Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Judges 9


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 Abimelech, son of Jerubbaal, went to his mother's kinsmen in Shechem, and said to them and to the whole clan to which his mother's family belonged,1 Και υπηγεν Αβιμελεχ ο υιος του Ιεροβααλ εις Συχεμ προς τους αδελφους της μητρος αυτου και ειπε προς αυτους και προς πασαν την συγγενειαν του οικου του πατρος της μητρος αυτου, λεγων,
2 "Put this question to all the citizens of Shechem: 'Which is better for you: that seventy men, or all Jerubbaal's sons, rule over you, or that one man rule over you?' You must remember that I am your own flesh and bone."2 Λαλησατε, παρακαλω, εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ, Τι ειναι καλητερον εις εσας, να αρχωσιν επανω σας παντες οι υιοι του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρες, η να αρχη εις μονος επανω σας; και ενθυμηθητε οτι οστουν υμων και σαρξ υμων ειμαι.
3 When his mother's kin repeated these words to them on his behalf, all the citizens of Shechem sympathized with Abimelech, thinking, "He is our kinsman."3 Και ελαλησαν περι αυτου οι αδελφοι της μητρος αυτου εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ παντας τους λογους τουτους? και εκλινεν η καρδια αυτων κατοπιν του Αβιμελεχ? διοτι ειπον, Αδελφος ημων ειναι.
4 They also gave him seventy silver shekels from the temple of Baal of Berith, with which Abimelech hired shiftless men and ruffians as his followers.4 Και εδωκαν εις αυτον εβδομηκοντα αργυρια εκ του οικου του Βααλ-βεριθ, και δι' αυτων εμισθωσεν ο Αβιμελεχ ανδρας ποταπους και θρασεις, και ηκολουθησαν αυτον.
5 He then went to his ancestral house in Ophrah, and slew his brothers, the seventy sons of Jerubbaal, on one stone. Only the youngest son of Jerubbaal, Jotham, escaped, for he was hidden.5 Και εισηλθεν εις τον οικον του πατρος αυτου εις Οφρα και εθανατωσε τους αδελφους αυτου τους υιους του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα? εναπελειφθη ομως ο Ιωθαμ ο νεωτερος υιος του Ιεροβααλ, διοτι εκρυφθη.
6 Then all the citizens of Shechem and all Beth-millo came together and proceeded to make Abimelech king by the terebinth at the memorial pillar in Shechem.6 Και συνηχθησαν παντες οι ανδρες της Συχεμ και πας ο οικος του Μιλλω και ελθοντες εκαμον τον Αβιμελεχ βασιλεα, πλησιον της δρυος της ισταμενης εν Συχεμ.
7 When this was reported to him, Jotham went to the top of Mount Gerizim, and standing there, cried out to them in a loud voice: "Hear me, citizens of Shechem, that God may then hear you!7 Και οτε ανηγγελθη τουτο εις τον Ιωθαμ, υπηγε και εσταθη επι την κορυφην του ορους Γαριζιν, και υψωσε την φωνην αυτου και εβοησε και ειπε προς αυτους, Ακουσατε μου, ανδρες της Συχεμ, και θελει σας ακουσει ο Θεος.
8 Once the trees went to anoint a king over themselves. So they said to the olive tree, 'Reign over us.'8 Υπηγον ποτε τα δενδρα να χρισωσι βασιλεα εφ' εαυτων? και ειπον προς την ελαιαν, Βασιλευσον εφ' ημων.
9 But the olive tree answered them, 'Must I give up my rich oil, whereby men and gods are honored, and go to wave over the trees?'9 Αλλ' η ελαια ειπε προς αυτα, Να αφησω εγω το παχος μου, δια της οποιας τιμωνται Θεος και ανθρωποι, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
10 Then the trees said to the fig tree, 'Come; you reign over us!'10 Και ειπον τα δενδρα προς την συκην, Ελθε συ, βασιλευσον εφ' ημων.
