SCRUTATIO

Giovedi, 18 dicembre 2025 - Santi Anania, Misaele e Azaria ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 19


font
GREEK BIBLEБиблия Синодальный перевод
1 Και ανηγγελθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, ο βασιλευς κλαιει και πενθει δια τον Αβεσσαλωμ.1 И сказали Иоаву: вот, царь плачет и рыдает об Авессаломе.
2 Και εν τη ημερα εκεινη η σωτηρια μετεβληθη εις πενθος εν παντι τω λαω? διοτι ηκουσεν ο λαος να λεγωσιν εν τη ημερα εκεινη, Ο βασιλευς ειναι περιλυπος δια τον υιον αυτου.2 И обратилась победа того дня в плач для всего народа; ибо народ услышал в тот день и говорил, что царь скорбит о своем сыне.
3 Και εισηρχετο ο λαος εν τη ημερα εκεινη κρυφιως εις την πολιν, ως λαος οστις κρυπτεται αισχυνομενος, οταν εν τη μαχη τραπη εις φυγην.3 И входил тогда народ в город украдкою, как крадутся люди стыдящиеся, которые во время сражения обратились в бегство.
4 Ο δε βασιλευς εκαλυψε το προσωπον αυτου, και εβοα ο βασιλευς εν φωνη μεγαλη, Υιε μου Αβεσσαλωμ, Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου.4 А царь закрыл лице свое и громко взывал: сын мой Авессалом! Авессалом, сын мой, сын мой!
5 Και εισελθων ο Ιωαβ εις τον οικον προς τον βασιλεα, ειπε, Κατησχυνας σημερον τα προσωπα παντων των δουλων σου, οιτινες εσωσαν σημερον την ζωην σου και την ζωην των υιων σου και των θυγατερων σου και την ζωην των γυναικων σου και την ζωην των παλλακων σου?5 И пришел Иоав к царю в дом и сказал: ты в стыд привел сегодня всех слуг твоих, спасших ныне жизнь твою и жизнь сыновей и дочерей твоих, и жизнь жен и жизнь наложниц твоих;
6 επειδη αγαπας τους μισουντας σε και μισεις τους αγαπωντας σε? διοτι εδειξας σημερον, οτι δεν ειναι παρα σοι ουδεν οι αρχοντες σου και οι δουλοι σου? διοτι σημερον εγνωρισα, οτι εαν ο Αβεσσαλωμ εζη και ημεις παντες απεθνησκομεν σημερον, τοτε ηθελεν εισθαι αρεστον εις σε?6 ты любишь ненавидящих тебя и ненавидишь любящих тебя, ибо ты показал сегодня, что ничто для тебя и вожди и слуги; сегодня я узнал, что если бы Авессалом остался жив, а мы все умерли, то тебе было бы приятнее;
7 τωρα λοιπον σηκωθητι, εξελθε και λαλησον κατα την καρδιαν των δουλων σου? διοτι ομνυω εις τον Κυριον, εαν δεν εξελθης, δεν θελει μεινει μετα σου την νυκτα ταυτην ουδε εις? και τουτο θελει εισθαι εις σε χειροτεραν υπερ παντα τα κακα, οσα ηλθον επι σε εκ νεοτητος σου μεχρι του νυν.7 итак встань, выйди и поговори к сердцу рабов твоих, ибо клянусь Господом, что, если ты не выйдешь, в эту ночь не останется у тебя ни одного человека; и это будет для тебя хуже всех бедствий, какие находили на тебя от юности твоей доныне.
8 Τοτε εσηκωθη ο βασιλευς και εκαθησεν εν τη πυλη. Και ανηγγειλαν προς παντα τον λαον, λεγοντες, Ιδου, ο βασιλευς καθηται εν τη πυλη. Και ηλθε πας ο λαος εμπροσθεν του βασιλεως. Ο δε Ισραηλ εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου.8 И встал царь и сел у ворот, а всему народу возвестили, что царь сидит у ворот. И пришел весь народ пред лице царя; Израильтяне же разбежались по своим шатрам.
