Isaiah (ישעיה) - Isaia 16
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
STUTTGARTENSIA-DELITZSCH | GREEK BIBLE |
---|---|
1 מִכְתָּם לְדָוִד שָׁמְרֵנִי אֵל כִּי־חָסִיתִי בָךְ | 1 Μικταμ του Δαβιδ.>> Φυλαξον με, Θεε, διοτι επι σε ηλπισα. |
2 אָמַרְתְּ לַיהוָה אֲדֹנָי אָתָּה טֹובָתִי בַּל־עָלֶיךָ | 2 Συ ψυχη μου, ειπας προς τον Κυριον, συ εισαι ο Κυριος μου? η αγαθοτης μου δεν εκτεινεται εις σε? |
3 לִקְדֹושִׁים אֲשֶׁר־בָּאָרֶץ הֵמָּה וְאַדִּירֵי כָּל־חֶפְצִי־בָם | 3 Αλλ' εις τους αγιους τους οντας εν τη γη και εις τους εξαιρετους, εις τους οποιους ειναι ολη μου η ευχαριστησις. |
4 יִרְבּוּ עַצְּבֹותָם אַחֵר מָהָרוּ בַּל־אַסִּיךְ נִסְכֵּיהֶם מִדָּם וּבַל־אֶשָּׂא אֶתשְׁ־מֹותָם עַל־שְׂפָתָי | 4 Οι πονοι των τρεχοντων κατοπιν αλλων θεων θελουσι πολλαπλασιασθη? εγω δεν θελω προσφερει τας εξ αιματος σπονδας αυτων, ουδε θελω λαβει εις τα χειλη μου τα ονοματα αυτων. |
5 יְהוָה מְנָת־חֶלְקִי וְכֹוסִי אַתָּה תֹּומִיךְ גֹּורָלִי | 5 Ο Κυριος ειναι η μερις της κληρονομιας μου και του ποτηριου μου? συ διαφυλαττεις τον κληρον μου. |
6 חֲבָלִים נָפְלוּ־לִי בַּנְּעִמִים אַף־נַחֲלָת שָׁפְרָה עָלָי | 6 Αι μεριδες μου επεσον εις τοπους τερπνους? ελαβον ωραιοτατην κληρονομιαν. |
7 אֲבָרֵךְ אֶת־יְהוָה אֲשֶׁר יְעָצָנִי אַף־לֵילֹות יִסְּרוּנִי כִלְיֹותָי | 7 Θελω ευλογει τον Κυριον τον νουθετησαντα με? ετι και εν καιρω νυκτος με διδασκουσιν οι νεφροι μου. |
8 שִׁוִּיתִי יְהוָה לְנֶגְדִּי תָמִיד כִּי מִימִינִי בַּל־אֶמֹּוט | 8 Ενωπιον μου ειχον τον Κυριον διαπαντος? διοτι ειναι εκ δεξιων μου, δια να μη σαλευθω. |
9 לָכֵן ׀ שָׂמַח לִבִּי וַיָּגֶל כְּבֹודִי אַף־בְּשָׂרִי יִשְׁכֹּן לָבֶטַח | 9 Δια τουτο ευφρανθη η καρδια μου και ηγαλλιασεν η γλωσσα μου? ετι δε και η σαρξ μου θελει αναπαυθη επ' ελπιδι. |
10 כִּי ׀ לֹא־תַעֲזֹב נַפְשִׁי לִשְׁאֹול לֹא־תִתֵּן חֲסִידְךָ לִרְאֹות שָׁחַת | 10 Διοτι δεν θελεις εγκαταλειψει την ψυχην μου εν τω αδη, ουδε θελεις αφησει τον Οσιον σου να ιδη διαφθοραν. |
11 תֹּודִיעֵנִי אֹרַח חַיִּים שֹׂבַע מָחֹות אֶת־פָּנֶיךָ נְעִמֹות בִּימִינְךָ נֶצַח | 11 Εφανερωσας εις εμε την οδον της ζωης? χορτασμος ευφροσυνης ειναι το προσωπον σου? τερπνοτητες ειναι διαπαντος εν τη δεξια σου. |
12 וְהָיָה כִי־נִרְאָה כִּי־נִלְאָה מֹואָב עַל־הַבָּמָה וּבָא אֶל־מִקְדָּשֹׁו לְהִתְפַּלֵּל וְלֹא יוּכָל | |
13 זֶה הַדָּבָר אֲשֶׁר דִּבֶּר יְהוָה אֶל־מֹואָב מֵאָז | |
14 וְעַתָּה דִּבֶּר יְהוָה לֵאמֹר בְּשָׁלֹשׁ שָׁנִים כִּשְׁנֵי שָׂכִיר וְנִקְלָה כְּבֹוד מֹואָב בְּכֹל הֶהָמֹון הָרָב וּשְׁאָר מְעַט מִזְעָר לֹוא כַבִּיר׃ ס |