11 But the fig tree answered them, 'Must I give up my sweetness and my good fruit, and go to wave over the trees?'11 Αλλ' η συκη ειπε προς αυτα, Να αφησω την γλυκυτητα μου και τον καρπον μου τον καλον, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
12 Then the trees said to the vine, 'Come you, and reign over us.'12 Και ειπον τα δενδρα προς την αμπελον, Ελθε συ, βασιλευσον εφ' ημων.
13 But the vine answered them, 'Must I give up my wine that cheers gods and men, and go to wave over the trees?'13 Και ειπεν η αμπελος προς αυτα, Να αφησω τον οινον μου, οστις ευφραινει Θεον και ανθρωπους, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
14 Then all the trees said to the buckthorn, 'Come; you reign over us!'14 Τοτε ειπον παντα τα δενδρα προς την ακανθαν, Ελθε συ, βασιλευσον εφ' ημων.
15 But the buckthorn replied to the trees, 'If you wish to anoint me king over you in good faith, come and take refuge in my shadow. Otherwise, let fire come from the buckthorn and devour the cedars of Lebanon.'15 Και ειπεν η ακανθα προς τα δενδρα, Εαν αληθως σεις με χριητε βασιλεα υμων, ελθετε, καταφυγετε υπο την σκιαν μου? ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ της ακανθης και να καταφαγη τας κεδρους του Λιβανου.
16 "Now then, if you have acted in good faith and honorably in appointing Abimelech your king, if you have dealt well with Jerubbaal and with his family, and if you have treated him as he deserved--16 Τωρα λοιπον, εαν επραξατε εν αληθεια και ακεραιοτητι καμνοντες τον Αβιμελεχ βασιλεα, και εαν εφερθητε καλως προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, και εαν εκαμετε προς αυτον κατα την αξιαν των χειρων αυτου?
17 for my father fought for you at the risk of his life when he saved you from the power of Midian;17 διοτι ο πατηρ μου επολεμησε δια σας και ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και σας εσωσεν εκ της χειρος του Μαδιαμ?
18 but you have risen against his family this day and have killed his seventy sons upon one stone, and have made Abimelech, the son of his handmaid, king over the citizens of Shechem, because he is your kinsman--18 και σεις εσηκωθητε σημερον εναντιον του οικου του πατρος μου και εθανατωσατε τους υιους αυτου, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα, και εκαμετε τον Αβιμελεχ, τον υιον της δουλης αυτου, βασιλεα επι παντων των ανδρων της Συχεμ, διοτι ειναι αδελφος σας?
19 if, then, you have acted in good faith and with honor toward Jerubbaal and his family this day, rejoice in Abimelech and may he in turn rejoice in you.19 εαν λοιπον επραξατε σημερον εν αληθεια και ακεραιοτητι προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, χαιρετε εις τον Αβιμελεχ και ας χαιρη και αυτος εις εσας.
20 But if not, let fire come forth from Abimelech to devour the citizens of Shechem and Beth-millo, and let fire come forth from the citizens and from Beth-millo to devour Abimelech."20 ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ του Αβιμελεχ και να καταφαγη τους ανδρας της Συχεμ και τον οικον του Μιλλω? και πυρ να εξελθη εκ των ανδρων της Συχεμ και εκ του οικου του Μιλλω, και να καταφαγη τον Αβιμελεχ.
21 Then Jotham went in flight to Beer, where he remained for fear of his brother Abimelech.21 Τοτε εφυγεν ο Ιωθαμ μετα σπουδης και υπηγεν εις Βηρ και κατωκησεν εκει, δια τον φοβον Αβιμελεχ του αδελφου αυτου.
22 When Abimelech had ruled Israel for three years,22 Και εβασιλευσεν ο Αβιμελεχ επι του Ισραηλ τρια ετη.
23 God put bad feelings between Abimelech and the citizens of Shechem, who rebelled against Abimelech.23 Και εξαπεστειλεν ο Θεος πνευμα πονηρον μεταξυ του Αβιμελεχ και των ανδρων της Συχεμ? και εστασιασαν οι ανδρες της Συχεμ κατα του Αβιμελεχ?
