Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 5


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וְאִישׁ אֶחָד וּשְׁמוֹ חֲנַנְיָה עִם־אִשְׁתּוֹ שַׁפִּירָה מָכַר אֶת־אֲחֻזָּתוֹ1 Ανθρωπος δε τις Ανανιας το ονομα μετα της γυναικος αυτου Σαπφειρης επωλησε κτημα
2 וַיִּקַּח מִן־הַמְּחִיר וַיַּסְתִּירֵהוּ וְאִשְׁתּוֹ יֹדַעַת גַּם־הִיא וְחֵלֶק אֶחָד הֵבִיא וַיָּשֶׂם לְרַגְלֵי הַשְּׁלִיחִים2 και εκρατησεν απο της τιμης, εν γνωσει και της γυναικος αυτου, και φερων μερος τι εθεσεν εις τους ποδας των αποστολων.
3 וַיֹּאמֶר פֶּטְרוֹס חֲנַנְיָה לָמָּה זֶּה מִלֵּא הַשָּׂטָן אֶת־לְבָבְךָ לְשַׁקֵּר בְּרוּחַ הַקֹּדֶשׁ וּלְהַסְתִּיר מִמְּחִיר הַשָּׂדֶה3 Ειπε δε ο Πετρος? Ανανια, δια τι εγεμισεν ο Σατανας την καρδιαν σου, ωστε να ψευσθης εις το Πνευμα το Αγιον και να κρατησης απο της τιμης του αγρου;
4 הֲלֹא שֶׁלְּךָ הָיָה טֶרֶם הִמָּכְרוֹ וְגַם־אַחֲרֵי נִמְכַּר הָיָה בְיָדֶךָ וְלָמָּה שַׂמְתָּ עַל־לְבָבְךָ הַדָּבָר הַזֶּה לֹא שִׁקַּרְתָּ בִּבְנֵי אָדָם כִּי אִם בֵּאלֹהִים4 Ενω εμενε, δεν ητο σου; και αφου επωληθη, δεν ητο εν τη εξουσια σου; δια τι εβαλες εν τη καρδια σου το πραγμα τουτο; δεν εψευσθης εις ανθρωπους, αλλ' εις τον Θεον.
5 וְכִשְׁמֹעַ חֲנַנְיָה אֶת־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה נָפַל אַרְצָה וַיִּגְוָע וַתְּהִי יִרְאָה גְדוֹלָה עַל כָּל־הַשֹּׁמְעִים5 Ενω δε ηκουεν ο Ανανιας τους λογους τουτους, επεσε και εξεψυχησε, και επεπεσε φοβος μεγας επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
6 וַיָּקוּמוּ הַצְּעִירִים וַיַּאַסְפוּ אֹתוֹ וַיִּשָּׂאֻהוּ הַחוּצָה וַיִּקְבְּרֻהוּ6 Σηκωθεντες δε οι νεωτεροι, ετυλιξαν αυτον και εκβαλοντες εθαψαν.
7 וַיְהִי כְּמִשְׁלשׁ שָׁעוֹת וַתָּבֹא אִשְׁתּוֹ וְהִיא לֹא יָדְעָה אֵת הַנַּעֲשָׂה7 Μετα δε περιπου τρεις ωρας εισηλθεν η γυνη αυτου, μη εξευρουσα το γεγονος.
8 וַיַּעַן פֶּטְרוֹס וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ אִמְרִי־לִי הֲבַמְּחִיר הַזֶּה מְכַרְתֶּם אֶת־הַשָּׂדֶה וַתֹּאמֶר כֵּן בַּמְּחִיר הַזֶּה8 Και απεκριθη προς αυτην ο Πετρος? Ειπε μοι, δια τοσον επωλησατε τον αγρον; Και εκεινη ειπε? Ναι, δια τοσον.
9 וַיֹּאמֶר פֶּטְרוֹס אֵלֶיהָ לָמָּה־זֶּה נוֹעַדְתֶּם לְנַסּוֹת אֶת־רוּחַ יְהוָֹה הִנֵּה בַפֶּתַח רַגְלֵי הַמְקַבְּרִים אֶת־אִישֵׁךְ וְנָשְׂאוּ אֹתָךְ הַחוּצָה9 Και ο Πετρος ειπε προς αυτην? Δια τι συνεφωνησατε να πειραζητε το Πνευμα του Κυριου; ιδου, εις την θυραν οι ποδες των θαψαντων τον ανδρα σου και θελουσιν εκβαλει και σε.
