Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Divrei Hayamim (דברי הימים) - 1 Cronache 22


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיֹּאמֶר דָּוִיד זֶה הוּא בֵּית יְהוָה הָאֱלֹהִים וְזֶה־מִּזְבֵּחַ לְעֹלָה לְיִשְׂרָאֵל׃ ס1 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ, Ουτος ειναι ο οικος Κυριου του Θεου, και τουτο το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως εις τον Ισραηλ.
2 וַיֹּאמֶר דָּוִיד לִכְנֹוס אֶת־הַגֵּרִים אֲשֶׁר בְּאֶרֶץ יִשְׂרָאֵל וַיַּעֲמֵד חֹצְבִים לַחְצֹוב אַבְנֵי גָזִית לִבְנֹות בֵּית הָאֱלֹהִים2 Και προσεταξεν ο Δαβιδ να συναξωσι τους ξενους τους εν γη Ισραηλ? και κατεστησε λιθοτομους δια να λατομησωσι λιθους ξυστους, προς οικοδομησιν του οικου του Θεου.
3 וּבַרְזֶל ׀ לָרֹב לַמִּסְמְרִים לְדַלְתֹות הַשְּׁעָרִים וְלַמְחַבְּרֹות הֵכִין דָּוִיד וּנְחֹשֶׁת לָרֹב אֵין מִשְׁקָל3 Ο Δαβιδ ητοιμασε και σιδηρον πολυν, δια καρφια των θυρωματων των πυλων και δια τας συναρθρωσεις? και χαλκον αφθονον αζυγιστον?
4 וַעֲצֵי אֲרָזִים לְאֵין מִסְפָּר כִּי הֵבִיאוּ הַצִּידֹנִים וְהַצֹּרִים עֲצֵי אֲרָזִים לָרֹב לְדָוִיד׃ פ4 και ξυλα κεδρινα αναριθμητα? διοτι οι Σιδωνιοι και οι Τυριοι εφερον προς τον Δαβιδ αφθονα κεδρινα ξυλα.
5 וַיֹּאמֶר דָּוִיד שְׁלֹמֹה בְנִי נַעַר וָרָךְ וְהַבַּיִת לִבְנֹות לַיהוָה לְהַגְדִּיל ׀ לְמַעְלָה לְשֵׁם וּלְתִפְאֶרֶת לְכָל־הָאֲרָצֹות אָכִינָה נָּא לֹו וַיָּכֶן דָּוִיד לָרֹב לִפְנֵי מֹותֹו5 Και ειπεν ο Δαβιδ, Σολομων ο υιος μου ειναι νεος και απαλος? ο δε οικος οστις μελλει να οικοδομηθη εις τον Κυριον πρεπει να ηναι εις ακρον μεγαλοπρεπης, ονομαστος και ενδοξος καθ' ολην την οικουμενην? θελω λοιπον καμει ετοιμασιαν δι' αυτον. Και εκαμεν ο Δαβιδ αφθονον ετοιμασιαν προ του θανατου αυτου.
6 וַיִּקְרָא לִשְׁלֹמֹה בְנֹו וַיְצַוֵּהוּ לִבְנֹות בַּיִת לַיהוָה אֱלֹהֵי יִשְׂרָאֵל׃ ס6 Τοτε εκαλεσε Σολομωντα τον υιον αυτου και προσεταξεν εις αυτον να οικοδομηση οικον εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ.
7 וַיֹּאמֶר דָּוִיד לִשְׁלֹמֹה [בְּנֹו כ] (בְּנִי ק) אֲנִי הָיָה עִם־לְבָבִי לִבְנֹות בַּיִת לְשֵׁם יְהוָה אֱלֹהָי7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σολομωντα, Υιε μου, εγω μεν επεθυμησα εν τη καρδια μου να οικοδομησω οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου μου?
8 וַיְהִי עָלַי דְּבַר־יְהוָה לֵאמֹר דָּם לָרֹב שָׁפַכְתָּ וּמִלְחָמֹות גְּדֹלֹות עָשִׂיתָ לֹא־תִבְנֶה בַיִת לִשְׁמִי כִּי דָּמִים רַבִּים שָׁפַכְתָּ אַרְצָה לְפָנָי8 πλην εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων, Αιμα πολυ εχυσας και πολεμους μεγαλους εκαμες? δεν θελεις οικοδομησει οικον εις το ονομα μου, διοτι αιματα πολλα εχυσας επι της γης ενωπιον μου?
9 הִנֵּה־בֵן נֹולָד לָךְ הוּא יִהְיֶה אִישׁ מְנוּחָה וַהֲנִחֹותִי לֹו מִכָּל־אֹויְבָיו מִסָּבִיב כִּי שְׁלֹמֹה יִהְיֶה שְׁמֹו וְשָׁלֹום וָשֶׁקֶט אֶתֵּן עַל־יִשְׂרָאֵל בְּיָמָיו9 ιδου, θελει γεννηθη εις σε υιος, οστις θελει εισθαι ανηρ αναπαυσεως? και θελω αναπαυσει αυτον απο παντων των εχθρων αυτου κυκλω? διοτι Σολομων θελει εισθαι το ονομα αυτου, και εν ταις ημεραις αυτου θελω δωσει ειρηνην και ησυχιαν εις τον Ισραηλ?
10 הוּא־יִבְנֶה בַיִת לִשְׁמִי וְהוּא יִהְיֶה־לִּי לְבֵן וַאֲנִי־לֹו לְאָב וַהֲכִינֹותִי כִּסֵּא מַלְכוּתֹו עַל־יִשְׂרָאֵל עַד־עֹולָם10 ουτος θελει οικοδομησει οικον εις το ονομα μου? και ουτος θελει εισθαι εις εμε υιος, και εγω πατηρ εις αυτον? και θελω στερεωσει τον θρονον της βασιλειας αυτου επι τον Ισραηλ εως αιωνος.
