Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Lettera ai Filippesi - מכתב לפיליפאים 9


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי בְּעָבְרוֹ וַיַּרְא אִישׁ וְהוּא עִוֵּר מִיּוֹם הִוָּלְדוֹ1 Και ενω ανεχωρει, ειδεν ανθρωπον τυφλον εκ γενετης.
2 וַיִּשְׁאֲלוּ אֹתוֹ תַּלְמִידָיו לֵאמֹר רַבִּי מִי־הוּא אֲשֶׁר חָטָא הֲזֶה אִם־יֹלְדָיו כִּי נוֹלַד עִוֵּר2 Και ηρωτησαν αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ραββι, τις ημαρτεν, ουτος η οι γονεις αυτου, ωστε να γεννηθη τυφλος;
3 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ לֹא זֶה חָטָא וְלֹא יוֹלְדָיו אַךְ לְמַעַן יִגָּלוּ־בוֹ מַעַלְלֵי־אֵל3 Απεκριθη ο Ιησους? Ουτε ουτος ημαρτεν ουτε οι γονεις αυτου, αλλα δια να φανερωθωσι τα εργα του Θεου εν αυτω.
4 עָלַי לַעֲשֹוֹת מַעֲשֵׂי שֹׁלְחִי בְּעוֹד יוֹם יָבוֹא הַלַּיְלָה אֲשֶׁר־בּוֹ לֹא־יוּכַל אִישׁ לִפְעֹל4 Εγω πρεπει να εργαζωμαι τα εργα του πεμψαντος με, εωσου ειναι ημερα? ερχεται νυξ οτε ουδεις δυναται να εργαζηται.
5 בִּהְיוֹתִי בָּעוֹלָם אוֹר הָעוֹלָם אָנִי5 Ενοσω ειμαι εν τω κοσμω, ειμαι φως του κοσμου.
6 וַיְהִי כְּדַבְּרוֹ זֹאת וַיָּרָק עַל־הָאָרֶץ וַיַּעַשׂ טִיט מִן־הָרוֹק וַיִּמְרַח אֶת־הַטִּיט עַל־עֵינֵי הָעִוֵּר6 Αφου ειπε ταυτα, επτυσε χαμαι και εκαμε πηλον εκ του πτυσματος και επεχρισε τον πηλον επι τους οφθαλμους του τυφλου
7 וַיֹּאמֶר אֵלָיו לֵךְ וּרְחַץ בִּבְרֵכַת הַשִּׁלֹּחַ פֵּרוּשׁוֹ שָׁלוּחַ וַיֵּלֶךְ וַיִּרְחַץ וַיָּבֹא וְעֵינָיו רֹאוֹת7 και ειπε προς αυτον? Υπαγε, νιφθητι εις την κολυμβηθραν του Σιλωαμ, το οποιον ερμηνευεται απεσταλμενος. Υπηγε λοιπον και ενιφθη, και ηλθε βλεπων.
8 וַיֹּאמְרוּ שְׁכֵנָיו וַאֲשֶׁר רָאוּ אֹתוֹ לְפָנִים כִּי־עִוֵּר הוּא הֲלֹא־זֶה הוּא הַיּשֵׁב וּמְשָׁאֵל8 Οι δε γειτονες και οσοι εβλεπον αυτον προτερον οτι ητο τυφλος ελεγον δεν ειναι ουτος, οστις εκαθητο και εζητει;
9 אֵלֶּה אָמְרוּ כִּי־הוּא זֶה וְאֵלֶּה אָמְרוּ אַךְ־דּוֹמֶה לּוֹ וְהוּא אָמַר אֲנִי הוּא9 Αλλοι ελεγον οτι ουτος ειναι? αλλοι δε οτι ομοιος αυτου ειναι. Εκεινος ελεγεν οτι εγω ειμαι.
10 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו בַּמָּה אֵפוֹא נִפְקְחוּ עֵינֶיךָ10 Ελεγον λοιπον προς αυτον? Πως ηνοιχθησαν οι οφθαλμοι σου;
11 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אִישׁ אֲשֶׁר־נִקְרָא שְׁמוֹ יֵשׁוּעַ עָשָׂה טִיט וַיִּמְרַח עַל־עֵינַי וַיֹּאמֶר אֵלַי לֵךְ וּרְחַץ בִּבְרֵכַת הַשִּׁלֹּחַ וָאֵלֵךְ וָאֶרְחַץ וַתָּאֹרְנָה עֵינָי11 Απεκριθη εκεινος και ειπεν? Ανθρωπος λεγομενος Ιησους εκαμε πηλον και επεχρισε τους οφθαλμους μου και μοι ειπεν? Υπαγε εις την κολυμβηθραν του Σιλωαμ και νιφθητι? αφου δε υπηγα και ενιφθην, ανεβλεψα.
