Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Lettera agli Efesini - מכתב לאפסים 6


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי בַּשַּׁבָּת הַשֵּׁנִית לִסְפִירַת הָעֹמֶר עָבַר בֵּין הַקָּמָה וַיִּקְטְפוּ תַלְמִידָיו מְלִילֹת וַיִּפְרְכוּ אֹתָן בִּידֵיהֶם וַיֹּאכֵלוּ1 Κατα δε το δευτεροπρωτον σαββατον διεβαινεν αυτος δια των σπαρτων και οι μαθηται αυτου ανεσπων τα σταχυα και ετρωγον, τριβοντες με τας χειρας.
2 וְיֵשׁ מִן־הַפְּרוּשִׁים אֲשֶׁר אָמְרוּ אֲלֵיהֶם לָמָה אַתֶּם עֹשִׂים אֵת אֲשֶׁר אֵינֶנּוּ מֻתָּר לַעֲשׂוֹת בַּשַּׁבָּת2 Τινες δε των Φαρισαιων ειπον προς αυτους? Δια τι πραττετε ο, τι δεν συγχωρειται να πραττηται εν τοις σαββασι;
3 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הֲלֹא קְרָאתֶם אֵת אֲשֶׁר עָשָׂה דָוִד בִּהְיוֹתוֹ רָעֵב הוּא וַאֲשֶׁר הָיוּ אִתּוֹ3 Και αποκριθεις προς αυτους, ειπεν ο Ιησους? Ουδε τουτο δεν ανεγνωσατε, το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, οποτε επεινασεν αυτος και οι μετ' αυτου οντες;
4 כַּאֲשֶׁר בָּא אֶל־בֵּית הָאֱלֹהִים וַיִּקַּח אֶת־לֶחֶם הַפָּנִים וַיֹּאכַל וְגַם־נָתַן לַאֲשֶׁר אִתּוֹ אֵת אֲשֶׁר לֹא נָכוֹן לְאָכְלוֹ כִּי אִם־לַכֹּהֲנִים לְבַדָּם4 πως εισηλθεν εις τον οικον του Θεου και ελαβε τους αρτους της προθεσεως και εφαγε και εδωκε και εις τους μετ' αυτου, τους οποιους δεν ειναι συγκεχωρημενον να φαγωσιν ειμη μονοι οι ιερεις;
5 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם בֶּן־הָאָדָם גַּם־אֲדוֹן הַשַּׁבָּת הוּא5 Και ελεγε προς αυτους οτι ο Υιος του ανθρωπου κυριος ειναι και του σαββατου.
6 וַיְהִי בְּשַׁבָּת אַחֶרֶת בָּא אֶל־בֵּית הַכְּנֵסֶת וַיְלַמֵּד וְשָׁם אִישׁ אֲשֶׁר יָבְשָׁה יָדוֹ הַיְמָנִית6 Και παλιν εν αλλω σαββατω εισηλθεν εις την συναγωγην και εδιδασκε? και ητο εκει ανθρωπος, του οποιου η δεξια χειρ ητο ξηρα.
7 וַיֶּאֶרְבוּ־לוֹ הַסּוֹפְרִים וְהַפְּרוּשִׁים לִרְאוֹת אִם־יִרְפָּא בַּשַּׁבָּת לְמַעַן יִמְצְאוּ עָלָיו שִׂטְנָה7 Παρετηρουν δε αυτον οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι, αν εν τω σαββατω θελη θεραπευσει, δια να ευρωσι κατηγοριαν κατ' αυτου.
8 וְהוּא יָדַע אֶת־מַחְשְׁבוֹתָם וַיֹּאמֶר אֶל־הָאִישׁ אֲשֶׁר יָדוֹ יְבֵשָׁה קוּם וַעֲמוֹד בַּתָּוֶךְ וַיָּקָם וַיַּעֲמֹד8 Αυτος ομως εγνωριζε τους διαλογισμους αυτων και ειπε προς τον ανθρωπον τον εχοντα ξηραν την χειρα? Σηκωθητι και στηθι εις το μεσον. Και εκεινος σηκωθεις εσταθη.
