Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 26


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ερχονται οι ζιφαιοι εκ της αυχμωδους προς τον σαουλ εις τον βουνον λεγοντες ιδου δαυιδ σκεπαζεται μεθ' ημων εν τω βουνω του εχελα του κατα προσωπον του ιεσσαιμουν1 Ám a zífbeliek elmentek Saulhoz Gibeába és azt mondták: »Íme, Dávid a sivataggal szemben levő Hahila dombon rejtőzik.«
2 και ανεστη σαουλ και κατεβη εις την ερημον ζιφ και μετ' αυτου τρεις χιλιαδες ανδρων εκλεκτοι εξ ισραηλ ζητειν τον δαυιδ εν τη ερημω ζιφ2 Felkerekedett erre Saul, s lement Zíf pusztájába, s vele háromezer ember Izrael válogatottjai közül, hogy felkutassa Dávidot Zíf pusztájában.
3 και παρενεβαλεν σαουλ εν τω βουνω του εχελα επι προσωπου του ιεσσαιμουν επι της οδου και δαυιδ εκαθισεν εν τη ερημω και ειδεν δαυιδ οτι ηκει σαουλ οπισω αυτου εις την ερημον3 Saul az út mentén, a pusztával szemben levő Hahila Gibeán ütött tábort, Dávid pedig a pusztában tartózkodott. Amikor észrevette, hogy Saul utána jött a pusztába,
4 και απεστειλεν δαυιδ κατασκοπους και εγνω οτι ηκει σαουλ ετοιμος εκ κειλα4 kémeket küldött ki, s megtudta, hogy valóban odajött.
5 και ανεστη δαυιδ λαθρα και εισπορευεται εις τον τοπον ου εκαθευδεν εκει σαουλ και εκει αβεννηρ υιος νηρ αρχιστρατηγος αυτου και σαουλ εκαθευδεν εν λαμπηνη και ο λαος παρεμβεβληκως κυκλω αυτου5 Erre Dávid titokban felkerekedett, s elment arra a helyre, ahol Saul volt. Amikor aztán megnézte azt a helyet, ahol Saul és Ábner, Nér fia, a hadvezére aludt, és látta, hogy Saul a sátrában, a többi ember pedig körülötte alszik,
6 και απεκριθη δαυιδ και ειπεν προς αχιμελεχ τον χετταιον και προς αβεσσα υιον σαρουιας αδελφον ιωαβ λεγων τις εισελευσεται μετ' εμου προς σαουλ εις την παρεμβολην και ειπεν αβεσσα εγω εισελευσομαι μετα σου6 Dávid szólt a hetita Ahimelekhez meg Abisájhoz, Száruja fiához, Joáb fivéréhez, és megkérdezte: »Ki jön le velem Saulhoz a táborba?« Azt mondta erre Abisáj: »Én lemegyek veled.«
7 και εισπορευεται δαυιδ και αβεσσα εις τον λαον την νυκτα και ιδου σαουλ καθευδων υπνω εν λαμπηνη και το δορυ εμπεπηγος εις την γην προς κεφαλης αυτου και αβεννηρ και ο λαος αυτου εκαθευδεν κυκλω αυτου7 Éjjel Dávid és Abisáj el is jutottak a néphez, és Sault sátrában fekve és alva találták; dárdája a földbe szúrva a feje mellett volt, Ábner és a nép pedig aludt körülötte.