12 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אַיּוֹ וַיֹּאמֶר לֹא יָדָעְתִּי12 Ειπον λοιπον προς αυτον? Που ειναι εκεινος; Λεγει? Δεν εξευρω.
13 וַיָּבִיאוּ אֶת־הָאִישׁ אֲשֶׁר הָיָה עִוֵּר לְפָנִים אֶל־הַפְּרוּשִׁים13 Φερουσιν αυτον τον ποτε τυφλον προς τους Φαρισαιους.
14 וְהַיּוֹם אֲשֶׁר עָשָׂה־בוֹ יֵשׁוּעַ אֶת־הַטִּיט וַיִּפְקַח אֶת־עֵינָיו שַׁבָּת הָיָה14 Ητο δε σαββατον, οτε εκαμε τον πηλον ο Ιησους και ηνοιξε τους οφθαλμους αυτου.
15 וַיּוֹסִיפוּ לִשְׁאֹל אֹתוֹ גַּם־הַפְּרוּשִׁים אֵיךְ נִפְקְחוּ עֵינָיו וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם טִיט שָׂם עַל־עֵינַי וָאֶרְחַץ וְהִנְנִי רֹאֶה15 Παλιν λοιπον ηρωτων αυτον και οι Φαρισαιοι πως ανεβλεψε. Και εκεινος ειπε προς αυτους? Πηλον εβαλεν επι τους οφθαλμους μου, και ενιφθην, και βλεπω.
16 וַיֹּאמְרוּ מִקְצָת הַפְּרוּשִׁים זֶה הָאִישׁ לֹא מֵאֱלֹהִים הוּא כִּי לֹא־יִשְׁמֹר אֶת־הַשַּׁבָּת וַאֲחֵרִים אָמְרוּ אֵיכָה יוּכַל אִישׁ חֹטֵא לַעֲשֹוֹת אֹתוֹת כָּאֵלֶּה וַיְהִי־רִיב בֵּינֵיהֶם16 Ελεγον λοιπον τινες εκ των Φαρισαιων? Ουτος ο ανθρωπος δεν ειναι παρα του Θεου, διοτι δεν φυλαττει το σαββατον. Αλλοι ελεγον? Πως δυναται ανθρωπος αμαρτωλος να καμνη τοιαυτα θαυματα; Και ητο σχισμα μεταξυ αυτων.
17 וַיּוֹסִיפוּ וַיֹּאמְרוּ אֶל־הָעִוֵּר מַה־תֹּאמַר אַתָּה עָלָיו אֲשֶׁר פָּקַח עֵינֶיךָ וַיֹּאמֶר נָבִיא הוּא17 Λεγουσι παλιν προς τον τυφλον? Συ τι λεγεις περι αυτου, επειδη ηνοιξε τους οφθαλμους σου; Και εκεινος ειπεν οτι προφητης ειναι.
18 וְלֹא־הֶאֱמִינוּ הַיְּהוּדִים עָלָיו כִּי עִוֵּר הָיָה וְאֹרוּ עֵינָיו עַד־אֲשֶׁר קָרְאוּ אֶל־יוֹלְדֵי הַנִּרְפָּא18 Δεν επιστευσαν λοιπον οι Ιουδαιοι περι αυτου οτι ητο τυφλος και ανεβλεψεν, εως οτου εφωναξαν τους γονεις αυτου του αναβλεψαντος
19 וַיִּשְׁאֲלוּ אֹתָם לֵאמֹר הֲזֶה הוּא בִנְכֶם אֲשֶׁר אֲמַרְתֶּם כִּי נוֹלַד עִוֵּר וְאֵיכָה הוּא רֹאֶה עָתָּה19 και ηρωτησαν αυτους, λεγοντες? Ουτος ειναι ο υιος σας, τον οποιον σεις λεγετε οτι εγεννηθη τυφλος; πως λοιπον βλεπει τωρα;
20 וַיַּעֲנוּ אֹתָם יוֹלְדָיו וַיֹּאמְרוּ יָדַעְנוּ כִּי זֶה הוּא בְנֵנוּ וְכִי נוֹלַד עִוֵּר20 Απεκριθησαν προς αυτους οι γονεις αυτου και ειπον? Εξευρομεν οτι ουτος ειναι ο υιος ημων και οτι εγεννηθη τυφλος?