24 This was to repay the violence done to the seventy sons of Jerubbaal and to avenge their blood upon their brother Abimelech, who killed them, and upon the citizens of Shechem, who encouraged him to kill his brothers.24 δια να ελθη η αδικια των εβδομηκοντα υιων του Ιεροβααλ, και να επελθη το αιμα αυτων επι τον Αβιμελεχ τον αδελφον αυτων τον θανατωσαντα αυτους, και επι τους ανδρας της Συχεμ, τους ενισχυσαντας τας χειρας αυτου, δια να θανατωση τους αδελφους αυτου.
25 The citizens of Shechem then set men in ambush for him on the mountaintops, and these robbed all who passed them on the road. But it was reported to Abimelech.25 Και εθεσαν κατ' αυτου οι ανδρες της Συχεμ ενεδρας επι τας κορυφας των ορεων, και εγυμνονον παντας τους διαβαινοντας πλησιον αυτων δια της οδου? και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
26 Now Gaal, son of Ebed, came over to Shechem with his kinsmen. The citizens of Shechem put their trust in him,26 Και ηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου, και διεβησαν εις Συχεμ, και ενεπιστευθησαν εις αυτον οι ανδρες της Συχεμ.
27 and went out into the fields, harvested their grapes and trod them out. Then they held a festival and went to the temple of their god, where they ate and drank and cursed Abimelech.27 Και εξηλθον εις τους αγρους και ετρυγησαν τας αμπελους αυτων και επατησαν και ευθυμησαν, και υπηγαν εις τον οικον του Θεου αυτων και εφαγον και επιον, και κατηρασθησαν τον Αβιμελεχ.
28 Gaal, son of Ebed, said, "Who is Abimelech? And why should we of Shechem serve him? Were not the son of Jerubbaal and his lieutenant Zebul once subject to the men of Hamor, father of Shechem? Why should we serve him?28 Και ειπε Γααλ ο υιος του Εβεδ, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, και τις η Συχεμ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; δεν ειναι ουτος ο υιος του Ιεροβααλ; και Ζεβουλ ο επιστατης αυτου; δουλευσατε εις τους ανδρας του Εμμωρ πατρος του Συχεμ? και δια τι ημεις να δουλευωμεν εις εκεινον;
29 Would that this people were entrusted to my command! I would depose Abimelech. I would say to Abimelech, 'Get a larger army and come out!'"29 ειθε να εδιδετο ο λαος ουτος υπο την χειρα μου. Τοτε ηθελον εκδιωξει τον Αβιμελεχ. Και ειπε προς τον Αβιμελεχ, Πληθυνον το στρατευμα σου και εξελθε.
30 At the news of what Gaal, son of Ebed, had said, Zebul, the ruler of the city, was angry30 Και ηκουσε Ζεβουλ ο αρχων της πολεως τους λογους Γααλ του υιου του Εβεδ, και εξηφθη ο θυμος αυτου?
31 and sent messengers to Abimelech in Arumah with the information: "Gaal, son of Ebed, and his kinsmen have come to Shechem and are stirring up the city against you.31 και απεστειλε κρυφιως μηνυτας προς τον Αβιμελεχ, λεγων, Ιδου, Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου ηλθον εις Συχεμ? και ιδου, αυτοι διεγειρουσι την πολιν εναντιον σου?
32 Now rouse yourself; set an ambush tonight in the fields, you and the men who are with you.32 δια τουτο λοιπον σηκωθητι την νυκτα, συ και ο λαος ο μετα σου, και βαλε ενεδρας εν τοις αγροις?
33 Promptly at sunrise tomorrow morning, make a raid on the city. When he and his followers come out against you, deal with him as best you can."33 και το πρωι, αμα ανατειλη ο ηλιος, θελεις σηκωθη ενωρις και θελεις εφορμησει επι την πολιν? και ιδου, αυτος και ο λαος ο μετ' αυτου θελουσιν εξελθει εναντιον σου, και συ θελεις καμει εις αυτον οπως δυνηθης.
34 During the night Abimelech advanced with all his soldiers and set up an ambush for Shechem in four companies.34 Και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και πας ο λαος ο μετ' αυτου την νυκτα και εβαλον εις ενεδραν κατα της Συχεμ τεσσαρα σωματα.