9 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם יֵשׁוּעַ אֶשְׁאֲלָה אֶתְכֶם דָּבָר הֲנָכוֹן בַּשַּׁבָּת לְהֵיטִיב אִם לְהָרֵעַ לְהַצִּיל נֶפֶשׁ אִם־לְאַבֵּד9 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς αυτους? Θελω σας ερωτησει τι ειναι συγκεχωρημενον, να αγαθοποιηση τις εν τοις σαββασιν η να κακοποιηση; να σωση ψυχην η να απολεση;
10 וַיַּבֵּט סָבִיב אֶל־כֻּלָּם וַיֹּאמֶר לָאִישׁ פְּשֹׁט אֶת־יָדֶךָ וַיַּעַשׂ כֵּן וַתֵּרָפֵא יָדוֹ וַתָּשָׁב כָּאַחֶרֶת10 Και περιβλεψας παντας αυτους, ειπε προς τον ανθρωπον? Εκτεινον την χειρα σου. Ο δε εκαμεν ουτω, και αποκατεσταθη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη.
11 וְהֵמָּה נִמְלְאוּ חֵמָה וַיִּוָּסְדוּ יַחַד מַה־לַּעֲשׂוֹת לְיֵשׁוּעַ11 Αυτοι δε επλησθησαν μανιας και συνωμιλουν προς αλληλους τι να καμωσιν εις τον Ιησουν.
12 וַיְהִי בַּיָּמִים הָהֵם וַיֵּצֵא הָהָרָה לְהִתְפַּלֵּל וַיַּעֲמֹד כָּל־הַלַּיְלָה בִּתְפִלָּה לֵאלֹהִים12 Εν εκειναις δε ταις ημεραις εξηλθεν εις το ορος να προσευχηθη, και διενυκτερευεν εν τη προσευχη του Θεου.
13 וּבִהְיוֹת הַבֹּקֶר אָסַף אֵלָיו אֶת־תַּלְמִידָיו וַיִּבְחַר מֵהֶם שְׁנֵים עָשָׂר אֲשֶׁר גַּם קָרָא לָהֶם שְׁלִיחִים13 Και οτε εγεινεν ημερα, εκραξε τους μαθητας αυτου και εξελεξεν εξ αυτων δωδεκα, τους οποιους και ωνομασεν αποστολους,
14 אֶת־שִׁמְעוֹן אֲשֶׁר גַּם־קְרָאוֹ פֶּטְרוֹס וְאֶת־אַנְדְּרַי אָחִיו אֶת־יַעֲקֹב וְאֵת יוֹחָנָן אֵת פִילִפּוֹס וְאֵת בַּר־תַּלְמָי14 τον Σιμωνα, τον οποιον και ωνομασε Πετρον, και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, Ιακωβον και Ιωαννην, Φιλιππον και Βαρθολομαιον,
15 אֵת מַתַּי וְאֶת־תּוֹמָא וְאֶת־יַעֲקֹב בֶּן־חַלְפַי וְאֶת־שִׁמְעוֹן הַמְכֻנֶּה הַקַּנָּא15 Ματθαιον και Θωμαν, Ιακωβον τον του Αλφαιου και Σιμωνα τον καλουμενον Ζηλωτην,
16 אֶת־יְהוּדָה בֶּן־יַעֲקֹב וְאֶת־יְהוּדָה אִישׁ־קְרִיּוֹת אֲשֶׁר גַּם־הָיָה לְמוֹסֵר16 Ιουδαν τον αδελφον Ιακωβου, και Ιουδαν τον Ισκαριωτην, οστις και εγεινε προδοτης,
17 וַיֵּרֶד אִתָּם וַיַּעֲמֹד בִּמְקוֹם מִישׁוֹר וַהֲמוֹן תַּלְמִידָיו וּקְהַל עַם רָב מִכָּל־יְהוּדָה וִירוּשָׁלַיִם וּמֵחוֹף יַם־צוֹר וְצִידוֹן אֲשֶׁר בָּאוּ לִשְׁמֹעַ אֹתוֹ וּלְהֵרָפֵא מֵחָלְיֵיהֶם17 και καταβας μετ' αυτων εσταθη επι τοπου πεδινου, και παρησαν οχλος μαθητων αυτου και πληθος πολυ του λαου απο πασης της Ιουδαιας και Ιερουσαλημ και της παραλιας Τυρου και Σιδωνος, οιτινες ηλθον δια να ακουσωσιν αυτον και να ιατρευθωσιν απο των νοσων αυτων,
18 וְגַם־הַנִּלְחָצִים בְּרוּחוֹת טְמֵאוֹת וַיֵּרָפֵאוּ18 και οι ενοχλουμενοι υπο πνευματων ακαθαρτων, και εθεραπευοντο.
