Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Lettera ai Filippesi - מכתב לפיליפאים 19


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 אָז לָקַח פִּילָטוֹס אֶת־יֵשׁוּעַ וַיְיַסְּרֵהוּ בַּשּׁוֹטִים1 Τοτε λοιπον ελαβεν ο Πιλατος τον Ιησουν και εμαστιγωσε.
2 וַיְשָׂרְגוּ אַנְשֵׁי הַצָּבָא עֲטֶרֶת קֹצִים וַיָּשִׂימוּ אֹתָהּ עַל־רֹאשׁוֹ וַיַּעְטֻהוּ לְבוּשׁ אַרְגָּמָן2 Και οι στρατιωται, πλεξαντες στεφανον εξ ακανθων, εθεσαν επι της κεφαλης αυτου και ενεδυσαν αυτον ιματιον πορφυρουν
3 וַיֹּאמְרוּ שָׁלוֹם לְךָ מֶלֶךְ הַיְּהוּדִים וַיַּכֻּהוּ עַל־הַלֶּחִי3 και ελεγον? Χαιρε βασιλευ των Ιουδαιων? και εδιδον εις αυτον ραπισματα.
4 וַיֵּצֵא פִילָטוֹס עוֹד הַחוּצָה וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הִנְנִי מוֹצִיא אֹתוֹ אֲלֵיכֶם לְמַעַן תֵּדְעוּ כִּי לֹא־מָצָאתִי בוֹ כָּל־עָוֹן4 Εξηλθε δε παλιν εξω ο Πιλατος και λεγει προς αυτους? Ιδου, σας φερω αυτον εξω, δια να γνωρισητε οτι ουδεν εγκλημα ευρισκω εν αυτω.
5 וְיֵשׁוּעַ יָצָא הַחוּץ וְעָלָיו עֲטֶרֶת הַקֹּצִים וּלְבוּשׁ הָאַרְגָּמָן וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם פִּילָטוֹס הִנֵּה הָאָדָם5 Εξηλθε λοιπον ο Ιησους εξω, φορων τον ακανθινον στεφανον και το πορφυρουν ιματιον, και λεγει προς αυτους ο Πιλατος? Ιδε ο ανθρωπος.
6 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר רָאֻהוּ הַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַמְשָׁרְתִים וַיִּצְעֲקוּ לֵאמֹר הַצְלֵב הַצְלֵב וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם פִּילָטוֹס קָחֻהוּ אַתֶּם וְהַצְלִיבֻהוּ כִּי אָנֹכִי לֹא־מָצָאתִי בוֹ אַשְׁמָה6 Οτε δε ειδον αυτον οι αρχιερεις και οι υπηρεται, εκραυγασαν λεγοντες? Σταυρωσον, σταυρωσον αυτον. Λεγει προς αυτους ο Πιλατος? Λαβετε αυτον σεις και σταυρωσατε? διοτι εγω δεν ευρισκω εν αυτω εγκλημα.
7 וַיַּעֲנוּ הַיְּהוּדִים תּוֹרָה יֵשׁ־לָנוּ וְעַל־פִּי תוֹרָתֵנוּ חַיַּב־מָוֶת הוּא כִּי־עָשָׂה עַצְמוֹ לְבֶן־אֱלֹהִים7 Απεκριθησαν προς αυτον οι Ιουδαιοι? ημεις νομον εχομεν, και κατα τον νομον ημων πρεπει να αποθανη, διοτι εκαμεν εαυτον Υιον του Θεου.
8 וַיְהִי כִּשְׁמֹעַ פִּילָטוֹס אֶת־הַדָּבָר הַזֶּה וַיֹּסֶף לֵרֹא עוֹד8 Οτε δε ηκουσεν ο Πιλατος τουτον τον λογον, μαλλον εφοβηθη,
9 וַיָּשָׁב וַיָּבֹא אֶל־בֵּית הַמִּשְׁפָּט וַיֹּאמֶר אֶל־יֵשׁוּעַ מֵאַיִן אָתָּה וְלֹא־הֱשִׁיבוֹ יֵשׁוּעַ דָּבָר9 και εισηλθε παλιν εις το πραιτωριον, και λεγει προς τον Ιησουν? Ποθεν εισαι συ; Ο δε Ιησους αποκρισιν δεν εδωκεν εις αυτον.
