Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΔΑΝΙΗΛ - Daniele - Daniel 8


font
LXXVULGATA
1 ετους τριτου βασιλευοντος βαλτασαρ ορασις ην ειδον εγω δανιηλ μετα το ιδειν με την πρωτην1 Anno tertio regni Baltassar regis, visio apparuit mihi. Ego Daniel, post id quod videram in principio,
2 και ειδον εν τω οραματι του ενυπνιου μου εμου οντος εν σουσοις τη πολει ητις εστιν εν ελυμαιδι χωρα ετι οντος μου προς τη πυλη αιλαμ2 vidi in visione mea, cum essem in Susis castro, quod est in Ælam regione : vidi autem in visione esse me super portam Ulai.
3 αναβλεψας ειδον κριον ενα μεγαν εστωτα απεναντι της πυλης και ειχε κερατα και το εν υψηλοτερον του ετερου και το υψηλοτερον ανεβαινε3 Et levavi oculus meos, et vidi : et ecce aries unus stabat ante paludem, habens cornua excelsa, et unum excelsius altero atque succrescens. Postea
4 μετα δε ταυτα ειδον τον κριον κερατιζοντα προς ανατολας και προς βορραν και προς δυσμας και μεσημβριαν και παντα τα θηρια ουκ εστησαν ενωπιον αυτου και ουκ ην ο ρυομενος εκ των χειρων αυτου και εποιει ως ηθελε και υψωθη4 vidi arietem cornibus ventilantem contra occidentem, et contra aquilonem, et contra meridiem, et omnes bestiæ non poterant resistere ei, neque liberari de manu ejus : fecitque secundum voluntatem suam, et magnificatus est.
5 και εγω διενοουμην και ιδου τραγος αιγων ηρχετο απο δυσμων επι προσωπου της γης και ουχ ηπτετο της γης και ην του τραγου κερας εν ανα μεσον των οφθαλμων αυτου5 Et ego intelligebam : ecce autem hircus caprarum veniebat ab occidente super faciem totius terræ, et non tangebat terram : porro hircus habebat cornu insigne inter oculos suos.
6 και ηλθεν επι τον κριον τον τα κερατα εχοντα ον ειδον εστωτα προς τη πυλη και εδραμε προς αυτον εν θυμω οργης6 Et venit usque ad arietem illum cornutum, quem videram stantem ante portam, et cucurrit ad eum in impetu fortitudinis suæ.
7 και ειδον αυτον προσαγοντα προς τον κριον και εθυμωθη επ' αυτον και επαταξε και συνετριψε τα δυο κερατα αυτου και ουκετι ην ισχυς εν τω κριω στηναι κατεναντι του τραγου και εσπαραξεν αυτον επι την γην και συνετριψεν αυτον και ουκ ην ο ρυομενος τον κριον απο του τραγου7 Cumque appropinquasset prope arietem, efferatus est in eum, et percussit arietem : et comminuit duo cornua ejus, et non poterat aries resistere ei : cumque eum misisset in terram, conculcavit, et nemo quibat liberare arietem de manu ejus.
8 και ο τραγος των αιγων κατισχυσε σφοδρα και οτε κατισχυσε συνετριβη αυτου το κερας το μεγα και ανεβη ετερα τεσσαρα κερατα κατοπισθεν αυτου εις τους τεσσαρας ανεμους του ουρανου8 Hircus autem caprarum magnus factus est nimis : cumque crevisset, fractum est cornu magnum, et orta sunt quatuor cornua subter illud per quatuor ventos cæli.
9 και εξ ενος αυτων ανεφυη κερας ισχυρον εν και κατισχυσε και επαταξεν επι μεσημβριαν και επ' ανατολας και επι βορραν9 De uno autem ex eis egressum est cornu unum modicum : et factum est grande contra meridiem, et contra orientem, et contra fortitudinem.
10 και υψωθη εως των αστερων του ουρανου και ερραχθη επι την γην απο των αστερων και απο αυτων κατεπατηθη10 Et magnificatum est usque ad fortitudinem cæli : et dejecit de fortitudine, et de stellis, et conculcavit eas.
11 εως ο αρχιστρατηγος ρυσεται την αιχμαλωσιαν και δι' αυτον τα ορη τα απ' αιωνος ερραχθη και εξηρθη ο τοπος αυτων και θυσια και εθηκεν αυτην εως χαμαι επι την γην και ευωδωθη και εγενηθη και το αγιον ερημωθησεται11 Et usque ad principem fortitudinis magnificatum est : et ab eo tulit juge sacrificium, et dejecit locum sanctificationis ejus.
12 και εγενηθησαν επι τη θυσια αι αμαρτιαι και ερριφη χαμαι η δικαιοσυνη και εποιησε και ευωδωθη12 Robur autem datum est ei contra juge sacrificium propter peccata : et prosternetur veritas in terra, et faciet, et prosperabitur.