19 וְכָל־הֶהָמוֹן מְבַקְשִׁים לָגַעַת בּוֹ כִּי גְבוּרָה יָצְאָה מֵאִתּוֹ וְרָפְאָה אֶת־כֻּלָּם19 Και πας ο οχλος εζητει να εγγιζη αυτον, διοτι δυναμις εξηρχετο παρ' αυτου και ιατρευε παντας.
20 וְהוּא נָשָׂא אֶת־עֵינָיו אֶל־תַּלְמִידָיו וַיֹּאמַר אַשְׁרֵיכֶם הָעֲנִיִּים כִּי־לָכֶם מַלְכוּת הָאֱלֹהִים20 Και αυτος σηκωσας τους οφθαλμους αυτου εις τους μαθητας αυτου, ελεγε? Μακαριοι σεις οι πτωχοι, διοτι υμετερα ειναι η βασιλεια του Θεου.
21 אַשְׁרֵיכֶם הָרְעֵבִים כָּעֵת כִּי תִשְׂבָּעוּ אַשְׁרֵיכֶם הַבֹּכִים כָּעֵת כִּי תִשְׂחָקוּ21 Μακαριοι οι πεινωντες τωρα, διοτι θελετε χορτασθη. Μακαριοι οι κλαιοντες τωρα, διοτι θελετε γελασει.
22 אַשְׁרֵיכֶם אִם־יִשְׂנְאוּ אֶתְכֶם הָאֲנָשִׁים וְאִם־יְנַדּוּ אֶתְכֶם וְחֵרְפוּ וְהִדִּיחוּ אֶת־שִׁמְכֶם כְּשֵׁם רָע בַּעֲבוּר בֶּן־הָאָדָם22 Μακαριοι εισθε, οταν σας μισησωσιν οι ανθρωποι, και οταν σας αφορισωσι και ονειδισωσι και εκβαλωσι το ονομα σας ως κακον ενεκεν του Υιου του ανθρωπου.
23 שִׂמְחוּ בַּיּוֹם הַהוּא וּרְקֹדוּ כִּי הִנֵּה שְׂכַרְכֶם רַב בַּשָּׁמַיִם כִּי כָזֹאת עָשֹוּ אֲבוֹתֵיהֶם לַנְּבִיאִים23 Χαιρετε εν εκεινη τη ημερα και σκιρτησατε? διοτι ιδου, ο μισθος σας ειναι πολυς εν τω ουρανω? επειδη ουτως επραττον εις τους προφητας οι πατερες αυτων.
24 אַךְ־אוֹי לָכֶם הָעֲשִׁירִים כִּי־כְבָר לְקַחְתֶּם אֵת נֶחָמַתְכֶם24 Πλην ουαι εις εσας τους πλουσιους, διοτι απηλαυσατε την παρηγοριαν σας.
25 אוֹי לָכֶם הַשְּׂבֵעִים כִּי תִרְעָבוּ אוֹי לָכֶם הַשּׂחֲקִים כָּעֵת כִּי תִתְאַבְּלוּ וְתִבְכּוּ25 Ουαι εις εσας, οι κεχορτασμενοι, διοτι θελετε πεινασει. Ουαι εις εσας, οι γελωντες τωρα, διοτι θελετε πενθησει και κλαυσει.