10 וַיֹּאמֶר אֵלָיו פִּילָטוֹס אֵלַי לֹא תְדַבֵּר הֲלֹא יָדַעְתָּ כִּי יֶשׁ־לְאֵל יָדִי לִצְלָבְךָ וְיֶשׁ־לְאֵל יָדִי לְשַׁלְּחֶךָּ10 Λεγει λοιπον προς αυτον ο Πιλατος? Προς εμε δεν λαλεις; δεν εξευρεις οτι εξουσιαν εχω να σε σταυρωσω και εξουσιαν εχω να σε απολυσω;
11 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ לֹא הָיְתָה־לְּךָ רְשׁוּת עָלַי לוּלֵא נִתַּן־לְךָ מִלְּמָעְלָה לָכֵן עֲוֹן הַמַּסְגִּיר אֹתִי אֵלֶיךָ גָּדוֹל מֵעֲוֹנֶךָ11 Απεκριθη ο Ιησους? Δεν ειχες ουδεμιαν εξουσιαν κατ' εμου, εαν δεν σοι ητο δεδομενον ανωθεν? δια τουτο ο παραδιδων με εις σε εχει μεγαλητεραν αμαρτιαν.
12 אָז יְבַקֵּשׁ פִּילָטוֹס לְשַׁלְּחוֹ וְהַיְּהוּדִים צָעֲקוּ וַיֹּאמְרוּ אִם־תְּשַׁלַּח אֶת־זֶה אֵינְךָ אֹהֵב לַקֵּיסַר כִּי כָל־הַמִּתְנַשֵּׂא לִהְיוֹת מֶלֶךְ מֹרֵד הוּא בַּקֵּיסָר12 Εκτοτε εζητει ο Πιλατος να απολυση αυτον? οι Ιουδαιοι ομως εκραζον, λεγοντες? Εαν τουτον απολυσης, δεν εισαι φιλος του Καισαρος. Πας οστις καμνει εαυτον βασιλεα αντιλεγει εις τον Καισαρα.
13 וַיְהִי כִּשְׁמֹעַ פִּילָטוֹס אֶת־הַדָּבָר הַזֶּה הוֹצִיא אֶת־יֵשׁוּעַ הַחוּצָה וַיֵּשֶׁב עַל־כִּסֵּא הַמִּשְׁפָּט בַּמָּקוֹם הַנִּקְרָא בְשֵׁם רִצְפָה וּבִלְשׁוֹנָם גַּבְּתָא13 Ο Πιλατος λοιπον, ακουσας τουτον τον λογον, εφερεν εξω τον Ιησουν και εκαθησεν επι του βηματος εις τον τοπον λεγομενον Λιθοστρωτον, Εβραιστι δε Γαβαθθα.
14 וְאָז הָיְתָה הֲכָנַת הַפֶּסַח וְהַשָּׁעָה כַּשָּׁעָה הַשִּׁשִּׁית וַיֹּאמֶר אֶל־הַיְּהוּדִים הִנֵּה מַלְכְּכֶם וְהֵם צָעֲקוּ טוּל טוּל צְלֹב אֹתוֹ14 Ητο δε παρασκευη του πασχα και ωρα περιπου εκτη? και λεγει προς τους Ιουδαιους? Ιδου ο βασιλευς σας.
15 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם פִּילָטוֹס הֲצָלֹב אֶצְלֹב אֶת־מַלְכְּכֶם וַיַּעֲנוּ רָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים אֵין לָנוּ מֶלֶךְ כִּי אִם־הַקֵּיסָר15 Οι δε εκραυγασαν? Αρον, αρον, σταυρωσον αυτον. Λεγει προς αυτους ο Πιλατος? Τον βασιλεα σας να σταυρωσω; Απεκριθησαν οι αρχιερεις? Δεν εχομεν βασιλεα ειμη Καισαρα.
16 אָז מְסָרוֹ אֲלֵיהֶם לְהַצְלִיבוֹ וַיִּקְחוּ אֶת־יֵשׁוּעַ וַיּוֹלִיכֻהוּ16 Τοτε λοιπον παρεδωκεν αυτον εις αυτους δια να σταυρωθη. Και παρελαβον τον Ιησουν και απηγαγον?
17 וַיִּשָּׂא אֶת־צְלָבוֹ וַיֵּצֵא אֶל־הַמָּקוֹם הַנִּקְרָא מְקוֹם הַגֻּלְגֹּלֶת וּבִלְשׁוֹנָם גָּלְגָלְתָּא17 και βασταζων τον σταυρον αυτου, εξηλθεν εις τον λεγομενον Κρανιου τοπον, οστις λεγεται Εβραιστι Γολγοθα,
18 וַיִּצְלְבוּ אֹתוֹ שָׁמָּה וּשְׁנֵי אֲנָשִׁים אֲחֵרִים עִמּוֹ מִזֶּה אֶחָד וּמִזֶּה אֶחָד וְיֵשׁוּעַ בַּתָּוֶךְ18 οπου εσταυρωσαν αυτον και μετ' αυτου αλλους δυο εντευθεν και εντευθεν, μεσον δε τον Ιησουν.