8 και ειπεν αβεσσα προς δαυιδ απεκλεισεν σημερον κυριος τον εχθρον σου εις τας χειρας σου και νυν παταξω αυτον τω δορατι εις την γην απαξ και ου δευτερωσω αυτω8 Azt mondta ekkor Abisáj Dávidnak: »Kezedbe adta ma Isten ellenségedet: nos hát, hadd szegezzem a dárdával a földhöz – csak egyszer, mert másodszor nem lesz szükséges.«
9 και ειπεν δαυιδ προς αβεσσα μη ταπεινωσης αυτον οτι τις εποισει χειρα αυτου επι χριστον κυριου και αθωωθησεται9 Ám Dávid azt mondta Abisájnak: »Meg ne öld, mert ki nyújthatná ki kezét az Úr felkentje ellen büntetlenül?«
10 και ειπεν δαυιδ ζη κυριος εαν μη κυριος παιση αυτον η η ημερα αυτου ελθη και αποθανη η εις πολεμον καταβη και προστεθη10 Majd azt mondta Dávid: »Az Úr életére mondom: akár az Úr fogja agyonsújtani, akár el kell jönnie halála napjának, akár harcba kell mennie, s ott kell elvesznie,
11 μηδαμως μοι παρα κυριου επενεγκειν χειρα μου επι χριστον κυριου και νυν λαβε δη το δορυ απο προς κεφαλης αυτου και τον φακον του υδατος και απελθωμεν καθ' εαυτους11 én irántam legyen az Úr kegyelmes, hogy ki ne nyújtsam kezemet az Úr felkentje ellen! Nos hát vedd a dárdát, amely a feje mellett van meg a vizeskorsót, s menjünk.«
12 και ελαβεν δαυιδ το δορυ και τον φακον του υδατος απο προς κεφαλης αυτου και απηλθον καθ' εαυτους και ουκ ην ο βλεπων και ουκ ην ο γινωσκων και ουκ ην ο εξεγειρομενος παντες υπνουντες οτι θαμβος κυριου επεπεσεν επ' αυτους12 Dávid aztán magához vette a dárdát és a vizeskorsót, amely Saul feje mellett volt, és elmentek; nem volt senki, aki látta vagy észrevette volna, vagy aki felébredt volna, mert mindannyian aludtak, mivel az Úr mély álmot bocsátott rájuk.
13 και διεβη δαυιδ εις το περαν και εστη επι την κορυφην του ορους μακροθεν και πολλη η οδος ανα μεσον αυτων13 Amikor aztán Dávid átért a túlsó oldalra, megállt a hegy tetején – jó messze, úgyhogy nagy távolság volt közöttük –,
14 και προσεκαλεσατο δαυιδ τον λαον και τω αβεννηρ ελαλησεν λεγων ουκ αποκριθησει αβεννηρ και απεκριθη αβεννηρ και ειπεν τις ει συ ο καλων με14 és átkiáltott Dávid a néphez és Ábnerhez, Nér fiához: »Nem felelsz, Ábner?« Ábner erre megkérdezte: »Ki vagy te, aki kiabálsz és zavarod a királyt?«
15 και ειπεν δαυιδ προς αβεννηρ ουκ ανηρ συ και τις ως συ εν ισραηλ και δια τι ου φυλασσεις τον κυριον σου τον βασιλεα οτι εισηλθεν εις εκ του λαου διαφθειραι τον βασιλεα κυριον σου15 Azt mondta erre Dávid Ábnernek: »Nemde, te férfi vagy és nincs más hozzád hasonló Izraelben? Miért nem vigyáztál tehát uradra, a királyra? Behatolt ugyanis valaki a néptömegből hozzá, hogy megölje a királyt, uradat.
16 και ουκ αγαθον το ρημα τουτο ο πεποιηκας ζη κυριος οτι υιοι θανατωσεως υμεις οι φυλασσοντες τον βασιλεα κυριον υμων τον χριστον κυριου και νυν ιδε δη το δορυ του βασιλεως και ο φακος του υδατος που εστιν τα προς κεφαλης αυτου16 Nem jó dolog, amit cselekedtél: az Úr életére mondom, hogy halálra vagytok méltók, mert nem vigyáztatok uratokra, az Úr felkentjére. Nos, nézz csak utána, hol a király dárdája, s hol a vizeskorsó, amely a fejénél volt!«
17 και επεγνω σαουλ την φωνην του δαυιδ και ειπεν η φωνη σου αυτη τεκνον δαυιδ και ειπεν δαυιδ δουλος σου κυριε βασιλευ17 Ekkor Saul megismerte Dávid hangját és azt mondta: »Nem a te hangod-e ez, fiam, Dávid?« Azt mondta erre Dávid: »Az én hangom ez, uram király.«
18 και ειπεν ινα τι τουτο καταδιωκει ο κυριος μου οπισω του δουλου αυτου οτι τι ημαρτηκα και τι ευρεθη εν εμοι αδικημα18 Majd azt mondta: »Miért üldözi uram a szolgáját? Mit követtem el, vagy mi gonoszság van kezemben?