21 אֲבָל אֵיךְ הוּא רֹאֶה עַתָּה אוֹ מִי פָקַח אֶת־עֵינָיו אֲנַחְנוּ לֹא יָדָעְנוּ הֲלֹא בֶן־דַּעַת הוּא שַׁאֲלוּ אֶת־פִּיהוּ וְהוּא יַגִּיד מֶה־הָיָה לוֹ21 Πως δε βλεπει τωρα δεν εξευρομεν, η τις ηνοιξε τους οφθαλμους αυτου ημεις δεν εξευρομεν? αυτος ηλικιαν εχει, αυτον ερωτησατε, αυτος περι εαυτου θελει λαλησει.
22 כָּזֹאת דִּבְּרוּ יוֹלְדָיו מִיִּרְאָתָם אֶת־הַיְּהוּדִים כִּי הַיְּהוּדִים כְּבָר נוֹעֲצוּ לְנַדּוֹת אֶת־כָּל־אֲשֶׁר יוֹדֶה כִּי הוּא הַמָּשִׁיחַ22 Ταυτα ειπον οι γονεις αυτου, διοτι εφοβουντο τους Ιουδαιους? επειδη ηδη ειχον συμφωνησει οι Ιουδαιοι, εαν τις ομολογηση αυτον Χριστον, να γεινη αποσυναγωγος.
23 עַל־כֵּן אָמְרוּ יוֹלְדָיו בֶּן־דַּעַת הוּא שַׁאֲלוּ אֶת־פִּיהוּ23 Δια τουτο οι γονεις αυτου ειπον οτι ηλικιαν εχει, αυτον ερωτησατε.
24 וַיִּקְרְאוּ שֵׁנִית לָאִישׁ אֲשֶׁר הָיָה עִוֵּר וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו תֵּן כָּבוֹד לֵאלֹהִים אֲנַחְנוּ יָדַעְנוּ כִּי־הָאִישׁ הַזֶּה חֹטֵא הוּא24 Εφωναξαν λοιπον εκ δευτερου τον ανθρωπον, οστις ητο τυφλος, και ειπον προς αυτον? Δοξασον τον Θεον? ημεις εξευρομεν οτι ο ανθρωπος ουτος ειναι αμαρτωλος.
25 וַיַּעַן וַיֹּאמַר אִם־הָאִישׁ חֹטֵא הוּא אֵינֶנִּי יֹדֵעַ אַחַת יָדַעְתִּי כִּי עִוֵּר הָיִיתִי וְעַתָּה הִנְנִי רֹאֶה25 Απεκριθη λοιπον εκεινος και ειπεν? Αν ηναι αμαρτωλος δεν εξευρω? εν εξευρω, οτι ημην τυφλος και τωρα βλεπω.
26 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו עוֹד מֶה־עָשָׂה לְךָ אֵיכָה פָּקַח עֵינֶיךָ26 Ειπον δε προς αυτον παλιν? τι σοι εκαμε; πως ηνοιξε τους οφθαλμους σου;
27 וַיַּעַן אֹתָם כְּבָר אָמַרְתִּי לָכֶם הֲלֹא שְׁמַעְתֶּם וּמַה־לָּכֶם לִשְׁמֹעַ שֵׁנִית הֲתֹאבוּ גַם־אַתֶּם לִהְיוֹת תַּלְמִידָיו27 Απεκριθη προς αυτους? Σας ειπον ηδη, και δεν ηκουσατε? δια τι παλιν θελετε να ακουητε; μηπως και σεις θελετε να γεινητε μαθηται αυτου;
28 וַיְחָרְפוּ אֹתוֹ וַיֹּאמְרוּ אַתָּה תַלְמִידוֹ וַאֲנַחְנוּ תַּלְמִידָיו שֶׁל־משֶׁה28 Ελοιδορησαν λοιπον αυτον και ειπον? Συ εισαι μαθητης εκεινου? ημεις δε του Μωυσεως ειμεθα μαθηται.
29 אֲנַחְנוּ יוֹדְעִים כִּי אֶל־משֶׁה דִּבֶּר הָאֱלֹהִים וְאֶת־זֶה לֹא יָדַעְנוּ מֵאַיִן הוּא29 ημεις εξευρομεν οτι προς τον Μωυσην ελαλησεν ο Θεος? τουτον ομως δεν εξευρομεν ποθεν ειναι.