11 עַתָּה בְנִי יְהִי יְהוָה עִמָּךְ וְהִצְלַחְתָּ וּבָנִיתָ בֵּית יְהוָה אֱלֹהֶיךָ כַּאֲשֶׁר דִּבֶּר עָלֶיךָ11 Τωρα, υιε μου, ο Κυριος εστω μετα σου? και ευοδου και οικοδομησον τον οικον Κυριου του Θεου σου, καθως ελαλησε περι σου.
12 אַךְ יִתֶּן־לְּךָ יְהוָה שֵׂכֶל וּבִינָה וִיצַוְּךָ עַל־יִשְׂרָאֵל וְלִשְׁמֹור אֶת־תֹּורַת יְהוָה אֱלֹהֶיךָ12 Μονον ο Κυριος να σοι δωση σοφιαν και συνεσιν και να σε καταστηση επι τον Ισραηλ, δια να φυλαττης τον νομον Κυριου του Θεου σου.
13 אָז תַּצְלִיחַ אִם־תִּשְׁמֹור לַעֲשֹׂות אֶת־הַחֻקִּים וְאֶת־הַמִּשְׁפָּטִים אֲשֶׁר צִוָּה יְהוָה אֶת־מֹשֶׁה עַל־יִשְׂרָאֵל חֲזַק וֶאֱמָץ אַל־תִּירָא וְאַל־תֵּחָת13 Τοτε θελεις ευοδωθη, εαν προσεχης να εκπληροις τα διαταγματα και τας κρισεις, τας οποιας ο Κυριος προσεταξεν εις τον Μωυσην περι του Ισραηλ? ενδυναμου και ανδριζου? μη φοβου και μη πτοηθης.
14 וְהִנֵּה בְעָנְיִי הֲכִינֹותִי לְבֵית־יְהוָה זָהָב כִּכָּרִים מֵאָה־אֶלֶף וְכֶסֶף אֶלֶף אֲלָפִים כִּכָּרִים וְלַנְּחֹשֶׁת וְלַבַּרְזֶל אֵין מִשְׁקָל כִּי לָרֹב הָיָה וְעֵצִים וַאֲבָנִים הֲכִינֹותִי וַעֲלֵיהֶם תֹּוסִיף14 Και ιδου, εγω κατα την πτωχειαν μου ητοιμασα δια τον οικον του Κυριου εκατον χιλιαδας ταλαντων χρυσιου και χιλιας χιλιαδας ταλαντων αργυριου? χαλκον δε και σιδηρον αζυγιστον, διοτι ειναι αφθονος? ητοιμασα δε και ξυλα και λιθους? και συ προσθες εις ταυτα.
15 וְעִמְּךָ לָרֹב עֹשֵׂי מְלָאכָה חֹצְבִים וְחָרָשֵׁי אֶבֶן וָעֵץ וְכָל־חָכָם בְּכָל־מְלָאכָה15 Εχεις δε εργατας εις πληθος, λιθοτομους και κτιστας και ξυλουργους, και παντος ειδους σοφους εις παν εργον.
16 לַזָּהָב לַכֶּסֶף וְלַנְּחֹשֶׁת וְלַבַּרְזֶל אֵין מִסְפָּר קוּם וַעֲשֵׂה וִיהִי יְהוָה עִמָּךְ16 Του χρυσου, του αργυρου και του χαλκου και του σιδηρου αριθμος δεν ειναι. Σηκωθητι και καμνε? και ο Κυριος εστω μετα σου.
17 וַיְצַו דָּוִיד לְכָל־שָׂרֵי יִשְׂרָאֵל לַעְזֹר לִשְׁלֹמֹה בְנֹו17 Ο Δαβιδ προσεταξεν ετι εις παντας τους αρχοντας του Ισραηλ να βοηθησωσι τον Σολομωντα τον υιον αυτου, λεγων,
18 הֲלֹא יְהוָה אֱלֹהֵיכֶם עִמָּכֶם וְהֵנִיחַ לָכֶם מִסָּבִיב כִּי ׀ נָתַן בְּיָדִי אֵת יֹשְׁבֵי הָאָרֶץ וְנִכְבְּשָׁה הָאָרֶץ לִפְנֵי יְהוָה וְלִפְנֵי עַמֹּו18 Δεν ειναι με σας Κυριος ο Θεος σας και εδωκεν εις εσας αναπαυσιν πανταχοθεν; διοτι παρεδωκεν εις την χειρα μου τους κατοικουντας την γην? και η γη υπεταχθη εμπροσθεν του Κυριου και εμπροσθεν του λαου αυτου.
19 עַתָּה תְּנוּ לְבַבְכֶם וְנַפְשְׁכֶם לִדְרֹושׁ לַיהוָה אֱלֹהֵיכֶם וְקוּמוּ וּבְנוּ אֶת־מִקְדַּשׁ יְהוָה הָאֱלֹהִים לְהָבִיא אֶת־אֲרֹון בְּרִית־יְהוָה וּכְלֵי קֹדֶשׁ הָאֱלֹהִים לַבַּיִת הַנִּבְנֶה לְשֵׁם־יְהוָה׃ פ19 Δοτε λοιπον την καρδιαν σας και την ψυχην σας εις το να ζητητε Κυριον τον Θεον σας? και σηκωθητε και οικοδομησατε το αγιαστηριον Κυριου του Θεου, δια να φερητε την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου και τα αγια σκευη του Θεου εις τον οικον, οστις μελλει να οικοδομηθη επι τω ονοματι του Κυριου.