я не знайшов такої віри.
11 Σας λεγω δε οτι πολλοι θελουσιν ελθει απο ανατολων και δυσμων και θελουσι καθησει μετα του Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ εν τη βασιλεια των ουρανων,11 Кажу вам, що багато прийде зо сходу й заходу, і засядуть з Авраамом, Ісааком та Яковом у Царстві Небеснім,
12 οι δε υιοι της βασιλειας θελουσιν εκβληθη εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.12 а сини царства будуть викинуті геть у темряву кромішню, де буде плач і скрегіт зубів.»
13 Και ειπεν ο Ιησους προς τον εκατονταρχον, Υπαγε, και ως επιστευσας, ας γεινη εις σε. Και ιατρευθη ο δουλος αυτου εν τη ωρα εκεινη.13 І сказав Ісус сотникові: «Йди, хай тобі станеться за твоєю вірою!» І видужав слуга тієї ж години.
14 Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του Πετρου, ειδε την πενθεραν αυτου κατακοιτον και πασχουσαν πυρετον?14 А як Ісус прийшов до Петра в хату, то побачив його тещу, що лежала в гарячці.
15 και επιασε την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος, και εσηκωθη και υπηρετει αυτους.15 Він доторкнувсь до її руки, і полишила її гарячка; а вона встала й услугувала йому.
16 Και οτε εγεινεν εσπερα, εφεραν προς αυτον δαιμονιζομενους πολλους, και εξεβαλε τα πνευματα με λογον και παντας τους κακως εχοντας εθεραπευσε,16 І як настав вечір, принесли до нього багато біснуватих, і він словом вигнав духів і зцілив усіх недужих,
17 δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου, λεγοντος? Αυτος τας ασθενειας ημων ελαβε και τας νοσους εβαστασεν.17 щоб збулося сказане пророком Ісаєю: «Він узяв наші недуги й поніс наші хвороби.»
18 Ιδων δε ο Ιησους πολλους οχλους περι εαυτον, προσεταξε να αναχωρησωσιν εις το περαν.18 Побачивши силу народу навколо себе, Ісус звелів відплисти на другий бік.
19 Και πλησιασας εις γραμματευς ειπε προς αυτον, Διδασκαλε, θελω σοι ακολουθησει οπου αν υπαγης.19 І приступивши один книжник, сказав до нього: «Учителю, куди б ти не пішов, я піду за тобою.»
20 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.20 А Ісус каже до нього: «Лисиці мають нори й птиці небесні — гнізда, а Син Чоловічий не має де голову прихилити.»
21 Αλλος δε εκ των μαθητων αυτου ειπε προς αυτον? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον και να θαψω τον πατερα μου.21 Другий з учнів сказав до нього: «Господи, дозволь мені піти спершу поховати батька мого.»
22 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ακολουθει μοι και αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους.22 Ісус же сказав до нього: «Іди за мною, і зостав мертвим ховати своїх померлих.»
23 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, ηκολουθησαν αυτον οι μαθηται αυτου.23 Як він увійшов до човна, слідом за ним увійшли його учні.
24 Και ιδου, τρικυμια μεγαλη εγεινεν εν τη θαλασση, ωστε το πλοιον εσκεπαζετο υπο των κυματων? αυτος δε εκοιματο.24 Аж ось зірвалася на морі така велика буря, що хвилі заливали човен. Він же спав.
25 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εξυπνισαν αυτον, λεγοντες? Κυριε, σωσον ημας, χανομεθα.25 Ті кинулись до нього, збудили й кажуть: «Рятуй, Господи, ми гинемо!»
26 Και λεγει προς αυτους? Δια τι εισθε δειλοι, ολιγοπιστοι; Τοτε σηκωθεις επετιμησε τους ανεμους και την θαλασσαν, και εγεινε γαληνη μεγαλη.26 А він до них каже: «Чого ви лякливі, маловіри?» Тоді встав погрозив вітрам і морю, і настала велика тиша.
27 Οι δε ανθρωποι εθαυμασαν, λεγοντες? Οποιος ειναι ουτος, οτι και οι ανεμοι και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;27 І здивувались люди та й заговорили між собою: «Хто це такий, що і вітри і море йому слухняні?»
28 Και οτε ηλθεν εις το περαν εις την χωραν των Γεργεσηνων, υπηντησαν αυτον δυο δαιμονιζομενοι εξερχομενοι εκ των μνημειων, αγριοι καθ' υπερβολην, ωστε ουδεις ηδυνατο να περαση δια της οδου εκεινης.28 Коли ж він прибув на той бік, у край гадаринський, зустріли його два біснуваті, що вийшли з гробниць, але такі люті, що ніхто не міг перейти тією дорогою.
29 Και ιδου, εκραξαν λεγοντες? Τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου, Υιε του Θεου; ηλθες εδω προ καιρου να μας βασανισης;29 І почали кричати: «Що нам і тобі, Сину Божий? Прийшов єси сюди, щоб нас мучити перед часом?»
30 Ητο δε μακραν απ' αυτων αγελη χοιρων πολλων βοσκομενη.30 Оподаль же від них паслося велике стадо свиней.
31 Και οι δαιμονες παρεκαλουν αυτον, λεγοντες? Εαν μας εκβαλης, επιτρεψον εις ημας να απελθωμεν εις την αγελην των χοιρων.31 Біси попросили його: «Як ти нас виганяєш, пошли нас в оте стадо свиней.»
32 Και ειπε προς αυτους? Υπαγετε. Και εκεινοι εξελθοντες υπηγαν εις την αγελην των χοιρων? και ιδου, ωρμησε πασα η αγελη των χοιρων κατα του κρημνου εις την θαλασσαν και απεθανον εν τοις υδασιν.32 «Ідіть» — сказав їм. І вийшли з них, і ввійшли у свиней. Тоді то все стадо кинулося з кручі в море й утопилося в хвилях.
33 Οι δε βοσκοντες εφυγον και ελθοντες εις την πολιν, απηγγειλαν παντα και τα των δαιμονιζομενων.33 А пастухи повтікали й, прибігши в місто, все розповіли, а й про біснуватих.
34 Και ιδου, πασα η πολις εξηλθεν εις συναντησιν του Ιησου, και ιδοντες αυτον παρεκαλεσαν να μεταβη απο των οριων αυτων.34 Тоді все місто вийшло Ісусові назустріч і, побачивши його, попросили, щоб відійшов з їхніх околиць.