10 וַתִּפֹּל פִּתְאֹם לְרַגְלָיו וַתִּגְוָע וְהַבַּחוּרִים בָּאוּ וְהִנֵּה מֵתָה וַיִּשָּׂאוּהָ הַחוּצָה וַיִּקְבְּרוּהָ אֵצֶל אִישָׁהּ10 Και επεσε παρευθυς εις τους ποδας αυτου και εξεψυχησεν? εισελθοντες δε οι νεανισκοι, ευρον αυτην νεκραν και εκβαλοντες εθαψαν πλησιον του ανδρος αυτης.
11 וַתְּהִי יִרְאָה גְדוֹלָה עַל כָּל־הַקָּהָל וְעַל כָּל־הַשֹּׁמְעִים אֶת־אֵלֶּה11 Και επεπεσε φοβος μεγας εφ' ολην την εκκλησιαν και επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
12 וַיֵּעָשֹוּ אֹתוֹת וּמוֹפְתִים רַבִּים בְּקֶרֶב הָעָם עַל־יְדֵי הַשְּׁלִיחִים וְכֻלָּם נֶאֶסְפוּ לֵב אֶחָד בְּאוּלָם שֶׁל־שְׁלֹמֹה12 Πολλα δε σημεια και τερατα εγινοντο εν τω λαω δια των χειρων των αποστολων? και ησαν ομοθυμαδον απαντες εν τη στοα του Σολομωντος.
13 וּמִן־הָאֲחֵרִים אֵין אִישׁ אֲשֶׁר מְלָאוֹ לִבּוֹ לְהִלָּוֺת עֲלֵיהֶם אַךְ־הוֹקִיר אֹתָם הָעָם13 Εκ δε των λοιπων ουδεις ετολμα να προσκολληθη εις αυτους, ο λαος ομως εμεγαλυνεν αυτους?
14 אֲבָל נִסְפְּחוּ עוֹד יֹתֵר מַאֲמִינִים אֶל־הָאָדוֹן אֲנָשִׁים וְנָשִׁים הַרְבֵּה מְאֹד14 και προσετιθεντο μαλλον πιστευοντες εις τον Κυριον, πληθη ανδρων τε και γυναικων,
15 עַד כִּי־נָשְׂאוּ אֶת־הַחוֹלִים אֶל־הָרְחֹבוֹת וַיְשִׂימוּם עַל־מִטּוֹת וּמִשְׁכָּבוֹת לְמַעַן אֲשֶׁר יֵלֵךְ פֶּטְרוֹס וְנָפַל אַךְ־צִלּוֹ עַל־אֶחָד מֵהֶם15 ωστε εφερον εξω εις τας πλατειας τους ασθενεις και εθετον επι κλινων και κραββατων, δια να επισκιαση καν η σκια του Πετρου ερχομενου τινα εξ αυτων.
16 וְגַם־הֲמוֹן־עַם הֶעָרִים אֲשֶׁר מִסָּבִיב נִקְבְּצוּ יְרוּשָׁלָיִם מְבִיאִים אֶת־הַחוֹלִים וְאֶת־הַנִּלְחָצִים מֵרוּחוֹת טְמֵאוֹת וַיֵּרָפְאוּ כֻּלָּם16 Συνηρχετο δε και το πληθος των περιξ πολεων εις Ιερουσαλημ φεροντες ασθενεις και ενοχλουμενους υπο πνευματων ακαθαρτων, οιτινες εθεραπευοντο απαντες.
17 וַיָּקָם הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל וְכֹל אֲשֶׁר אִתּוֹ וְהֵם אַנְשֵׁי כַּת הַצַּדּוּקִים וַיִּמָּלְאוּ קִנְאָה17 Και σηκωθεις ο αρχιερευς και παντες οι μετ' αυτου, οιτινες ησαν αιρεσις των Σαδδουκαιων, επλησθησαν ζηλου
18 וַיִּשְׁלְחוּ־יָד בַּשְּׁלִיחִים וַיִּתְּנוּם בְּמִשְׁמַר הָעִיר18 και επεβαλον τας χειρας αυτων επι τους αποστολους, και εβαλον αυτους εις δημοσιαν φυλακην.
