Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΡΟΥΘ - Ruth 1


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο εν τω κρινειν τους κριτας και εγενετο λιμος εν τη γη και επορευθη ανηρ απο βαιθλεεμ της ιουδα του παροικησαι εν αγρω μωαβ αυτος και η γυνη αυτου και οι υιοι αυτου1 Az egyik bíró napjaiban, amikor a bírák kormányoztak, éhínség támadt az országban. Ekkor egy ember, aki Júda Betleheméből származott, elindult, hogy egy időre Moáb földjén telepedjen le feleségével és két fiával együtt.
2 και ονομα τω ανδρι αβιμελεχ και ονομα τη γυναικι αυτου νωεμιν και ονομα τοις δυσιν υιοις αυτου μααλων και χελαιων εφραθαιοι εκ βαιθλεεμ της ιουδα και ηλθοσαν εις αγρον μωαβ και ησαν εκει2 Elimeleknek hívták, a feleségét Noéminak, két fia közül pedig az egyiket Mahálonnak, a másikat meg Kelionnak. Efrataiak voltak, Júda Betleheméből valók. El is jutottak Moáb földjére, és ott éltek.
3 και απεθανεν αβιμελεχ ο ανηρ της νωεμιν και κατελειφθη αυτη και οι δυο υιοι αυτης3 Közben meghalt Elimelek, Noémi férje, és az asszony magára maradt fiaival.
4 και ελαβοσαν εαυτοις γυναικας μωαβιτιδας ονομα τη μια ορφα και ονομα τη δευτερα ρουθ και κατωκησαν εκει ως δεκα ετη4 A fiúk moábi feleséget vettek: az egyiket Orfának hívták, a másikat pedig Rútnak. Miután tíz esztendeig ott laktak,
5 και απεθανον και γε αμφοτεροι μααλων και χελαιων και κατελειφθη η γυνη απο του ανδρος αυτης και απο των δυο υιων αυτης5 meghalt mindkettő, vagyis Mahálon és Kelion, így az asszony, megfosztva két fiától és férjétől, magára maradt.
6 και ανεστη αυτη και αι δυο νυμφαι αυτης και απεστρεψαν εξ αγρου μωαβ οτι ηκουσαν εν αγρω μωαβ οτι επεσκεπται κυριος τον λαον αυτου δουναι αυτοις αρτους6 Ekkor felkelt két menyével együtt, hogy visszatérjen Moáb földjéről hazájába; hallotta ugyanis, hogy az Úr rátekintett népére, és eleséget adott nekik.
7 και εξηλθεν εκ του τοπου ου ην εκει και αι δυο νυμφαι αυτης μετ' αυτης και επορευοντο εν τη οδω του επιστρεψαι εις την γην ιουδα7 Elindult tehát arról a helyről, ahol jövevényként tartózkodott, mindkét menyével együtt. Útközben azonban, amikor már visszatérőben volt Júda földjére,
8 και ειπεν νωεμιν ταις νυμφαις αυτης πορευεσθε δη αποστραφητε εκαστη εις οικον μητρος αυτης ποιησαι κυριος μεθ' υμων ελεος καθως εποιησατε μετα των τεθνηκοτων και μετ' εμου8 mégis azt mondta nekik: »Menjetek vissza anyátok házába! Cselekedjen az Úr irgalmasságot veletek, amint ti is azt cselekedtetek a megholtakkal és velem!
9 δωη κυριος υμιν και ευροιτε αναπαυσιν εκαστη εν οικω ανδρος αυτης και κατεφιλησεν αυτας και επηραν την φωνην αυτων και εκλαυσαν9 Adja, hogy nyugalmat találjatok jövendő férjetek házában!« S azzal megcsókolta őket. Erre azok hangos sírásra fakadtak,
10 και ειπαν αυτη μετα σου επιστρεφομεν εις τον λαον σου10 és így szóltak: »Veled megyünk népedhez!«
11 και ειπεν νωεμιν επιστραφητε δη θυγατερες μου και ινα τι πορευεσθε μετ' εμου μη ετι μοι υιοι εν τη κοιλια μου και εσονται υμιν εις ανδρας11 Ő azonban ezt felelte nekik: »Térjetek vissza, lányaim, miért jönnétek velem? Ugyan vannak-e még gyermekek a méhemben, hogy férjeket remélhetnétek tőlem?
