Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 7


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 -1 Az ige, mely elhangzott Jeremiáshoz az Úrtól:
2 ακουσατε λογον κυριου πασα η ιουδαια2 »Állj az Úr házának kapujába, hirdesd ott ezt az igét, és mondd: Halljátok az Úr igéjét, egész Júda, akik beléptek ezeken a kapukon, hogy leboruljatok az Úr előtt!
3 ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ διορθωσατε τας οδους υμων και τα επιτηδευματα υμων και κατοικιω υμας εν τω τοπω τουτω3 Így szól a Seregek Ura, Izrael Istene: Jobbítsátok meg útjaitokat és tetteiteket, akkor megengedem, hogy ezen a helyen lakjatok!
4 μη πεποιθατε εφ' εαυτοις επι λογοις ψευδεσιν οτι το παραπαν ουκ ωφελησουσιν υμας λεγοντες ναος κυριου ναος κυριου εστιν4 Ne bízzatok az ilyen hazug szavakban: ‘Az Úr temploma, az Úr temploma, az Úr temploma ez!’
5 οτι εαν διορθουντες διορθωσητε τας οδους υμων και τα επιτηδευματα υμων και ποιουντες ποιησητε κρισιν ανα μεσον ανδρος και ανα μεσον του πλησιον αυτου5 Mert ha valóban megjobbítjátok útjaitokat és tetteiteket, ha valóban igazságot tesztek ember és társa között,
6 και προσηλυτον και ορφανον και χηραν μη καταδυναστευσητε και αιμα αθωον μη εκχεητε εν τω τοπω τουτω και οπισω θεων αλλοτριων μη πορευησθε εις κακον υμιν6 a jövevényt, az árvát és az özvegyet nem nyomjátok el, ártatlan vért nem ontotok ezen a helyen, sem más istenek után nem jártok a saját vesztetekre,
7 και κατοικιω υμας εν τω τοπω τουτω εν γη η εδωκα τοις πατρασιν υμων εξ αιωνος και εως αιωνος7 akkor megengedem, hogy ezen a helyen lakjatok, azon a földön, amelyet atyáitoknak adtam, öröktől fogva mindörökké.
8 ει δε υμεις πεποιθατε επι λογοις ψευδεσιν οθεν ουκ ωφεληθησεσθε8 Íme, ti a hazug szavakban bíztok, melyek nem használnak.
9 και φονευετε και μοιχασθε και κλεπτετε και ομνυετε επ' αδικω και εθυμιατε τη βααλ και επορευεσθε οπισω θεων αλλοτριων ων ουκ οιδατε του κακως ειναι υμιν9 Loptok, gyilkoltok, házasságot törtök, hamisan esküsztök, Baálnak tömjéneztek, és más istenek után jártok, akiket nem ismertek;
10 και ηλθετε και εστητε ενωπιον εμου εν τω οικω ου επικεκληται το ονομα μου επ' αυτω και ειπατε απεσχημεθα του μη ποιειν παντα τα βδελυγματα ταυτα10 azután pedig eljöttök, és megálltok színem előtt ebben a házban, mely az én nevemet viseli, és így szóltok: ‘Megmenekültünk’, hogy elkövethessétek mindezeket az undokságokat?
11 μη σπηλαιον ληστων ο οικος μου ου επικεκληται το ονομα μου επ' αυτω εκει ενωπιον υμων και εγω ιδου εωρακα λεγει κυριος11 Vajon rablók barlangjává lett szemetekben ez a ház, mely az én nevemet viseli? Íme, én is láttam, – mondja az Úr. –
12 οτι πορευθητε εις τον τοπον μου τον εν σηλωμ ου κατεσκηνωσα το ονομα μου εκει εμπροσθεν και ιδετε α εποιησα αυτω απο προσωπου κακιας λαου μου ισραηλ12 Mert menjetek csak el az én helyemre Sílóba, ahol először lakást készítettem nevemnek, és nézzétek meg, mit tettem vele népemnek, Izraelnek gonoszsága miatt!