19 וּפִילָטוֹס כָּתַב עַל־לוּחַ וַיָּשֶׂם עַל־הַצְּלָב וְזֶה דְבַר־הַכָּתוּב יֵשׁוּעַ הַנָּצְרִי מֶלֶךְ הַיְּהוּדִים19 Εγραψε δε και τιτλον ο Πιλατος και εθεσεν επι του σταυρου? ητο δε γεγραμμενον? Ιησους ο Ναζωραιος ο Βασιλευς των Ιουδαιων.
20 וִיהוּדִים רַבִּים קָרְאוּ אֶת־הַכָּתוּב הַזֶּה כִּי הַמָּקוֹם אֲשֶׁר נִצְלַב־שָׁם יֵשׁוּעַ הָיָה קָרוֹב אֶל־הָעִיר וְהַכָּתוּב הָיָה בִּלְשׁוֹן־עֵבֶר יָוָן וְרוֹמִי20 Και τουτον τον τιτλον ανεγνωσαν πολλοι των Ιουδαιων, διοτι ητο πλησιον της πολεως ο τοπος, οπου εσταυρωθη ο Ιησους? και ητο γεγραμμενον Εβραιστι, Ελληνιστι, Ρωμαιστι.
21 וַיֹּאמְרוּ רָאשֵׁי כֹּהֲנֵי הַיְּהוּדִים אֶל־פִּילָטוֹס אַל־נָא תִכְתֹּב מֶלֶךְ הַיְּהוּדִים כִּי אִם־אֲשֶׁר אָמַר אֲנִי מֶלֶךְ הַיְּהוּדִים21 Ελεγον λοιπον προς τον Πιλατον οι αρχιερεις των Ιουδαιων? Μη γραφε, Ο βασιλευς των Ιουδαιων? αλλ' οτι εκεινος ειπε, Βασιλευς ειμαι των Ιουδαιων.
22 וַיַּעַן פִּילָטוֹס וַיֹּאמַר אֵת־אֲשֶׁר־כָּתַבְתִּי כָּתָבְתִּי22 Απεκριθη ο Πιλατος? Ο γεγραφα, γεγραφα.
23 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר צָלְבוּ אַנְשֵׁי הַצָּבָא אֶת־יֵשׁוּעַ וַיִּקְחוּ אֶת־בְּגָדָיו וַיְחַלְּקוּם לְאַרְבָּעָה חֲלָקִים לְאִישׁ אִישׁ חֵלֶק אֶחָד וְגַם אֶת־כֻּתָּנְתּוֹ וְהַכֻּתֹּנֶת לֹא־הָיְתָה תְפוּרָה כִּי אִם־מַעֲשֵׂה אֹרֵג מִלְּמַעְלָה וְעַד־קָצֶהָ23 Οι στρατιωται λοιπον, αφου εσταυρωσαν τον Ιησουν, ελαβον τα ιματια αυτου και εκαμον τεσσαρα μεριδια, εις εκαστον στρατιωτην εν μεριδιον, και τον χιτωνα? ητο δε ο χιτων αρραφος, απο ανωθεν ολος υφαντος.
24 וַיֹּאמְרוּ אִישׁ אֶל־אָחִיו אַל־נָא נִקְרָעֶהָ לִקְרָעִים אַךְ־נַפִּיל עָלֶיהָ גּוֹרָל לְמִי תִהְיֶה לְמַלֹּאת דְּבַר הַכָּתוּב יְחַלְּקוּ בְגָדַי לָהֶם וְעַל־לְבוּשִׁי יַפִּילוּ גוֹרָל וַיַּעֲשֹוּ־כֵן אַנְשֵׁי הַצָּבָא24 Ειπον λοιπον προς αλληλους? Ας μη σχισωμεν αυτον, αλλ' ας ριψωμεν λαχνον περι αυτου τινος θελει εισθαι? δια να πληρωθη η γραφη η λεγουσα? Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους, Και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον? οι μεν λοιπον στρατιωται ταυτα εκαμον.