9 Και ητο πας ο λαος εις εριδα κατα πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγοντες, Ο βασιλευς εσωσεν ημας εκ χειρος των εχθρων ημων? και αυτος ηλευθερωσεν ημας εκ χειρος των Φιλισταιων? και τωρα εφυγεν εκ του τοπου εξ αιτιας του Αβεσσαλωμ?9 И весь народ во всех коленах Израилевых спорил и говорил: царь избавил нас от рук врагов наших и освободил нас от рук Филистимлян, а теперь сам бежал из земли сей, от Авессалома.
10 ο δε Αβεσσαλωμ, τον οποιον εχρισαμεν βασιλεα εφ' ημας, απεθανεν εν τη μαχη? τωρα λοιπον δια τι δεν λαλειτε να επιστρεψωμεν τον βασιλεα;10 Но Авессалом, которого мы помазали [в царя] над нами, умер на войне; почему же теперь вы медлите возвратить царя?
11 Και απεστειλεν ο βασιλευς Δαβιδ προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, λεγων, Λαλησατε προς τους πρεσβυτερους του Ιουδα, λεγοντες, Δια τι εισθε οι εσχατοι εις το να επιστρεψητε τον βασιλεα εις τον οικον αυτου; διοτι οι λογοι παντος του Ισραηλ εφθασαν προς τον βασιλεα εις τον οικον αυτου?11 И царь Давид послал сказать священникам Садоку и Авиафару: скажите старейшинам Иудиным: зачем хотите вы быть последними, чтобы возвратить царя в дом его, тогда как слова всего Израиля дошли до царя в дом его?
12 σεις εισθε αδελφοι μου, σεις οστα μου και σαρξ μου? δια τι λοιπον εισθε οι εσχατοι εις το να επιστρεψητε τον βασιλεα;12 Вы братья мои, кости мои и плоть моя--вы; зачем хотите вы быть последними в возвращении царя в дом его?
13 προς τον Αμασα μαλιστα ειπατε, Δεν εισαι συ οστουν μου και σαρξ μου; ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν δεν γεινης αρχιστρατηγος παντοτε εμπροσθεν μου αντι του Ιωαβ.13 И Амессаю скажите: не кость ли моя и плоть моя--ты? Пусть то и то сделает со мною Бог и еще больше сделает, если ты не будешь военачальником при мне, вместо Иоава, навсегда!
14 Και εκλινε την καρδιαν παντων των ανδρων Ιουδα ως ενος ανθρωπου? και απεστειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Επιστρεψον συ και παντες οι δουλοι σου.14 И склонил он сердце всех Иудеев, как одного человека; и послали они к царю [сказать]: возвратись ты и все слуги твои.
15 Επεστρεψε λοιπον ο βασιλευς και ηλθεν εως του Ιορδανου. Και ο Ιουδας ηλθεν εις Γαλγαλα, δια να υπαγη εις συναντησιν του βασιλεως, να διαβιβαση τον βασιλεα δια του Ιορδανου.15 И возвратился царь, и пришел к Иордану, а Иудеи пришли в Галгал, чтобы встретить царя и перевезти царя чрез Иордан.
16 Εσπευσε δε Σιμει ο υιος του Γηρα, ο Βενιαμιτης, εκ Βαουρειμ, και κατεβη μετα των ανδρων Ιουδα εις συναντησιν του βασιλεως Δαβιδ.16 И поспешил Семей, сын Геры, Вениамитянин из Бахурима, и пошел с Иудеями навстречу царю Давиду,
17 Και ησαν μετ' αυτου χιλιοι ανδρες εκ του Βενιαμιν, και Σιβα ο δουλος του οικου του Σαουλ, και οι δεκαπεντε υιοι αυτου και εικοσι δουλοι αυτου μετ' αυτου? και διεβησαν τον Ιορδανην ενωπιον του βασιλεως.17 и тысяча человек из Вениамитян с ним, и Сива, слуга дома Саулова, с пятнадцатью сыновьями своими и двадцатью рабами своими; и перешли они Иордан пред лицем царя.