13 και νυν ανθ' ων εποιησατε παντα τα εργα ταυτα και ελαλησα προς υμας και ουκ ηκουσατε μου και εκαλεσα υμας και ουκ απεκριθητε13 Most pedig, mivel elkövettétek mindezeket a tetteket – mondja az Úr –, bár szóltam hozzátok, idejekorán szóltam, de nem hallottátok meg, szólítottalak titeket, de nem válaszoltatok,
14 και ποιησω τω οικω τουτω ω επικεκληται το ονομα μου επ' αυτω εφ' ω υμεις πεποιθατε επ' αυτω και τω τοπω ω εδωκα υμιν και τοις πατρασιν υμων καθως εποιησα τη σηλωμ14 ezért úgy fogok tenni a házzal, mely az én nevemet viseli, melyben ti bizakodtok, és a hellyel, melyet nektek és atyáitoknak adtam, ahogyan Sílóval tettem.
15 και απορριψω υμας απο προσωπου μου καθως απερριψα τους αδελφους υμων παν το σπερμα εφραιμ15 Elvetlek titeket színem elől, amint elvetettem valamennyi testvéreteket, Efraim minden ivadékát.
16 και συ μη προσευχου περι του λαου τουτου και μη αξιου του ελεηθηναι αυτους και μη ευχου και μη προσελθης μοι περι αυτων οτι ουκ εισακουσομαι16 Te pedig ne imádkozz ezért a népért, ne mondj értük esdeklő imádságot, és ne kérlelj engem, mert nem hallgatlak meg!
17 η ουχ ορας τι αυτοι ποιουσιν εν ταις πολεσιν ιουδα και εν ταις οδοις ιερουσαλημ17 Nem látod, mit tesznek Júda városaiban és Jeruzsálem utcáin?
18 οι υιοι αυτων συλλεγουσιν ξυλα και οι πατερες αυτων καιουσι πυρ και αι γυναικες αυτων τριβουσιν σταις του ποιησαι χαυωνας τη στρατια του ουρανου και εσπεισαν σπονδας θεοις αλλοτριοις ινα παροργισωσιν με18 A fiak fát szedegetnek, az apák tüzet gyújtanak, az asszonyok pedig tésztát gyúrnak, hogy áldozati kalácsokat készítsenek az ég királynőjének; és italáldozatot mutatnak be más isteneknek, hogy engem bosszantsanak.
19 μη εμε αυτοι παροργιζουσιν λεγει κυριος ουχι εαυτους οπως καταισχυνθη τα προσωπα αυτων19 Vajon engem bosszantanak? – mondja az Úr. – Nem inkább magukat, arcuk szégyenére?
20 δια τουτο ταδε λεγει κυριος ιδου οργη και θυμος μου χειται επι τον τοπον τουτον και επι τους ανθρωπους και επι τα κτηνη και επι παν ξυλον του αγρου αυτων και επι παντα τα γενηματα της γης και καυθησεται και ου σβεσθησεται20 Ezért így szól az Úristen: Íme, haragom és indulatom kiárad erre a helyre, az emberekre és az állatokra, a mező fáira és a föld gyümölcseire; lángolni fog, és nem alszik ki.
21 ταδε λεγει κυριος τα ολοκαυτωματα υμων συναγαγετε μετα των θυσιων υμων και φαγετε κρεα21 Így szól a Seregek Ura, Izrael Istene: Égőáldozataitokat tegyétek hozzá véresáldozataitokhoz, és egyétek meg a húst!
22 οτι ουκ ελαλησα προς τους πατερας υμων και ουκ ενετειλαμην αυτοις εν ημερα η ανηγαγον αυτους εκ γης αιγυπτου περι ολοκαυτωματων και θυσιας22 Mert nem beszéltem atyáitoknak és nem adtam parancsot nekik égő- és véresáldozatról azon a napon, amelyen kihoztam őket Egyiptom földjéről;
23 αλλ' η το ρημα τουτο ενετειλαμην αυτοις λεγων ακουσατε της φωνης μου και εσομαι υμιν εις θεον και υμεις εσεσθε μοι εις λαον και πορευεσθε εν πασαις ταις οδοις μου αις αν εντειλωμαι υμιν οπως αν ευ η υμιν23 hanem ezt a parancsot adtam nekik: Hallgassatok szavamra, akkor Istenetek leszek, ti pedig az én népem lesztek! Járjatok mindig azon az úton, amelyet parancsolok nektek, hogy jó dolgotok legyen!
24 και ουκ ηκουσαν μου και ου προσεσχεν το ους αυτων αλλ' επορευθησαν εν τοις ενθυμημασιν της καρδιας αυτων της κακης και εγενηθησαν εις τα οπισθεν και ουκ εις τα εμπροσθεν24 De nem hallgatták meg, és nem hajtották ide fülüket, hanem gonosz szívük megátalkodottságában annak tanácsai szerint jártak; hátukat fordították felém, nem pedig arcukat.