19 וַיְהִי בַלַּיְלָה וַיִּפְתַּח מַלְאַךְ יְהוָֹה אֶת־דַּלְתֵי בֵית־הַכֶּלֶא וַיּוֹצִיאֵם לֵאמֹר19 Αγγελος ομως Κυριου δια της νυκτος ηνοιξε τας θυρας της φυλακης, και εκβαλων αυτους ειπεν.
20 לְכוּ וְהִתְיַצְּבוּ בַמִּקְדָּשׁ וְדַבְּרוּ אֶל־הָעָם אֶת־כָּל־דִּבְרֵי הַחַיִּים הָאֵלֶּה20 Υπαγετε, και σταθεντες λαλειτε εν τω ιερω προς τον λαον παντας τους λογους της ζωης ταυτης.
21 וְהֵם כְּשָׁמְעָם אֶת־זֹאת בָּאוּ אֶל־הַמִּקְדָּשׁ בִּהְיוֹת הַבֹּקֶר וַיְלַמְּדוּ שָׁם וַיָּבֹא הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל וַאֲשֶׁר אִתּוֹ וַיִּקְרְאוּ אֶל־הַסַּנְהֶדְרִין וְאֶל־כָּל־זִקְנֵי בְנֵי יִשְׂרָאֵל וַיִּשְׁלְחוּ אֶל־בֵּית הָאֲסוּרִים לְהָבִיא אֹתָם21 Και ακουσαντες εισηλθον την αυγην εις το ιερον και εδιδασκον. Ελθων δε ο αρχιερευς και οι μετ' αυτου, συνεκαλεσαν το συνεδριον και ολην την γερουσιαν των υιων του Ισραηλ και εστειλαν εις το δεσμωτηριον, δια να φερωσιν αυτους.
22 וַיֵּלְכוּ הַמְשָׁרְתִים וְלֹא מְצָאוּם בְּבֵית הַכֶּלֶא וַיָּשׁוּבוּ וַיַּגִּידוּ לֵאמֹר22 Οι δε υπηρεται ελθοντες δεν ευρον αυτους εν τη φυλακη, και επιστρεψαντες απηγγειλαν,
23 אֶת־בֵּית הָאֲסוּרִים מָצָאנוּ סָגוּר וּמְסֻגָּר וְהַשֹּׁמְרִים עֹמְדִים עַל־הַדְּלָתוֹת וְכַאֲשֶׁר פָּתַחְנוּ לֹא־נִמְצָא בוֹ אָדָם23 λεγοντες οτι το μεν δεσμωτηριον ευρομεν κεκλεισμενον μετα πασης ασφαλειας, και τους φυλακας ισταμενους εξω εμπροσθεν των θυρων, ανοιξαντες δε ουδενα ευρομεν εσω.
24 וַיְהִי כִשְׁמֹעַ הַכֹּהֵן וּנְגִיד הַמִּקְדָּשׁ וְרָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים אֶת־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה וַיִּבָּהֲלוּ עֲלֵיהֶם וַיֹּאמְרוּ אֵיךְ יִפֹּל הַדָּבָר הַזֶּה24 Ως δε ηκουσαν τους λογους τουτους και ο ιερευς και ο στρατηγος του ιερου και οι αρχιερεις, ησαν εν απορια περι αυτων εις τι εμελλε να καταντηση τουτο.
25 וְאִישׁ אֶחָד בָּא וַיַּגֵּד לָהֶם לֵאמֹר הִנֵּה הָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר שַׂמְתֶּם בַּמִּשְׁמָר עֹמְדִים הֵם בַּמִּקְדָּשׁ וּמְלַמְּדִים אֶת־הָעָם25 Και ελθων τις απηγγειλε προς αυτους, λεγων οτι ιδου, οι ανθρωποι, τους οποιους εβαλετε εις την φυλακην, ιστανται εν τω ιερω και διδασκουσι τον λαον.
26 וַיֵּלֶךְ שָׁמָּה הַנָּגִיד עִם־מְשָׁרְתָיו וַיִּקָּחֵם אַךְ־לֹא בְחָזְקָה כִּי יָרְאוּ מִפְּנֵי הָעָם פֶּן יִסָּקֵלוּ26 Τοτε υπηγεν ο στρατηγος μετα των υπηρετων και εφερεν αυτους, ουχι μετα βιας? διοτι εφοβουντο τον λαον, μη λιθοβοληθωσι.