18 Επειτα επερασεν η λεμβος δια να διαβιβαση την οικογενειαν του βασιλεως, και να καμη ο, τι ηθελε φανη εις αυτον αρεστον. Και Σιμει ο υιος του Γηρα επεσεν ενωπιον του βασιλεως, ενω διεβαινε τον Ιορδανην?18 Когда переправили судно, чтобы перевезти дом царя и послужить ему, тогда Семей, сын Геры, пал пред царем, как только он перешел Иордан,
19 και ειπε προς τον βασιλεα, Ας μη λογαριαση ο κυριος μου ανομιαν εις εμε, και μη ενθυμηθης την ανομιαν, την οποιαν επραξεν ο δουλος σου, καθ' ην ημεραν εξηρχετο ο κυριος μου ο βασιλευς εξ Ιερουσαλημ, ωστε να βαλη τουτο ο βασιλευς εν τη καρδια αυτου?19 и сказал царю: не поставь мне, господин мой, в преступление, и не помяни того, чем согрешил раб твой в тот день, когда господин мой царь выходил из Иерусалима, и не держи [того], царь, на сердце своем;
20 διοτι ο δουλος σου εγνωρισεν οτι εγω ημαρτον? και ιδου εγω ηλθον σημερον προτερος παντος του οικου Ιωσηφ, δια να καταβω εις συναντησιν του κυριου μου του βασιλεως.20 ибо знает раб твой, что согрешил, и вот, ныне я пришел первый из всего дома Иосифова, чтобы выйти навстречу господину моему царю.
21 Και απεκριθη ο Αβισαι ο υιος της Σερουιας, λεγων, Δεν πρεπει ο Σιμει να θανατωθη δια τουτο, διοτι κατηρασθη τον κεχρισμενον του Κυριου;21 И отвечал Авесса, сын Саруин, и сказал: неужели Семей не умрет за то, что злословил помазанника Господня?
22 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε, Τι μεταξυ εμου και υμων, υιοι της Σερουιας, ωστε γινεσθε σημερον επιβουλοι εις εμε; πρεπει την ημεραν ταυτην να θανατωθη ανθρωπος εν Ισραηλ; διοτι δεν γνωριζω εγω οτι σημερον ειμαι βασιλευς επι τον Ισραηλ;22 И сказал Давид: что мне и вам, сыны Саруины, что вы делаетесь ныне мне наветниками? Ныне ли умерщвлять кого-либо в Израиле? Не вижу ли я, что ныне я--царь над Израилем?
23 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιμει, Δεν θελεις αποθανει. Και ωμοσε προς αυτον ο βασιλευς.23 И сказал царь Семею: ты не умрешь. И поклялся ему царь.
24 Και Μεμφιβοσθε, ο υιος του Σαουλ, κατεβη εις συναντησιν του βασιλεως? και ουτε τους ποδας αυτου ειχε νιψει ουτε τον πωγωνα αυτου ευπρεπισει ουτε τα ιματια αυτου ειχε πλυνει, αφ' ης ημερας ο βασιλευς ανεχωρησε μεχρι της ημερας καθ' ην επεστρεψεν εν ειρηνη.24 И Мемфивосфей, сын [Ионафана, сына] Саулова, вышел навстречу царю. Он не омывал ног своих, не заботился о бороде своей и не мыл одежд своих с того дня, как вышел царь, до дня, когда он возвратился с миром.
25 Και οτε ηλθεν εις Ιερουσαλημ προς συναντησιν του βασιλεως, ο βασιλευς ειπε προς αυτον, Δια τι δεν ηλθες μετ' εμου, Μεμφιβοσθε;25 Когда он вышел из Иерусалима навстречу царю, царь сказал ему: почему ты, Мемфивосфей, не пошел со мною?
26 Ο δε απεκριθη, Κυριε μου βασιλευ, ο δουλος μου με ηπατησε? διοτι ο δουλος σου ειπε, Θελω στρωσει δι' εμαυτον τον ονον, και θελω αναβη επ' αυτον και υπαγει προς τον βασιλεα? διοτι ο δουλος σου ειναι χωλος?26 Тот отвечал: господин мой царь! слуга мой обманул меня; ибо я, раб твой, говорил: 'оседлаю себе осла и сяду на нем и поеду с царем', так как раб твой хром.