25 αφ' ης ημερας εξηλθοσαν οι πατερες αυτων εκ γης αιγυπτου και εως της ημερας ταυτης και εξαπεστειλα προς υμας παντας τους δουλους μου τους προφητας ημερας και ορθρου και απεστειλα25 Attól a naptól fogva, amelyen kijöttek atyáitok Egyiptom földjéről, mind a mai napig küldtem hozzátok valamennyi szolgámat, a prófétákat; nap mint nap, idejekorán küldtem.
26 και ουκ ηκουσαν μου και ου προσεσχεν το ους αυτων και εσκληρυναν τον τραχηλον αυτων υπερ τους πατερας αυτων26 De nem hallgattak rám, és nem hajtották ide fülüket, hanem megkeményítették nyakukat, és még gonoszabbul cselekedtek, mint atyáik.
27 ,27-28 και ερεις αυτοις τον λογον τουτον τουτο το εθνος ο ουκ ηκουσεν της φωνης κυριου ουδε εδεξατο παιδειαν εξελιπεν η πιστις εκ στοματος αυτων27 Ha elmondod nekik mindezeket az igéket, nem fognak rád hallgatni; ha szólítod őket, nem fognak válaszolni neked.
28 ,27-2828 Azért mondd nekik: Ez az a nemzet, mely nem hallgatott az Úrnak, az ő Istenének szavára, és nem fogadta meg az intelmet. Elveszett a hűség, eltűnt a szájukból.
29 κειραι την κεφαλην σου και απορριπτε και αναλαβε επι χειλεων θρηνον οτι απεδοκιμασεν κυριος και απωσατο την γενεαν την ποιουσαν ταυτα29 Nyírd le hajkoronádat, és dobd el, kezdj siratódalba a kopár halmokon, mert elvetette az Úr és eltaszította a nemzedéket, melyre megharagudott!
30 οτι εποιησαν οι υιοι ιουδα το πονηρον εναντιον εμου λεγει κυριος εταξαν τα βδελυγματα αυτων εν τω οικω ου επικεκληται το ονομα μου επ' αυτον του μιαναι αυτον30 Mert olyat tettek Júda fiai, ami rossz a szememben, – mondja az Úr. – Undokságaikat abban a házban helyezték el, mely az én nevemet viseli, hogy tisztátalanná tegyék azt.
31 και ωκοδομησαν τον βωμον του ταφεθ ος εστιν εν φαραγγι υιου εννομ του κατακαιειν τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων εν πυρι ο ουκ ενετειλαμην αυτοις και ου διενοηθην εν τη καρδια μου31 Fölépítették a Tófet magaslatait, mely Ben-Hinnom völgyében van, hogy tűzben égessék el fiaikat és leányaikat, amit nem parancsoltam, és eszembe sem jutott.
32 δια τουτο ιδου ημεραι ερχονται λεγει κυριος και ουκ ερουσιν ετι βωμος του ταφεθ και φαραγξ υιου εννομ αλλ' η φαραγξ των ανηρημενων και θαψουσιν εν τω ταφεθ δια το μη υπαρχειν τοπον32 Azért íme, jönnek napok – mondja az Úr –, amikor nem beszélnek többé a Tófetről és Ben-Hinnom völgyéről, hanem az Öldöklés völgyéről, és temetni fognak a Tófetben, mert nem lesz más hely.
33 και εσονται οι νεκροι του λαου τουτου εις βρωσιν τοις πετεινοις του ουρανου και τοις θηριοις της γης και ουκ εσται ο αποσοβων33 Ennek a népnek holtteste eledelül fog szolgálni az ég madarainak és a föld állatainak, s nem lesz, aki elriassza őket.
34 και καταλυσω εκ πολεων ιουδα και εκ διοδων ιερουσαλημ φωνην ευφραινομενων και φωνην χαιροντων φωνην νυμφιου και φωνην νυμφης οτι εις ερημωσιν εσται πασα η γη34 Akkor eltüntetem Júda városaiból és Jeruzsálem utcáiról az öröm hangját és a vidámság hangját, a vőlegény hangját és a menyasszony hangját, mert rommá lesz az ország.«