1 וְעַל־דְּבַר זִבְחֵי הָאֱלִילִים יָדַעְנוּ שֶׁיֵּשׁ־דֵּעָה לְכֻלָּנוּ הַדַּעַת תַּגְבִּיהַּ לֵב וְהָאַהֲבָה הִיא הַבּוֹנָה | 1 Περι δε των ειδωλοθυτων, εξευρομεν οτι παντες εχομεν γνωσιν, η γνωσις ομως φυσιοι, η δε αγαπη οικοδομει. |
2 הַחשֵׁב כִּי־הוּא יֹדֵעַ דְּבַר־מָה עוֹד לֹא־יָדַע מְאוּמָה כַּאֲשֶׁר עָלָיו לָדַעַת אֹתוֹ | 2 Και εαν τις νομιζη οτι εξευρει τι, δεν εμαθεν οτι ουδεν καθως πρεπει να μαθη? |
3 אֲבָל אִם־יֶאֱהַב אִישׁ אֶת־הָאֱלֹהִים הָאֱלֹהִים יְדָעוֹ | 3 αλλ' εαν τις αγαπα τον Θεον, ουτος γνωριζεται υπ' αυτου. |
4 וְעַל־דְּבַר אֲכִילַת זִבְחֵי הָאֱלִילִים הִנֵּה יָדַעְנוּ כִּי־הָאֱלִיל אַיִן בָּעוֹלָם וְאֵין אֱלֹהִים בִּלְתִּי אֶחָד | 4 Περι της βρωσεως λοιπον των ειδωλοθυτων, εξευρομεν οτι το ειδωλον ειναι ουδεν εν τω κοσμω, και οτι δεν υπαρχει ουδεις αλλος Θεος ειμη εις. |
5 וְאַף כִּי־יֵשׁ הַנִּקְרָאִים אֱלֹהִים אִם־בַּשָּׁמַיִם אִם־בָּאָרֶץ בַּאֲשֶׁר יֵשׁ אֱלֹהִים רַבִּים וַאֲדֹנִים רַבִּים | 5 Διοτι αν και ηναι λεγομενοι θεοι ειτε εν τω ουρανω ειτε επι της γης, καθως και ειναι θεοι πολλοι και κυριοι πολλοι, |
6 אָמְנָם לָנוּ אַךְ־אֵל אֶחָד הָאָב אֲשֶׁר הַכֹּל מִמֶּנּוּ וַאֲנַחְנוּ אֵלָיו וְאָדוֹן אֶחָד יֵשׁוּעַ הַמָּשִׁיחַ אֲשֶׁר הַכֹּל עַל־יָדוֹ וַאֲנַחְנוּ עַל־יָדוֹ | 6 αλλ' εις ημας ειναι εις Θεος ο Πατηρ, εξ ου τα παντα και ημεις εις αυτον, και εις Κυριος Ιησους Χριστος, δι' ου τα παντα και ημεις δι' αυτου. |
7 אַךְ לֹא בְכֻלָּם הַדָּעַת כִּי יֵשׁ אֲשֶׁר בְּזָכְרָם עוֹד אֶת־הָאֱלִיל אֹכְלִים כְּזֶבַח הָאֱלִיל וּבְכֵן לִבָּם הֶחָלוּשׁ יִתְגָּאָל | 7 Αλλα δεν ειναι εις παντας η γνωσις αυτη? τινες δε δια την συνειδησιν του ειδωλου εως σημερον τρωγουσι το ειδωλοθυτον ως ειδωλοθυτον, και η συνειδησις αυτων ασθενης ουσα μολυνεται. |
8 הַמַּאֲכָל לֹא יְקָרֵב אֶתְכֶם לֵאלֹהִים כִּי אִם־נֹאכַל אֵין־לָנוּ יִתְרוֹן וְאִם־לֹא נֹאכַל לֹא נִגָּרֵעַ | 8 το φαγητον ομως δεν συνιστα ημας εις τον Θεον? διοτι ουτε εαν φαγωμεν περισσευομεν, ουτε εαν δεν φαγωμεν ελαττουμεθα. |
9 אֲבָל הִזָּהֵרוּ פֶּן־תִּהְיֶה אוֹתָהּ הַחֵרוּת שֶׁלָּכֶם לְמִכְשֹׁל הַחַלָּשִׁים | 9 Πλην προσεχετε μηπως αυτη η εξουσια σας γεινη προσκομμα εις τους ασθενεις. |
10 כִּי הָאִישׁ הָרֹאֶה אֹתְךָ אֲשֶׁר לְךָ הַדַּעַת מֵסֵב בְּבֵית אֱלִילִים הֲלֹא יָעֹז בְּרוּחוֹ הֶחָלוּשׁ לֶאֱכֹל מִזִּבְחֵי אֱלִילִים | 10 Διοτι εαν τις ιδη σε, τον εχοντα γνωσιν, οτι καθησαι εις τραπεζαν εντος ναου ειδωλων, δεν θελει ενθαρρυνθη η συνειδησις αυτου, ασθενουντος, εις το να τρωγη τα ειδωλοθυτα; |
11 וְיֹאבַד עַל־יְדֵי דַעְתְּךָ אָחִיךָ הַחַלָּשׁ אֲשֶׁר לְמַעֲנוֹ מֵת הַמָּשִׁיחַ | 11 Και δια την γνωσιν σου θελει απολεσθη ο ασθενης αδελφος, δια τον οποιον ο Χριστος απεθανεν. |
12 וְאִם־כָּכָה תֶּחֶטְאוּ לַאֲחֵיכֶם וְתַכְאִיבוּ אֶת־רוּחָם הֶחָלוּשׁ לַמָּשִׁיחַ אַתֶּם חֹטְאִים | 12 Αμαρτανοντες δε ουτως εις τους αδελφους και προσβαλλοντες την ασθενη συνειδησιν αυτων, εις τον Χριστον αμαρτανετε. |
13 עַל־כֵּן אִם־מַאֲכָלִי מַכְשִׁיל אֶת־אָחִי לֹא־אֹכַל בָּשָׂר לְעוֹלָם לְמַעַן לֹא־אַכְשִׁיל אֶת־אָחִי | 13 Δια τουτο, εαν το φαγητον σκανδαλιζη τον αδελφον μου, δεν θελω φαγει κρεας εις τον αιωνα, δια να μη σκανδαλισω τον αδελφον μου. |