26 אוֹי לָכֶם אִם כָּל־הָאֲנָשִׁים מְשַׁבְּחִים אֶתְכֶם כִּי־כָזֹאת עָשֹוּ אֲבוֹתֵיהֶם לִנְבִיאֵי הַשָּׁקֶר26 Ουαι εις εσας, οταν παντες οι ανθρωποι σας ευφημησωσι? διοτι ουτως επραττον εις τους ψευδοπροφητας οι πατερες αυτων.
27 אֲבָל אֲלֵיכֶם הַשֹּׁמְעִים אֲנִי אֹמֵר אֶהֱבוּ אֶת־אֹיְבֵיכֶם הֵיטִיבוּ לְשׂנְאֵיכֶם27 Αλλα προς εσας τους ακουοντας λεγω? Αγαπατε τους εχθρους σας, αγαθοποιειτε εκεινους, οιτινες σας μισουσιν,
28 בָּרְכוּ אֶת־מְקַלְלֵיכֶם וְהִתְפַּלְלוּ בְּעַד מַכְלִימֵיכֶם28 ευλογειτε εκεινους, οιτινες σας καταρωνται, και προσευχεσθε υπερ εκεινων, οιτινες σας βλαπτουσιν.
29 הַמַּכֶּה אֹתְךָ עַל־הַלְּחִי הַטֵּה־לוֹ גַּם אֶת־הָאַחֶרֶת וְהַלֹּקֵחַ אֶת־מְעִילְךָ אַל־תִּמְנַע מִמֶּנּוּ גַּם אֶת־כֻּתָּנְתֶּךָ29 Εις τον τυπτοντα σε επι την σιαγονα προσφερε και την αλλην, και απο του αφαιρουντος το ιματιον σου μη εμποδισης και τον χιτωνα.
30 וְכָל־הַשֹּׁאֵל מִמְּךָ תֶּן־לוֹ וְהַלֹּקֵחַ אֵת אֲשֶׁר לָךְ אַל־תִּשְׁאַל מֵאִתּוֹ30 Εις παντα δε τον ζητουντα παρα σου διδε, και απο του αφαιρουντος τα σα μη απαιτει.
31 וְכַאֲשֶׁר תַּחְפְּצוּ כִּי־יַעֲשֹוּ לָכֶם בְּנֵי הָאָדָם כֵּן תַּעֲשֹוּ־לָהֶם גַּם־אַתֶּם31 Και καθως θελετε να πραττωσιν εις εσας οι ανθρωποι, και σεις πραττετε ομοιως εις αυτους.
32 וְאִם תְּאֵהֲבוּ אֶת־אֹהֲבֵיכֶם מַה־הוּא חַסְדְּכֶם כִּי גַם־הַחַטָּאִים אֹהֲבִים אֶת־אֹהֲבֵיהֶם32 Και εαν αγαπατε τους αγαπωντας σας, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι αγαπωσι τους αγαπωντας αυτους.
33 וְאִם־תֵּיטִיבוּ לְמֵטִיבֵיכֶם מַה־הוּא חַסְדְּכֶם גַּם־הַחַטָּאִים יַעֲשֹוּ־כֵן33 Και εαν αγαθοποιητε τους αγαθοποιουντας σας, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι το αυτο πραττουσι.
34 וְאִם־תַּלְווּ אֶת־הָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר תְּקַוּוּ לְקַבֵּל מֵהֶם מַה־הוּא חַסְדְּכֶם גַּם הַחַטָּאִים מַלְוִים אֶת־הַחַטָּאִים לְמַעַן יוּשַׁב לָהֶם בְּשָׁוֶה34 Και εαν δανειζητε εις εκεινους, παρ' ων ελπιζετε παλιν να λαβητε, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι εις αμαρτωλους δανειζουσι δια να λαβωσι παλιν τα ισα.
35 אֲבָל אֶהֱבוּ אֶת־אֹיְבֵיכֶם וְהֵיטִיבוּ וְהַלְווּ מִבְּלִי תוֹחֶלֶת וִיהִי שְׂכַרְכֶם רַב וִהְיִיתֶם בְּנֵי עֶלְיוֹן כִּי טוֹב הוּא גַּם־לְשֹׁכְחֵי טוֹבָה וְלָרָעִים35 Πλην αγαπατε τους εχθρους σας και αγαθοποιειτε και δανειζετε, μηδεμιαν απολαβην ελπιζοντες, και θελει εισθαι ο μισθος σας πολυς, και θελετε εισθαι υιοι του Υψιστου? διοτι αυτος ειναι αγαθος προς τους αχαριστους και κακους.