27 וַיָּבִיאוּ אֹתָם וַיַּעֲמִידוּם לִפְנֵי הַסַּנְהֶדְרִין וַיִּשְׁאָלֵם הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל לֵאמֹר27 Και αφου εφεραν αυτους, εστησαν εν τω συνεδριω. Και ηρωτησεν αυτους ο αρχιερευς
28 הֲלֹא צַוֹּה צִוִּינוּ עֲלֵיכֶם לְבִלְתִּי לַמֵּד בַּשֵּׁם הַזֶּה וְהִנֵּה מִלֵּאתֶם אֶת־יְרוּשָׁלַיִם תּוֹרַתְכֶם וְתַחְפְּצוּ לְהָבִיא עָלֵינוּ אֶת־דְּמֵי הָאִישׁ הַזֶּה28 λεγων? Δεν σας παρηγγειλαμεν ρητως να μη διδασκητε εν τω ονοματι τουτω; και ιδου, εγεμισατε την Ιερουσαλημ απο της διδαχης σας, και θελετε να φερητε εφ' ημας το αιμα του ανθρωπου τουτου.
29 וַיַּעַן פֶּטְרוֹס וְהַשְּׁלִיחִים וַיֹּאמְרוּ הֲלֹא עָלֵינוּ לְהַקְשִׁיב בְּקוֹל אֱלֹהִים מֵהַקְשִׁיב בְּקוֹל בְּנֵי אָדָם29 Αποκριθεις δε ο Πετρος και οι αποστολοι, ειπον? Πρεπει να πειθαρχωμεν εις τον Θεον μαλλον παρα εις τους ανθρωπους.
30 אֱלֹהֵי אֲבוֹתֵינוּ הֵקִים אֶת־יֵשׁוּעַ אֲשֶׁר שְׁלַחְתֶּם יֶדְכֶם בּוֹ וַתִּתְלוּ אוֹתוֹ עַל־הָעֵץ30 Ο Θεος των πατερων ημων ανεστησε τον Ιησουν, τον οποιον σεις εθανατωσατε κρεμασαντες επι ξυλου?
31 אֶת־זֶה נִשֵּׂא הָאֱלֹהִים בִּימִינוֹ לְשַׂר וּלְמוֹשִׁיעַ לָתֵת תְּשׁוּבָה לְיִשְׂרָאֵל וּסְלִיחַת הַחֲטָאִים31 τουτον ο Θεος υψωσε δια της δεξιας αυτου Αρχηγον και Σωτηρα, δια να δωση μετανοιαν εις τον Ισραηλ και αφεσιν αμαρτιων.
32 וַאֲנַחְנוּ עֵדָיו עַל־אֵלֶּה וְגַם־רוּחַ הַקֹּדֶשׁ אֲשֶׁר נָתַן אוֹתוֹ הָאֱלֹהִים לַשֹּׁמְעִים בְּקוֹלוֹ32 Και ημεις ειμεθα μαρτυρες αυτου περι των λογων τουτων, και το Πνευμα δε το Αγιον, το οποιον εδωκεν ο Θεος εις τους πειθαρχουντας εις αυτον.
33 וַיְהִי כְּשָׁמְעָם וַיִּתְרַגָּזוּ וַיִּתְיָעֲצוּ לַהֲרוֹג אֹתָם33 Οι δε ακουσαντες ετριζον τους οδοντας και εβουλευοντο να θανατωσωσιν αυτους.
34 וַיָּקָם בְּתוֹךְ הַסַּנְהֶדְרִין אֶחָד מִן־הַפְּרוּשִׁים גַּמְלִיאֵל שְׁמוֹ וְהוּא מוֹרֵה הַתּוֹרָה מְכֻבָּד בְּעֵינֵי כָל־הָעָם וַיְצַו לְהוֹצִיא אֶת־הַשְּׁלִיחִים הַחוּצָה לִזְמַן מְעָט34 Σηκωθεις δε εν τω συνεδριω Φαρισαιος τις Γαμαλιηλ το ονομα, νομοδιδασκαλος τιμωμενος υπο παντος του λαου, προσεταξε να εκβαλωσι τους αποστολους δι' ολιγην ωραν,
35 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אַנְשֵׁי יִשְׂרָאֵל הִשָּׁמְרוּ לָכֶם מִפְּנֵי הָאֲנָשִׁים הָאֵלֶּה בְּמַה־שֶּׁאַתֶּם עֹשִׂים לָהֶם35 και ειπε προς αυτους? Ανδρες Ισραηλιται, προσεχετε εις εαυτους περι των ανθρωπων τουτων τι μελλετε να πραξητε.