25 וְעַל־יַד צְלָב יֵשׁוּעַ עָמְדוּ אִמּוֹ וַאֲחוֹת אִמּוֹ מִרְיָם אֵשֶׁת קְלוֹפָס וּמִרְיָם הַמַּגְדָּלִית25 Ισταντο δε πλησιον εις τον σταυρον του Ιησου η μητηρ αυτου και η αδελφη της μητρος αυτου, Μαρια η γυνη του Κλωπα και Μαρια η Μαγδαληνη.
26 וַיַּרְא יֵשׁוּעַ אֶת־אִמּוֹ וְאֶת־תַּלְמִידוֹ אֲשֶׁר אָהַב עֹמְדִים אֶצְלוֹ וַיֹּאמֶר אֶל־אִמּוֹ אִשָּׁה הִנֵּה זֶה בְּנֵךְ26 Ο Ιησους λοιπον, ως ειδε την μητερα και τον μαθητην παρισταμενον, τον οποιον ηγαπα, λεγει προς την μητερα αυτου? Γυναι, ιδου ο υιος σου.
27 וְאַחַר אָמַר אֶל־תַּלְמִידוֹ הִנֵּה זֹאת אִמֶּךָ וּמִן־הַשָּׁעָה הַהִיא אָסַף אֹתָהּ הַתַּלְמִיד אֶל־בֵּיתוֹ27 Επειτα λεγει προς τον μαθητην? Ιδου η μητηρ σου. Και απ' εκεινης της ωρας ελαβεν αυτην ο μαθητης εις την οικιαν αυτου.
28 וַיְהִי מֵאַחֲרֵי־כֵן כַּאֲשֶׁר יָדַע יֵשׁוּעַ כִּי עַתָּה־זֶה נִשְׁלַם הַכֹּל לְמַעַן יִמָּלֵא הַכָּתוּב כֻּלּוֹ אָמַר צָמֵאתִי28 Μετα τουτο γινωσκων ο Ιησους οτι παντα ηδη ετελεσθησαν δια να πληρωθη η γραφη, λεγει? Διψω.
29 וְשָׁם־כְּלִי מָלֵא חֹמֶץ וַיִּטְבְּלוּ סְפוֹג בַּחֹמֶץ וַיְשִׂימֻהוּ עַל־אֵזוֹב וַיַּקְרִיבֻהוּ אֶל־פִּיו29 Εκειτο δε εκει αγγειον πληρες οξους? και εκεινοι γεμισαντες σπογγον απο οξους και περιθεσαντες εις υσσωπον προσεφεραν εις το στομα αυτου.
30 וַיִּקַּח יֵשׁוּעַ אֶת־הַחֹמֶץ וַיֹּאמֶר נִשְׁלָם וַיֵּט אֶת־רֹאשׁוֹ וַיַּפְקֵד אֶת־רוּחוֹ30 Οτε λοιπον ελαβε το οξος ο Ιησους, ειπε, Τετελεσται? και κλινας την κεφαλην παρεδωκε το πνευμα.
31 וּלְמַעַן לֹא תִשָּׁאַרְנָה הַגְּוִיּוֹת עַל־הַצְּלָב בְּיוֹם הַשַּׁבָּת כִּי־עֶרֶב שַׁבָּת הָיָה וְגָדוֹל יוֹם הַשַּׁבָּת הַהוּא שָׁאֲלוּ הַיְּהוּדִים מִן־פִּילָטוֹס לְשַׁבֵּר אֶת־שׁוֹקֵיהֶם וּלְהוֹרִיד אֹתָם31 Οι δε Ιουδαιοι, δια να μη μεινωσιν επι του σταυρου τα σωματα εν τω σαββατω, επειδη ητο παρασκευη? διοτι ητο μεγαλη εκεινη η ημερα του σαββατου? παρεκαλεσαν τον Πιλατον δια να συνθλασθωσιν αυτων τα σκελη, και να σηκωθωσιν.
32 וַיָּבֹאוּ אַנְשֵׁי הַצָּבָא וַיְשַׁבְּרוּ אֶת־שׁוֹקֵי הָרִאשׁוֹן וְהַשֵּׁנִי הַנִּצְלָבִים עִמּוֹ32 Ηλθον λοιπον οι στρατιωται, και του μεν πρωτου συνεθλασαν τα σκελη και του αλλου του συσταυρωθεντος μετ' αυτου?
33 וַיָּבֹאוּ אֶל־יֵשׁוּעַ וּבִרְאֹתָם כִּי־כְבָר מֵת לֹא שִׁבְּרוּ אֶת־שׁוֹקָיו33 εις δε τον Ιησουν ελθοντες, ως ειδον αυτον ηδη τεθνηκοτα, δεν συνεθλασαν αυτου τα σκελη,
34 אַךְ אֶחָד מֵאַנְשֵׁי הַצָּבָא דָּקַר בַּחֲנִית אֶת־צִדּוֹ וּכְרֶגַע יָצָא דָּם וָמָיִם34 αλλ' εις των στρατιωτων εκεντησε με λογχην την πλευραν αυτου, και ευθυς εξηλθεν αιμα και υδωρ.
