Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 15


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο μεθ' ημερας εν ημεραις θερισμου πυρων και επεσκεψατο σαμψων την γυναικα αυτου φερων εριφον αιγων και ειπεν εισελευσομαι προς την γυναικα μου εις τον κοιτωνα και ουκ αφηκεν αυτον ο πατηρ αυτης εισελθειν προς αυτην1 Bizonyos idő múltán azonban, amikor éppen a búzaaratás napjai közeledtek, elment Sámson, hogy meglátogassa feleségét, s vitt neki egy kecskegödölyét. De amikor szokása szerint be akart menni hálókamrájába, az asszony apja eltiltotta és azt mondta:
2 και ειπεν ο πατηρ αυτης ειπας ειπα οτι μισων εμισησας αυτην και εδωκα αυτην τω συνεταιρω σου ουκ ιδου η αδελφη αυτης η νεωτερα κρεισσων αυτης εστιν εστω δη σοι αντι αυτης2 »Azt hittem, hogy meggyűlölted, s azért odaadtam barátodnak. Van azonban neki egy nővére, aki fiatalabb és szebb nála, legyen az a feleséged helyette.«
3 και ειπεν αυτω σαμψων αθωος ειμι το απαξ απο των αλλοφυλων οτι εγω ποιω μεθ' υμων κακα3 Azt mondta neki Sámson: »Ettől a naptól kezdve nem érhet engem vád a filiszteusok részéről, ha rosszat teszek nektek.«
4 και επορευθη σαμψων και συνελαβεν τριακοσιας αλωπεκας και ελαβεν λαμπαδας και συνεδησεν κερκον προς κερκον και εθηκεν λαμπαδα μιαν ανα μεσον των δυο κερκων εν τω μεσω4 Azzal elment, összefogdosott háromszáz rókát, egymáshoz kötözte farkukat, csóvákat kötözött közéjük,
5 και εξηψεν πυρ εν ταις λαμπασιν και εξαπεστειλεν εις τα δραγματα των αλλοφυλων και ενεπυρισεν τους σταχυας και τα προτεθερισμενα απο στοιβης και εως εστωτος και εως αμπελωνος και ελαιας5 azokat tűzzel meggyújtotta, aztán elengedte őket, hogy fussanak szét mindenfelé. Azok legott belementek a filiszteusok vetésébe és felgyújtották, úgyhogy elégett a már összehordott gabona is, a még szárban álló is, sőt a szőlőket és az olajfakerteket is megemésztette a láng.
6 και ειπαν οι αλλοφυλοι τις εποιησεν ταυτα και ειπαν σαμψων ο γαμβρος του θαμναθαιου οτι ελαβεν την γυναικα αυτου και εδωκεν αυτην τω συνεταιρω αυτου και ανεβησαν οι αλλοφυλοι και ενεπυρισαν την οικιαν του πατρος αυτης και αυτην και τον πατερα αυτης εν πυρι6 Azt mondták erre a filiszteusok: »Ki tette ezt?« Azt mondták nekik: »Sámson, a tamnátai ember veje cselekedte, mert az elvette feleségét, s máshoz adta.« Felmentek erre a filiszteusok, s elégették az asszonyt is, az apját is.
7 και ειπεν αυτοις σαμψων εαν ποιησητε ουτως ουκ ευδοκησω αλλα την εκδικησιν μου εξ ενος και εκαστου υμων ποιησομαι7 Azt mondta nekik Sámson: »Ámbár ezt cselekedtétek, mégsem nyugszom mindaddig, amíg még egyszer bosszút nem állok rajtatok.«
8 και επαταξεν αυτους επι μηρον πληγην μεγαλην και κατεβη και κατωκει παρα τω χειμαρρω εν τω σπηλαιω ηταμ8 Meg is verte őket akkora veréssel, hogy rémületükben lábukat a hasuk alá húzták. Aztán lement, és Etám sziklabarlangjában telepedett meg.
9 και ανεβησαν οι αλλοφυλοι και παρενεβαλοσαν επι τον ιουδαν και εξερριφησαν εν λεχι9 Erre felvonultak a filiszteusok Júda földjére és tábort ütöttek azon a helyen, amelyet később Lechinek, azaz Állkapocsnak neveztek, s ott felállt a seregük.