36 לָכֵן הֱיוּ רַחֲמָנִים כַּאֲשֶׁר גַּם־אֲבִיכֶם רַחוּם הוּא36 Γινεσθε λοιπον οικτιρμονες, καθως και ο Πατηρ σας ειναι οικτιρμων.
37 וְאַל־תִּשְׁפְּטוּ וְלֹא תִשָּׁפֵטוּ אַל־תְּחַיְּבוּ וְלֹא תְחֻיָּבוּ נַקּוּ וְתִנָּקוּ37 Και μη κρινετε, και δεν θελετε κριθη? μη καταδικαζετε, και δεν θελετε καταδικασθη? συγχωρειτε, και θελετε συγχωρηθη?
38 תְּנוּ וְתִנָּתֵן לָכֶם מִדָּה טוֹבָה דְּחוּקָה וּגְדוּשָׁה וּמֻשְׁפָּעָה יִתְּנוּ אֶל־חֵיקְכֶם כִּי בַמִּדָּה אֲשֶׁר אַתֶּם מוֹדְדִים בָּהּ יִמַּד לָכֶם38 διδετε, και θελει δοθη εις εσας? μετρον καλον, πεπιεσμενον και συγκεκαθισμενον και υπερεκχυνομενον θελουσι δωσει εις τον κολπον σας. Διοτι με το αυτο μετρον, με το οποιον μετρειτε, θελει αντιμετρηθη εις εσας.
39 וַיִּשָּׂא מְשָׁלוֹ וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הֲיוּכַל עִוֵּר לְנַהֵל אֶת־הָעִוֵּר הֲלֹא יִפְּלוּ שְׁנֵיהֶם אֶל־הַפָּחַת39 Ειπε δε παραβολην προς αυτους, Μηπως δυναται τυφλος να οδηγη τυφλον; δεν θελουσι πεσει αμφοτεροι εις βοθρον;
40 אֵין תַּלְמִיד נַעֲלֶה עַל־רַבּוֹ וְדַי לְכָל־תַּלְמִיד שָׁלֵם לִהְיוֹת כְּרַבּוֹ40 Δεν ειναι μαθητης ανωτερος του διδασκαλου αυτου? πας δε τετελειοποιημενος θελει εισθαι ως ο διδασκαλος αυτου.
41 וְלָמָּה זֶּה אַתָּה רֹאֶה אֶת־הַקֵּיסָם אֲשֶׁר בְּעֵין אָחִיךָ וְאֶת־הַקּוֹרָה בְּעֵינְךָ לֹא תַבִּיט41 Και δια τι βλεπεις το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω του αδελφου σου, την δε δοκον την εν τω ιδιω σου οφθαλμω δεν παρατηρεις;
42 וְאֵיךְ תֹּאמַר אֶל־אָחִיךָ אָחִי הַנִּיחָה לִּי וְאָסִירָה אֶת־הַקֵּיסָם אֲשֶׁר בְּעֵינֶךָ וְאֵינְךָ רֹאֶה אֶת־הַקּוֹרָה אֲשֶׁר בְּעֵינֶךָ הֶחָנֵף הָסֵר בָּרִאשׁוֹנָה אֶת־הַקּוֹרָה מֵעֵינְךָ וְאַחַר רָאֹה תִרְאֶה לְהָסִיר אֶת־הַקֵּיסָם אֲשֶׁר בְּעֵין אָחִיךָ42 η πως δυνασαι να λεγης προς τον αδελφον σου? Αδελφε, αφες να εκβαλω το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω σου, ενω συ δεν βλεπεις την δοκον την εν τω οφθαλμω σου; Υποκριτα, εκβαλε πρωτον την δοκον εκ του οφθαλμου σου, και τοτε θελεις ιδει καθαρως δια να εκβαλης το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω του αδελφου σου.