27 και εσυκοφαντησε τον δουλον σου προς τον κυριον μου τον βασιλεα? πλην ο κυριος μου ο βασιλευς ειναι ως αγγελος Θεου? καμε λοιπον το αρεστον εις τους οφθαλμους σου?27 А он оклеветал раба твоего пред господином моим царем. Но господин мой царь, как Ангел Божий; делай, что тебе угодно;
28 διοτι πας ο οικος του πατρος μου δεν ητο παρα αξιος θανατου ενωπιον του κυριου μου του βασιλεως? συ ομως κατεταξας τον δουλον σου μεταξυ εκεινων οιτινες ετρωγον επι της τραπεζης σου? και τι δικαιον εχω εγω πλεον, και δια τι να παραπονωμαι ετι προς τον βασιλεα;28 хотя весь дом отца моего был повинен смерти пред господином моим царем, но ты посадил раба твоего между ядущими за столом твоим; какое же имею я право жаловаться еще пред царем?
29 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Δια τι λαλεις ετι περι των πραγματων σου; εγω ειπα, Συ και ο Σιβα διαμοιρασθητε τους αγρους.29 И сказал ему царь: к чему ты говоришь все это? я сказал, чтобы ты и Сива разделили [между собою] поля.
30 Και ειπεν ο Μεμφιβοσθε προς τον βασιλεα, Και τα παντα ας λαβη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς επεστρεψεν εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.30 Но Мемфивосфей отвечал царю: пусть он возьмет даже все, после того как господин мой царь, с миром возвратился в дом свой.
31 Και ο Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης κατεβη απο Ρωγελλιμ και διεβη τον Ιορδανην μετα του βασιλεως, δια να συμπροπεμψη αυτον εως περαν του Ιορδανου.31 И Верзеллий Галаадитянин пришел из Роглима и перешел с царем Иордан, чтобы проводить его за Иордан.
32 Ητο δε ο Βαρζελλαι ανθρωπος γερων σφοδρα, ογδοηκοντα ετων ηλικιας? και διετρεφε τον βασιλεα, οτε εκαθητο εν Μαχαναιμ? διοτι ητο ανθρωπος μεγας σφοδρα.32 Верзеллий же был очень стар, лет восьмидесяти. Он продовольствовал царя в пребывание его в Маханаиме, потому что был человек богатый.
33 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Βαρζελλαι, Διαβα συ μετ' εμου, και θελω σε τρεφει μετ' εμου εν Ιερουσαλημ.33 И сказал царь Верзеллию: иди со мною, и я буду продовольствовать тебя в Иерусалиме.
34 Ο δε Βαρζελλαι ειπε προς τον βασιλεα, Ποσαι ειναι αι ημεραι των ετων της ζωης μου, ωστε να αναβω μετα του βασιλεως εις Ιερουσαλημ;34 Но Верзеллий отвечал царю: долго ли мне осталось жить, чтоб идти с царем в Иерусалим?
35 ειμαι σημερον ογδοηκοντα ετων ηλικιας? δυναμαι να καμω διακρισιν μεταξυ καλου και κακου; δυναται ο δουλος σου να αισθανθη τι τρωγω, η τι πινω; δυναμαι να ακουσω πλεον την φωνην των αδοντων η των αδουσων; δια τι λοιπον ο δουλος σου να ηναι ετι και φορτιον εις τον κυριον μου τον βασιλεα;35 Мне теперь восемьдесят лет; различу ли хорошее от худого? Узнает ли раб твой вкус в том, что буду есть, и в том, что буду пить? И буду ли в состоянии слышать голос певцов и певиц? Зачем же рабу твоему быть в тягость господину моему царю?
36 ο δουλος σου θελει διαβη τον Ιορδανην μετα του βασιλεως μεχρις ολιγου διαστηματος? και δια τι ο βασιλευς ηθελε καμει εις εμε την ανταποδοσιν ταυτην;36 Еще немного пройдет раб твой с царем за Иордан; за что же царю награждать меня такою милостью?