30 וַיַּעַן הָאִישׁ וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם זֹאת הִיא הַפְלֵא וָפֶלֶא כִּי־לֹא יְדַעְתֶּם מֵאַיִן הוּא וְהוּא פָקַח אֶת־עֵינָי30 Απεκριθη ο ανθρωπος και ειπε προς αυτους? Εν τουτω μαλιστα ειναι το θαυμαστον, οτι σεις δεν εξευρετε ποθεν ειναι, και ηνοιξε μου τους οφθαλμους.
31 וְהִנֵּה יָדַעְנוּ כִּי אֶת־הַחַטָּאִים לֹא־יִשְׁמַע אֵל כִּי אִם־אֶת־יְרֵא הָאֱלֹהִים וְעֹשֵׂה רְצוֹנוֹ אֹתוֹ יִשְׁמָע31 Εξευρομεν δε οτι αμαρτωλους ο Θεος δεν ακουει, αλλ' εαν τις ηναι βεοσεβης και καμνη το θελημα αυτου, τουτον ακουει.
32 מֵעוֹלָם לֹא נִשְׁמַע כִּי־פָקַח אִישׁ עֵינֵי עִוֵּר מֵרָחֶם32 Εκ του αιωνος δεν ηκουσθη οτι ηνοιξε τις οφθαλμους γεγεννημενου τυφλου.
33 לוּלֵא הָיָה זֶה מֵאֵת אֱלֹהִים לֹא הָיָה יָכֹל לַעֲשׂוֹת מְאוּמָה33 Εαν ουτος δεν ητο παρα Θεου, δεν ηδυνατο να καμη ουδεν.
34 וַיַּעֲנוּ וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו הֵן בַּחֲטָאִים נוֹלַדְתָּ כֻלָּךְ וְאַתָּה תְלַמְּדֵנוּ וַיֶּהְדְּפֻהוּ הַחוּצָה34 Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον? Συ εγεννηθης ολος εν αμαρτιαις, και συ διδασκεις ημας; και εξεβαλον αυτον εξω.
35 וַיִּשְׁמַע יֵשׁוּעַ כִּי הֲדָפֻהוּ הַחוּצָה וַיִּפְגְּשֵׁהוּ וַיֹּאמֶר אֵלָיו הֲתַאֲמִין בְּבֶן־הָאֱלֹהִים35 Ηκουσεν ο Ιησους οτι εξεβαλον αυτον εξω, και ευρων αυτον ειπε προς αυτον? Συ πιστευεις εις τον Υιον του Θεου;
36 וַיַּעַן וַיֹּאמַר מִי הוּא־זֶה אֲדֹנִי לְמַעַן אַאֲמִין בּוֹ36 Απεκριθη εκεινος και ειπε? Τις ειναι, Κυριε, δια να πιστευσω εις αυτον;
37 וַיֹּאמֶר אֵלָיו יֵשׁוּעַ הֵן־רָאִיתָ אֹתוֹ וְהַמְדַבֵּר אֵלֶיךָ הִנֵּה זֶה הוּא37 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Και ειδες αυτον και ο λαλων μετα σου εκεινος ειναι.
38 וַיֹּאמֶר אֲנִי מַאֲמִין אֲדֹנִי וַיִּשְׁתַּחוּ לוֹ38 Ο δε ειπε? Πιστευω, Κυριε? και προσεκυνησεν αυτον.
39 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ אֲנִי לָדִין בָּאתִי לָעוֹלָם הַזֶּה לְמַעַן יִרְאוּ הַעִוְרִים וְהָרֹאִים יֻכּוּ בְעִוָּרוֹן39 Και ειπεν ο Ιησους? Εγω δια κρισιν ηλθον εις τον κοσμον τουτον, δια να βλεπωσιν οι μη βλεποντες και να γεινωσι τυφλοι οι βλεποντες.
40 וַאֲשֶׁר הָיוּ עִמּוֹ מִן־הַפְּרוּשִׁים שָׁמְעוּ דְבָרָיו וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו הֲגַם אֲנַחְנוּ עִוְרִים40 Και ηκουσαν ταυτα οσοι εκ των Φαρισαιων ησαν μετ' αυτου, και ειπον προς αυτον? Μηπως και ημεις ειμεθα τυφλοι;
41 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם יֵשׁוּעַ אִם־עִוְרִים הֱיִיתֶם לֹא־הָיָה בָכֶם חֵטְא וְעַתָּה כִּי אֲמַרְתֶּם פִּקְחִים אֲנַחְנוּ חַטַּאתְכֶם תַּעֲמֹד41 Ειπε προς αυτους ο Ιησους? Εαν ησθε τυφλοι, δεν ηθελετε εχει αμαρτιαν? τωρα ομως λεγετε οτι βλεπομεν? η αμαρτια σας λοιπον μενει.