43 כִּי־עֵץ טוֹב אֵינֶנּוּ עֹשֶׂה פְּרִי מָשְׁחָת וְגַם־עֵץ מָשְׁחָת אֵינֶנּוּ עֹשֶׂה פְּרִי טוֹב43 Διοτι δεν ειναι δενδρον καλον, το οποιον καμνει καρπον σαπρον, ουδε δενδρον σαπρον, το οποιον καμνει καρπον καλον?
44 כִּי כָל־עֵץ נִכַּר בְּפִרְיוֹ כִּי אֵין אֹסְפִים תְּאֵנִים מִן־הַקֹּצִים אַף אֵין־בֹּצְרִים עֵנָב מִן־הַסְּנֶה44 επειδη εκαστον δενδρον εκ του καρπου αυτου γνωριζεται. Διοτι δεν συναγουσιν εξ ακανθων συκα, ουδε τρυγωσιν εκ βατου σταφυλια.
45 הָאִישׁ הַטּוֹב מֵאוֹצַר לְבָבוֹ הַטּוֹב מֵפִיק אֶת־הַטּוֹב וְהָאִישׁ הָרַע מֵאוֹצַר לְבָבוֹ הָרַע מֵפִיק אֶת־הָרָע כִּי־מִשִּׁפְעַת הַלֵּב יְמַלֵּל פִּיהוּ45 Ο αγαθος ανθρωπος εκ του αγαθου θησαυρου της καρδιας αυτου εκφερει το αγαθον, και ο κακος ανθρωπος εκ του κακου θησαυρου της καρδιας αυτου εκφερει το κακον? διοτι εκ του περισσευματος της καρδιας λαλει το στομα αυτου.
46 וְלָמָּה זֶּה אַתֶּם קֹרְאִים לִי אֲדֹנִי אֲדֹנִי וְאֵינְכֶם עֹשִׂים אֵת אֲשֶׁר־אֲנִי אֹמֵר46 Δια τι δε με κραζετε, Κυριε, Κυριε, και δεν πραττετε οσα λεγω;
47 כָּל־הַבָּא אֵלַי וְשׁוֹמֵעַ אֶת־דְּבָרַי וְעֹשֶׂה אֹתָם אוֹרֶה אֶתְכֶם לְמִי הוּא דוֹמֶה47 Πας οστις ερχεται προς εμε και ακουει τους λογους μου και καμνει αυτους, θελω σας δειξει με ποιον ειναι ομοιος?
48 דּוֹמֶה הוּא לְאִישׁ בֹּנֶה־בַּיִת אֲשֶׁר הֶעְמִיק לַחְפֹּר וַיְיַסְּדוֹ עַל־הַסָּלַע וּכְבוֹא הַשֶּׁטֶף פָּרַץ הַנָּהָר בַּבַּיִת הַהוּא וְלֹא יָכֹל לַהֲנִיעוֹ כִּי עַל־הַסֶּלַע יְסוֹדוֹ וְטוֹב מִבְנֵהוּ48 ειναι ομοιος με ανθρωπον οικοδομουντα οικιαν, οστις εσκαψε και εβαθυνε και εβαλε θεμελιον επι την πετραν? οτε δε εγεινε πλημμυρα, προσεβαλεν ο ποταμος κατα της οικιας εκεινης και δεν ηδυνηθη να σαλευση αυτην? διοτι ητο τεθεμελιωμενη επι την πετραν.
49 וַאֲשֶׁר שָׁמַע וְלֹא עָשָׂה דּוֹמֶה לְאִישׁ אֲשֶׁר בָּנָה בַיִת עַל־הַקַּרְקַע בְּלִי יְסוֹד וַיִּפְרָץ־בּוֹ הַנָּהָר וַיִּפֹּל פִּתְאֹם וַיִּגְדַּל שֶׁבֶר הַבַּיִת הַהוּא49 Οστις ομως ακουση και δεν καμη, ειναι ομοιος με ανθρωπον οικοδομησαντα οικιαν επι την γην χωρις θεμελιον? κατα της οποιας προσεβαλεν ο ποταμος, και ευθυς επεσε, και εγεινεν ο κρημνισμος της οικιας εκεινης μεγας.