35 Gaal, son of Ebed, went out and stood at the entrance of the city gate. When Abimelech and his soldiers rose from their place of ambush,35 Και εξηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και εσταθη εν τη εισοδω της πυλης της πολεως? και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και ο λαος ο μετ' αυτου εκ της ενεδρας.
36 Gaal saw them and said to Zebul, "There are men coming down from the hilltops!" But Zebul answered him, "You see the shadow of the hills as men."36 Και οτε ειδεν ο Γααλ τον λαον, ειπε προς τον Ζεβουλ, Ιδου, λαος καταβαινει απο των κορυφων των ορεων? ειπε δε προς αυτον ο Ζεβουλ, την σκιαν των ορεων βλεπεις συ ως ανδρας.
37 But Gaal went on to say, "Men are coming down from the region of Tabbur-Haares, and one company is coming by way of Elon-Meonenim."37 Και ελαλησε παλιν ο Γααλ και ειπεν, Ιδου, λαος καταβαινει απο των υψηλων του τοπου, και εν σωμα ερχεται δια της οδου της δρυος Μεωνενιμ.
38 Zebul said to him, "Where now is the boast you uttered, 'Who is Abimelech that we should serve him?' Are these not the men for whom you expressed contempt? Go out now and fight with them."38 Τοτε ειπε προς αυτον ο Ζεβουλ, Που ειναι τωρα το στομα σου, με το οποιον ειπας, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; Δεν ειναι ουτος ο λαος, τον οποιον εξουθενησας; εξελθε λοιπον τωρα και πολεμησον αυτους.
39 So Gaal went out at the head of the citizens of Shechem and fought against Abimelech.39 Και εξηλθεν ο Γααλ εμπροσθεν των ανδρων της Συχεμ και επολεμησε με τον Αβιμελεχ?
40 But Abimelech routed him, and he fled before him; and many fell slain right up to the entrance of the gate.40 ο δε Αβιμελεχ κατεδιωξεν αυτον, και εφυγεν απ' εμπροσθεν αυτου, και επεσον τετραυματισμενοι πολλοι εως της εισοδου της πυλης.
41 Abimelech returned to Arumah, but Zebul drove Gaal and his kinsmen from Shechem, which they had occupied.41 Και εκαθισεν Αβιμελεχ εν Αρουμα? και εξεβαλεν ο Ζεβουλ τον Γααλ και τους αδελφους αυτου, δια να μη κατοικωσιν εν Συχεμ.
42 The next day, when the people were taking the field, it was reported to Abimelech,42 Και την επαυριον εξηλθεν ο λαος εις την πεδιαδα? και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
43 who divided the men he had into three companies, and set up an ambush in the fields. He watched till he saw the people leave the city, and then rose against them for the attack.43 Τοτε ελαβε τον λαον και διηρεσεν αυτον εις τρια σωματα και εθεσεν ενεδρας εις την πεδιαδα? και ειδε, και ιδου, ο λαος εξηρχετο εκ της πολεως? και εσηκωθη εναντιον αυτων και επαταξεν αυτους.
44 Abimelech and the company with him dashed in and stood by the entrance of the city gate, while the other two companies rushed upon all who were in the field and attacked them.44 Και ο Αβιμελεχ και το σωμα το μετ' αυτον εφωρμησαν και εσταθησαν εν τη εισοδω της πυλης της πολεως? τα δε αλλα δυο σωματα εφωρμησαν επι παντας τους εν τοις αγροις και επαταξαν αυτους.
45 That entire day Abimelech fought against the city, and captured it. He then killed its inhabitants and demolished the city, sowing the site with salt.45 Και επολεμει ο Αβιμελεχ εναντιον της πολεως ολην εκεινην την ημεραν? και εκυριευσε την πολιν και εφονευσε τον λαον τον εν αυτη και κατεσκαψε την πολιν και εσπειρεν αυτην αλας.
46 When they heard of this, all the citizens of Migdal-shechem went into the crypt of the temple of El-berith.46 Και οτε ηκουσαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εισηλθον εις το οχυρωμα του οικου του Θεου Βεριθ.