19 και νυν ακουσατω δη ο κυριος μου ο βασιλευς το ρημα του δουλου αυτου ει ο θεος επισειει σε επ' εμε οσφρανθειη θυσιας σου και ει υιοι ανθρωπων επικαταρατοι ουτοι ενωπιον κυριου οτι εξεβαλον με σημερον μη εστηρισθαι εν κληρονομια κυριου λεγοντες πορευου δουλευε θεοις ετεροις19 Nos hát kérlek, uram király, hallgasd meg szolgád szavát: Ha az Úr ingerel téged ellenem, akkor engeszteld meg Őt áldozati illattal, ha azonban emberek fiai ingerelnek, akkor átkozottak legyenek az Úr színe előtt, mert ezennel elűznek engem, hogy ne lakjam tovább az Úr örökségén, s azt mondják: ‘Eredj, szolgálj más isteneknek!’
20 και νυν μη πεσοι το αιμα μου επι την γην εξ εναντιας προσωπου κυριου οτι εξεληλυθεν ο βασιλευς ισραηλ ζητειν την ψυχην μου καθως καταδιωκει ο νυκτικοραξ εν τοις ορεσιν20 Ne is hulljon tehát most vérem az Úr előtt levő földre, mert Izrael királya kivonult, hogy úgy üldözzön egy bolhát, mint ahogy a fogolymadarat szokták hajszolni a hegyekben.«
21 και ειπεν σαουλ ημαρτηκα επιστρεφε τεκνον δαυιδ οτι ου κακοποιησω σε ανθ' ων εντιμος ψυχη μου εν οφθαλμοις σου εν τη σημερον μεματαιωμαι και ηγνοηκα πολλα σφοδρα21 Saul ekkor így szólt: »Vétkeztem, térj vissza, fiam, Dávid, nem bántalak többé, mivel életem ma becses volt szemedben. Nyilvánvaló, hogy esztelenül cselekedtem, s igen sok mindent nem tudtam!«
22 και απεκριθη δαυιδ και ειπεν ιδου το δορυ του βασιλεως διελθετω εις των παιδαριων και λαβετω αυτο22 Ám Dávid így felelt: »Íme, a király dárdája: jöjjön át valaki a király legényei közül, s vegye át.
23 και κυριος επιστρεψει εκαστω τας δικαιοσυνας αυτου και την πιστιν αυτου ως παρεδωκεν σε κυριος σημερον εις χειρας μου και ουκ ηθελησα επενεγκειν χειρα μου επι χριστον κυριου23 Az Úr pedig majd megfizet kinek-kinek az Ő igazsága és hűsége szerint: azért is, hogy az Úr a kezembe adott ma téged, s én nem akartam kinyújtani kezemet az Úr felkentje ellen.
24 και ιδου καθως εμεγαλυνθη η ψυχη σου σημερον εν ταυτη εν οφθαλμοις μου ουτως μεγαλυνθειη η ψυχη μου ενωπιον κυριου και σκεπασαι με και εξελειται με εκ πασης θλιψεως24 Amilyen nagyrabecsült volt életed ma az én szemem előtt, olyan nagyrabecsült lesz az én életem is az Úr szeme előtt, s Ő meg fog szabadítani engem minden szorongatásból.«
25 και ειπεν σαουλ προς δαυιδ ευλογημενος συ τεκνον και ποιων ποιησεις και δυναμενος δυνησει και απηλθεν δαυιδ εις την οδον αυτου και σαουλ ανεστρεψεν εις τον τοπον αυτου25 Azt mondta erre Saul Dávidnak: »Áldott leszel, fiam, Dávid, mert cselekedni fogsz és győzni!« Erre Dávid elment a maga útjára, Saul pedig visszatért a maga helyére.