13 και ηκουον ετερου αγιου λαλουντος και ειπεν ο ετερος τω φελμουνι τω λαλουντι εως τινος το οραμα στησεται και η θυσια η αρθεισα και η αμαρτια ερημωσεως η δοθεισα και τα αγια ερημωθησεται εις καταπατημα13 Et audivi unum de sanctis loquentem : et dixit unus sanctus alteri nescio cui loquenti : Usquequo visio, et juge sacrificium, et peccatum desolationis quæ facta est : et sanctuarium, et fortitudo conculcabitur ?
14 και ειπεν αυτω εως εσπερας και πρωι ημεραι δισχιλιαι τριακοσιαι και καθαρισθησεται το αγιον14 Et dixit ei : Usque ad vesperam et mane, dies duo millia trecenti : et mundabitur sanctuarium.
15 και εγενετο εν τω θεωρειν με εγω δανιηλ το οραμα εζητουν διανοηθηναι και ιδου εστη κατεναντιον μου ως ορασις ανθρωπου15 Factum est autem cum viderem ego Daniel visionem, et quærerem intelligentiam : ecce stetit in conspectu meo quasi species viri.
16 και ηκουσα φωνην ανθρωπου ανα μεσον του ουλαι και εκαλεσε και ειπεν γαβριηλ συνετισον εκεινον την ορασιν και αναβοησας ειπεν ο ανθρωπος επι το προσταγμα εκεινο η ορασις16 Et audivi vocem viri inter Ulai : et clamavit, et ait : Gabriel, fac intelligere istam visionem.
17 και ηλθε και εστη εχομενος μου της στασεως και εν τω ερχεσθαι αυτον εθορυβηθην και επεσα επι προσωπον μου και ειπεν μοι διανοηθητι υιε ανθρωπου ετι γαρ εις ωραν καιρου τουτο το οραμα17 Et venit, et stetit juxta ubi ego stabam : cumque venisset, pavens corrui in faciem meam : et ait ad me : Intellige, fili hominis, quoniam in tempore finis complebitur visio.
18 και λαλουντος αυτου μετ' εμου εκοιμηθην επι προσωπον χαμαι και αψαμενος μου ηγειρε με επι του τοπου18 Cumque loqueretur ad me, collapsus sum pronus in terram : et tetigit me, et statuit me in gradu meo,
19 και ειπε μοι ιδου εγω απαγγελλω σοι α εσται επ' εσχατου της οργης τοις υιοις του λαου σου ετι γαρ εις ωρας καιρου συντελειας μενει19 dixitque mihi : Ego ostendam tibi quæ futura sunt in novissimo maledictionis : quoniam habet tempus finem suum.
20 τον κριον ον ειδες τον εχοντα τα κερατα βασιλευς μηδων και περσων εστι20 Aries, quem vidisti habere cornua, rex Medorum est atque Persarum.
21 και ο τραγος των αιγων βασιλευς των ελληνων εστι και το κερας το μεγα το ανα μεσον των οφθαλμων αυτου αυτος ο βασιλευς ο πρωτος21 Porro hircus caprarum, rex Græcorum est ; et cornu grande, quod erat inter oculos ejus, ipse est rex primus.
22 και τα συντριβεντα και αναβαντα οπισω αυτου τεσσαρα κερατα τεσσαρες βασιλεις του εθνους αυτου αναστησονται ου κατα την ισχυν αυτου22 Quod autem fracto illo surrexerunt quatuor pro eo : quatuor reges de gente ejus consurgent, sed non in fortitudine ejus.
23 και επ' εσχατου της βασιλειας αυτων πληρουμενων των αμαρτιων αυτων αναστησεται βασιλευς αναιδης προσωπω διανοουμενος αινιγματα23 Et post regnum eorum, cum creverint iniquitates, consurget rex impudens facie, et intelligens propositiones ;
24 και στερεωθησεται η ισχυς αυτου και ουκ εν τη ισχυι αυτου και θαυμαστως φθερει και ευοδωθησεται και ποιησει και φθερει δυναστας και δημον αγιων24 et roborabitur fortitudo ejus, sed non in viribus suis : et supra quam credi potest, universa vastabit, et prosperabitur, et faciet. Et interficiet robustos, et populum sanctorum
25 και επι τους αγιους το διανοημα αυτου και ευοδωθησεται το ψευδος εν ταις χερσιν αυτου και η καρδια αυτου υψωθησεται και δολω αφανιει πολλους και επι απωλειας ανδρων στησεται και ποιησει συναγωγην χειρος και αποδωσεται25 secundum voluntatem suam, et dirigetur dolus in manu ejus : et cor suum magnificabit, et in copia rerum omnium occidet plurimos : et contra principem principum consurget, et sine manu conteretur.
26 το οραμα το εσπερας και πρωι ηυρεθη επ' αληθειας και νυν πεφραγμενον το οραμα ετι γαρ εις ημερας πολλας26 Et visio vespere et mane, quæ dicta est, vera est : tu ergo visionem signa, quia post multos dies erit.
27 εγω δανιηλ ασθενησας ημερας πολλας και αναστας επραγματευομην παλιν βασιλικα και εξελυομην επι τω οραματι και ουδεις ην ο διανοουμενος27 Et ego Daniel langui, et ægrotavi per dies : cumque surrexissem, faciebam opera regis, et stupebam ad visionem, et non erat qui interpretaretur.