47 It was reported to Abimelech that all the citizens of Migdal-shechem were gathered together.47 Και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ, οτι συνηθροισθησαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ.
48 So he went up Mount Zalmon with all his soldiers, took his axe in his hand, and cut down some brushwood. This he lifted to his shoulder, then said to the men with him, "Hurry! Do just as you have seen me do."48 Και ανεβη ο Αβιμελεχ εις το ορος Σαλμων, αυτος και πας ο λαος ο μετ' αυτου? και ελαβεν ο Αβιμελεχ την αξινην εις την χειρα αυτου και εκοψε κλαδον δενδρου, και εσηκωσεν αυτον και επεθεσεν επι των ωμων αυτου? και ειπε προς τον λαον τον μετ' αυτου, Ο, τι βλεπετε εμε πραττοντα, σπευσατε και σεις να πραξητε ως εγω.
49 So all the men likewise cut down brushwood, and following Abimelech, placed it against the crypt. Then they set the crypt on fire over their heads, so that every one of the citizens of Migdal-shechem, about a thousand men and women, perished.49 Εκοψε λοιπον και πας ο λαος εκαστος τον κλαδον αυτου, και ακολουθησαντες τον Αβιμελεχ επεθεσαν αυτους εις το οχυρωμα και κατεκαυσαν εν πυρι το οχυρωμα επ' αυτους? και απεθανον ομου παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εως χιλιοι ανδρες και γυναικες.
50 Abimelech proceeded to Thebez, which he invested and captured.50 Τοτε υπηγεν ο Αβιμελεχ εις Θαβαις? και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Θαβαις και εκυριευσεν αυτην.
51 Now there was a strong tower in the middle of the city, and all the men and women, in a word all the citizens of the city, fled there, shutting themselves in and going up to the roof of the tower.51 Αλλ' ητο πυργος ισχυρος εν τω μεσω της πολεως, και κατεφυγον εκει παντες οι ανδρες και αι γυναικες και παντες οι κατοικοι της πολεως, και εκλεισαν οπισθεν αυτων και ανεβησαν εις το δωμα του πυργου.
52 Abimelech came up to the tower and fought against it, advancing to the very entrance of the tower to set it on fire.52 Και υπηγεν ο Αβιμελεχ μεχρι του πυργου και επολεμει αυτον, και επλησιασε μεχρι της θυρας του πυργου δια να καυση αυτον εν πυρι.
53 But a certain woman cast the upper part of a millstone down on Abimelech's head, and it fractured his skull.53 Και γυνη τις ερριψε τμημα μυλοπετρας επι την κεφαλην του Αβιμελεχ και συνεθλασε το κρανιον αυτου.
54 He immediately called his armor-bearer and said to him, "Draw your sword and dispatch me, lest they say of me that a woman killed me." So his attendant ran him through and he died.54 Και εφωναξε ταχεως προς τον νεον τον οπλοφορον αυτου και ειπε προς αυτον, Συρε την μαχαιραν σου και θανατωσον με, δια να μη ειπωσι περι εμου, Γυνη εφονευσεν αυτον. Και ο νεος αυτου διεπερασεν αυτον, και απεθανε.
55 When the Israelites saw that Abimelech was dead, they all left for their homes.55 Και οτε ειδον οι ανδρες Ισραηλ οτι απεθανεν ο Αβιμελεχ, ανεχωρησαν εκαστος εις τον τοπον αυτου.
56 Thus did God requite the evil Abimelech had done to his father in killing his seventy brothers.56 Ουτως ανταπεδωκεν ο Θεος την κακιαν του Αβιμελεχ, την οποιαν εκαμε προς τον πατερα αυτου, φονευσας τους εβδομηκοντα αδελφους αυτου.
57 God also brought all their wickedness home to the Shechemites, for the curse of Jotham, son of Jerubbaal, overtook them.57 Και πασαν την κακιαν των ανδρων της Συχεμ ο Θεος ανταπεδωκεν επι τας κεφαλας αυτων? και ηλθεν επ' αυτους η καταρα του Ιωθαμ υιου του Ιεροβααλ.