36 כִּי לִפְנֵי הַיָּמִים הָאֵלֶּה קָם תּוֹדָס וַיִּתֵּן אֶת־נַפְשׁוֹ כְּאַחַד הַגְּדוֹלִים וַיִּדְבְּקוּ־בוֹ כְּאַרְבַּע מֵאוֹת אִישׁ וַיֵּהָרֵג וְכֹל אֲשֶׁר־שָׁמְעוּ אֵלָיו הִתְפָּרְדוּ וַיִּהְיוּ לְאָיִן36 Διοτι προ τουτων των ημερων εσηκωθη ο Θευδας, λεγων εαυτον οτι ειναι μεγας τις, εις τον οποιον προσεκολληθη αριθμος ανδρων εως τετρακοσιων? οστις εφονευθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διελυθησαν και κατηντησαν εις ουδεν.
37 וְאַחַר כֵּן קָם יְהוּדָה הַגְּלִילִי בִּימֵי הַמִּפְקָד וַיָּסֶת אַחֲרָיו עַם רָב וְגַם־הוּא נֶהֱרַג וְכֹל אֲשֶׁר־שָׁמְעוּ אֵלָיו נָפֹצוּ37 Μετα τουτον εσηκωθη Ιουδας ο Γαλιλαιος εν ταις ημεραις της απογραφης και εσυρεν οπισω αυτου αρκετον λαον? και εκεινος απωλεσθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διεσκορπισθησαν.
38 וְעַתָּה אֲנִי אֹמֵר אֲלֵיכֶם חִדְלוּ לָכֶם מִן־הָאֲנָשִׁים הָאֵלֶּה וְהַנִּיחוּ לָהֶם כִּי הָעֵצָה וְהַפְּעֻלָּה הַזֹּאת אִם־מֵאֵת אָדָם הִיא תֻּפָר38 Και τωρα σας λεγω, απεχετε απο των ανθρωπων τουτων και αφησατε αυτους? διοτι εαν η βουλη αυτη η το εργον τουτο ηναι εξ ανθρωπων, θελει ματαιωθη?
39 וְאִם־מֵאֵת הָאֱלֹהִים הִיא לֹא תוּכְלוּ לְהָפֵר אֹתָהּ פֶּן־תִּמָּצְאוּ נִלְחָמִים אֶת־הָאֱלֹהִים39 εαν ομως ηναι εκ Θεου, δεν δυνασθε να ματαιωσητε αυτο, και προσεχετε μηπως ευρεθητε και θεομαχοι. Και επεισθησαν εις αυτον,
40 וַיִּשְׁמְעוּ אֵלָיו וַיִּקְרְאוּ אֶת־הַשְּׁלִיחִים וַיַּלְקוּ אֹתָם וַיְצַוּוּ אֲשֶׁר לֹא יְדַבְּרוּ בְּשֵׁם יֵשׁוּעַ וַיִּפְטְרוּ אוֹתָם40 και προσκαλεσαντες τους αποστολους, εδειραν και παρηγγειλαν να μη λαλωσιν εν τω ονοματι του Ιησου, και απελυσαν αυτους.
41 וַיֵּצְאוּ שְׂמֵחִים מִלִּפְנֵי הַסַּנְהֶדְרִין עַל־כִּי זָכוּ לָשֵׂאת עַל־שְׁמוֹ כְּלִמָּה41 Εκεινοι λοιπον ανεχωρουν απο προσωπου του συνεδριου, χαιροντες οτι υπερ του ονοματος αυτου ηξιωθησαν να ατιμασθωσι.
42 וְכָל־הַיּוֹם לֹא חָדְלוּ לְלַמֵּד בַּמִּקְדָּשׁ וּבַבָּתִּים וּלְבַשֵּׂר אֶת־בְּשׂוֹרַת יֵשׁוּעַ הַמָּשִׁיחַ42 Και πασαν ημεραν εν τω ιερω και κατ' οικον δεν επαυον διδασκοντες και ευαγγελιζομενοι τον Ιησουν Χριστον.