37 ας επιστρεψη ο δουλος σου, παρακαλω, δια να αποθανω εν τη πολει μου και να ενταφιασθω πλησιον του ταφου του πατρος μου και της μητρος μου? πλην ιδου, ο δουλος σου Χιμαμ? ας διαβη μετα του κυριου μου του βασιλεως? και καμε εις αυτον ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους σου.37 Позволь рабу твоему возвратиться, чтобы умереть в своем городе, около гроба отца моего и матери моей. Но вот, раб твой, [сын мой] Кимгам пусть пойдет с господином моим, царем, и поступи с ним, как тебе угодно.
38 Και ειπεν ο βασιλευς, Μετ' εμου θελει διαβη ο Χιμαμ, και εγω θελω καμει εις αυτον ο, τι φαινεται αρεστον εις τους οφθαλμους σου? και εις σε θελω καμει παν ο, τι ζητησης παρ' εμου.38 И сказал царь: пусть идет со мною Кимгам, и я сделаю для него, что тебе угодно; и все, чего бы ни пожелал ты от меня, я сделаю для тебя.
39 Και διεβη πας ο λαος τον Ιορδανην. Και οτε διεβη ο βασιλευς, κατεφιλησεν ο βασιλευς τον Βαρζελλαι και ευλογησεν αυτον? ο δε επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.39 И перешел весь народ Иордан, и царь [также]. И поцеловал царь Верзеллия и благословил его, и он возвратился в место свое.
40 Τοτε διεβη ο βασιλευς εις Γαλγαλα, και ο Χιμαμ διεβη μετ' αυτου? και πας ο λαος του Ιουδα και ετι το ημισυ του λαου Ισραηλ διεβιβασαν τον βασιλεα.40 И отправился царь в Галгал, отправился с ним и Кимгам; и весь народ Иудейский провожал царя, и половина народа Израильского.
41 Και ιδου, παντες οι ανδρες Ισραηλ ηλθον προς τον βασιλεα και ειπον προς τον βασιλεα, Δια τι σε εκλεψαν οι αδελφοι ημων, οι ανδρες Ιουδα, και διεβιβασαν τον βασιλεα και την οικογενειαν αυτου, δια του Ιορδανου, και παντας τους ανδρας του Δαβιδ μετ' αυτου;41 И вот, все Израильтяне пришли к царю и сказали царю: зачем братья наши, мужи Иудины, похитили тебя и проводили царя в дом его и всех людей Давида с ним через Иордан?
42 Και απεκριθησαν παντες οι ανδρες Ιουδα προς τους ανδρας Ισραηλ, Διοτι ο βασιλευς ειναι συγγενης ημων? και τι θυμονετε δια το πραγμα τουτο; μηπως εφαγομεν τι εκ του βασιλεως; η εδωκεν εις ημας δωρον;42 И отвечали все мужи Иудины Израильтянам: затем, что царь ближний нам; и из-за чего сердиться вам на это? Разве мы что-- нибудь съели у царя, или получили от него подарки?
43 Και απεκριθησαν οι ανδρες Ισραηλ προς τους ανδρας Ιουδα και ειπον, Ημεις εχομεν δεκα μερη εις τον βασιλεα, και μαλιστα εχομεν εις τον Δαβιδ πλειοτερον παρα σεις? δια τι λοιπον περιφρονειτε ημας; και δεν ελαλησαμεν ημεις πρωτοι μεταξυ ημων περι της επιστροφης του βασιλεως ημων; Και οι λογοι των ανδρων Ιουδα ησαν σκληροτεροι παρα τους λογους των ανδρων Ισραηλ.43 И отвечали Израильтяне мужам Иудиным и сказали: мы десять частей у царя, также и у Давида мы более, нежели вы; зачем же вы унизили нас? Не нам ли принадлежало первое слово о том, чтобы возвратить нашего царя? Но слово мужей Иудиных было сильнее, нежели слово Израильтян.