10 και ειπαν αυτοις πας ανηρ ιουδα ινα τι ανεβητε εφ' ημας και ειπαν οι αλλοφυλοι δησαι τον σαμψων και ποιησαι αυτω ον τροπον εποιησεν ημιν10 Azt mondták ekkor nekik a Júda törzséből valók: »Miért jöttetek fel ellenünk?« Azok ezt felelték: »Azért jöttünk fel, hogy megkötözzük Sámsont, s visszafizessük neki, amit velünk művelt.«
11 και κατεβησαν τρεις χιλιαδες ανδρων εξ ιουδα επι την οπην της πετρας ηταμ και ειπαν προς σαμψων ουκ οιδας οτι αρχουσιν ημων οι αλλοφυλοι και ινα τι ταυτα εποιησας ημιν και ειπεν αυτοις σαμψων καθως εποιησαν ημιν ουτως εποιησα αυτοις11 Erre lement háromezer férfi Júdából Etám sziklabarlangjához, s azt mondták Sámsonnak: »Nem tudod, hogy a filiszteusok uralkodnak rajtunk? Miért művelted ezt?« Ő így felelt nekik: »Ahogy ők tettek velem, úgy tettem velük.«
12 και ειπαν αυτω του δησαι σε κατεβημεν και παραδουναι σε εις χειρας αλλοφυλων και ειπεν αυτοις σαμψων ομοσατε μοι μη αποκτειναι με υμεις και παραδοτε με αυτοις μηποτε απαντησητε υμεις εν εμοι12 Erre ők így szóltak: »Azért jöttünk, hogy megkötözzünk, s a filiszteusok kezébe adjunk.« Azt mondta nekik Sámson: »Esküdjetek meg, s ígérjétek meg nekem, hogy nem öltök meg engem.«
13 και ωμοσαν αυτω λεγοντες ουχι αλλα δεσμω δησομεν σε και παραδωσομεν σε εις χειρας αυτων θανατω δε ου θανατωσομεν σε και εδησαν αυτον δυο καλωδιοις καινοις και ανηγαγον αυτον εκ της πετρας13 Azok azt mondták: »Nem ölünk meg, csak megkötözünk és kiszolgáltatunk.« Meg is kötözték két új kötéllel, s felhozták Etám sziklájából.
14 και αυτος ηλθεν εως σιαγονος και οι αλλοφυλοι ηλαλαξαν εις απαντησιν αυτου και εδραμον εις συναντησιν αυτου και κατηυθυνεν επ' αυτον πνευμα κυριου και εγενοντο τα καλωδια τα εν τοις βραχιοσιν αυτου ωσει στιππυον ηνικα αν οσφρανθη πυρος και διελυθησαν οι δεσμοι απο των βραχιονων αυτου14 Amikor azonban ő az Állkapocs-helyére érkezett, s a filiszteusok ujjongva eléje jöttek, megszállta az Úr lelke, s úgy lemállottak s lefoszlottak róla a kötelek, amelyekkel megkötözték, mint ahogy szét szokott foszlani a len, amikor tűz éri.
15 και ευρεν σιαγονα ονου ερριμμενην εν τη οδω και εξετεινεν την χειρα αυτου και ελαβεν αυτην και επαταξεν εν αυτη χιλιους ανδρας15 Talált aztán egy ott heverő szamár állkapcsot, s azt felkapta és megölt vele ezer férfit.
16 και ειπεν σαμψων εν σιαγονι ονου εξαλειφων εξηλειψα αυτους οτι εν σιαγονι ονου επαταξα χιλιους ανδρας16 Erre így szólt: »Szamár állkapcsával, szamárcsikó állcsontjával Őket íme, eltöröltem, ezer embert leütöttem.«
17 και εγενετο ηνικα συνετελεσεν λαλων και ερριψεν την σιαγονα απο της χειρος αυτου και εκαλεσεν τον τοπον εκεινον αναιρεσις σιαγονος17 Amikor aztán befejezte ezt az éneket, elhajította kezéből az állcsontot, s elnevezte azt a helyet Rámát-Lechinek, ami annyit jelent, mint Állkapocs-magaslat.
18 και εδιψησεν σφοδρα και εβοησεν προς κυριον και ειπεν συ εδωκας εν χειρι του δουλου σου την σωτηριαν την μεγαλην ταυτην και νυν αποθανουμαι εν διψει και εμπεσουμαι εν χειρι των απεριτμητων18 Mivel igen megszomjazott, felkiáltott az Úrhoz és azt mondta: »Te adtad szolgád kezébe ezt a nagy győzelmet és diadalt: s íme, szomjan kell halnom, s a körülmetéletlenek kezébe jutnom.«
19 και ηνοιξεν ο θεος το τραυμα της σιαγονος και εξηλθεν εξ αυτου υδατα και επιεν και επεστρεψεν το πνευμα αυτου εν αυτω και ανεψυξεν δια τουτο εκληθη το ονομα αυτης πηγη επικλητος σιαγονος εως της ημερας ταυτης19 Erre az Úr megnyitotta a Zápfogat a Szamár-állkapcsában, s víz fakadt belőle. Amint ő ebből ivott, felüdült, s visszanyerte erejét. Ezért nevezik azt a helyet az Állkapocs mellől felkiáltó forrásának mind a mai napig.
20 και εκρινεν τον ισραηλ εν ημεραις αλλοφυλων ετη εικοσι20 Húsz esztendeig bíráskodott Izraelen a filiszteusok idejében.