35 וְהָרֹאֶה זֹאת הֵעִיד וְעֵדוּתוֹ נֶאֱמָנָה וְהוּא יוֹדֵעַ כִּי הָאֱמֶת יַגִּיד לְמַעַן גַּם־אַתֶּם תַּאֲמִינוּ35 Και ο ιδων μαρτυρει, και αληθινη ειναι η μαρτυρια αυτου, και εκεινος εξευρει οτι αληθειαν λεγει, δια να πιστευσητε σεις.
36 כִּי כָל־זֹאת הָיְתָה לְמַלֹּאת הַכָּתוּב וְעֶצֶם לֹא־תִשְׁבְּרוּ בוֹ36 Διοτι εγειναν ταυτα, δια να πληρωθη η γραφη, Οστουν αυτου δεν θελει συντριφθη.
37 וְעוֹד כָּתוּב אַחֵר אֹמֵר וְהִבִּיטוּ אֵלָיו אֵת אֲשֶׁר דָּקָרוּ37 Και παλιν αλλη γραφη λεγει? Θελουσιν επιβλεψει εις εκεινον, τον οποιον εξεκεντησαν.
38 וַיְהִי אַחֲרֵי־כֵן בָּא יוֹסֵף הָרָמָתִי וְהוּא תַּלְמִיד יֵשׁוּעַ אַךְ־בַּסֵּתֶר מִפְּנֵי הַיְּהוּדִים וַיִּשְׁאַל מֵאֵת פִּילָטוֹס אֲשֶׁר יִתְּנֵהוּ לָשֵׂאת אֶת־גּוּפַת יֵשׁוּעַ וַיַּנַּח לוֹ פִּילָטוֹס וַיָּבֹא וַיִּשָּׂא אֶת־גּוּפַת יֵשׁוּעַ38 Μετα δε ταυτα Ιωσηφ ο απο Αριμαθαιας, οστις ητο μαθητης του Ιησου, κεκρυμμενος ομως δια τον φοβον των Ιουδαιων, παρεκαλεσε τον Πιλατον να σηκωση το σωμα του Ιησου? και ο Πιλατος εδωκεν αδειαν. Ηλθε λοιπον και εσηκωσε το σωμα του Ιησου.
39 וַיָּבֹא גַּם־נַקְדִּימוֹן אֲשֶׁר בָּא־לְפָנִים בַּלַּיְלָה אֶל־יֵשׁוּעַ וַיָּבֵא עֵרוּב מֹר־וַאֲהָלוֹת כְּמֵאָה לִיטְרִין39 Ηλθε δε και ο Νικοδημος, οστις ειχεν ελθει προς τον Ιησουν δια νυκτος κατ' αρχας, φερων μιγμα σμυρνης και αλοης εως εκατον λιτρας.
40 וַיִּקְחוּ אֶת־גּוּפַת יֵשׁוּעַ וַיִּכְרְכוּהָ בְתַכְרִיכִין עִם־הַבְּשָׂמִים כַּאֲשֶׁר נֹהֲגִים הַיְּהוּדִים לִקְבֹּר אֶת־מֵתֵיהֶם40 Ελαβον λοιπον το σωμα του Ιησου και εδεσαν αυτο με σαβανα μετα των αρωματων, καθως ειναι συνηθεια εις τους Ιουδαιους να ενταφιαζωσιν.
41 וּבַמָּקוֹם אֲשֶׁר נִצְלַב־שָׁם הָיָה גָן וּבַגַּן קֶבֶר חָדָשׁ אֲשֶׁר לֹא־הוּשַׂם בּוֹ אִישׁ עַד־עָתָּה41 Ητο δε εν τω τοπω οπου εσταυρωθη κηπος, και εν τω κηπω μνημειον νεον, εις το οποιον ουδεις ετι ειχε τεθη.
42 שָׁם שָׂמוּ אֶת־יֵשׁוּעַ כִּי־עֶרֶב שַׁבָּת הָיָה לַיְּהוּדִים וְהַקֶּבֶר קָרוֹב42 Εκει λοιπον εθεσαν τον Ιησουν δια την παρασκευην των Ιουδαιων, διοτι ητο πλησιον το μνημειον.