12 επιστραφητε δη θυγατερες μου διοτι γεγηρακα του μη ειναι ανδρι οτι ειπα οτι εστιν μοι υποστασις του γενηθηναι με ανδρι και τεξομαι υιους12 Térjetek vissza, lányaim, menjetek; én már vén vagyok, nem vagyok alkalmas a házasságra. Még ha ezen az éjszakán foganhatnék és fiakat szülhetnék is,
13 μη αυτους προσδεξεσθε εως ου αδρυνθωσιν η αυτοις κατασχεθησεσθε του μη γενεσθαι ανδρι μη δη θυγατερες μου οτι επικρανθη μοι υπερ υμας οτι εξηλθεν εν εμοι χειρ κυριου13 megvárhatnátok-e, amíg felnőnek, és az ifjúság esztendeit elérik? Ne tegyétek ezt, kérlek, lányaim, hiszen a ti nyomorúságtok engem még inkább bántana, és az Úr keze is ellenem fordult!«
14 και επηραν την φωνην αυτων και εκλαυσαν ετι και κατεφιλησεν ορφα την πενθεραν αυτης και επεστρεψεν εις τον λαον αυτης ρουθ δε ηκολουθησεν αυτη14 Erre azok ismét hangos sírásra fakadtak. Orfa ezután megcsókolta anyósát és visszatért, Rút azonban ragaszkodott anyósához.
15 και ειπεν νωεμιν προς ρουθ ιδου ανεστρεψεν η συννυμφος σου προς λαον αυτης και προς τους θεους αυτης επιστραφητι δη και συ οπισω της συννυμφου σου15 Noémi ekkor így szólt hozzá: »Íme, sógornőd visszatért népéhez és isteneihez, menj vele!«
16 ειπεν δε ρουθ μη απαντησαι εμοι του καταλιπειν σε η αποστρεψαι οπισθεν σου οτι συ οπου εαν πορευθης πορευσομαι και ου εαν αυλισθης αυλισθησομαι ο λαος σου λαος μου και ο θεος σου θεος μου16 Ő azonban ezt felelte: »Ne légy ellenemre azzal, hogy hagyjalak el és távozzam, mert ahova te mégy, oda megyek én is, s ahol te laksz, ott lakom én is. Néped az én népem, Istened az én Istenem.
17 και ου εαν αποθανης αποθανουμαι κακει ταφησομαι ταδε ποιησαι μοι κυριος και ταδε προσθειη οτι θανατος διαστελει ανα μεσον εμου και σου17 Azon a földön, amelyen te meghalsz, s amely téged befogad, ott haljak meg, s ott nyerjem el én is temetésem helyét. Úgy segítsen az Úr engem most és mindenkor, hogy egyedül csak a halál választ el engem és téged!«
18 ιδουσα δε νωεμιν οτι κραταιουται αυτη του πορευεσθαι μετ' αυτης εκοπασεν του λαλησαι προς αυτην ετι18 Amikor Noémi látta, hogy Rút eltökélt lélekkel feltette magában, hogy vele megy, nem akart ellenkezni, és nem akarta őt tovább rábeszélni, hogy térjen vissza övéihez.
19 επορευθησαν δε αμφοτεραι εως του παραγενεσθαι αυτας εις βαιθλεεμ και ηχησεν πασα η πολις επ' αυταις και ειπον αυτη εστιν νωεμιν19 Tovább mentek tehát együtt, és eljutottak Betlehembe. Amikor bementek a városba, hírük csakhamar eljutott mindenkihez, s az asszonyok azt mondogatták: »Ez az a Noémi!«
20 και ειπεν προς αυτας μη δη καλειτε με νωεμιν καλεσατε με πικραν οτι επικρανθη εν εμοι ο ικανος σφοδρα20 Ám ő azt kérte tőlük: »Ne hívjatok engem Noéminek (azaz Szépnek), hívjatok inkább Márának (vagyis Keserűnek), mert egészen eltöltött engem keserűséggel a Mindenható.
21 εγω πληρης επορευθην και κενην απεστρεψεν με ο κυριος και ινα τι καλειτε με νωεμιν και κυριος εταπεινωσεν με και ο ικανος εκακωσεν με21 Ép családdal mentem el, és elárvultan hozott vissza az Úr. Hogy hívhatnátok tehát Noéminek engem, akit az Úr megalázott, és a Mindenható megsanyargatott?«
22 και επεστρεψεν νωεμιν και ρουθ η μωαβιτις η νυμφη αυτης επιστρεφουσα εξ αγρου μωαβ αυται δε παρεγενηθησαν εις βαιθλεεμ εν αρχη θερισμου κριθων22 Eljött tehát Noémi, a moábi Rúttal, a menyével együtt, arról a földről, ahol jövevényként tartózkodott, és visszatért Betlehembe, éppen akkor, amikor aratni kezdték az árpát.