Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 20


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ηκουσεν πασχωρ υιος εμμηρ ο ιερευς και ουτος ην καθεσταμενος ηγουμενος οικου κυριου του ιερεμιου προφητευοντος τους λογους τουτους1 Meghallotta Fássúr pap, Immer fia, aki főfelügyelő volt az Úr házában, hogy Jeremiás ezeket az igéket prófétálta.
2 και επαταξεν αυτον και ενεβαλεν αυτον εις τον καταρρακτην ος ην εν πυλη οικου αποτεταγμενου του υπερωου ος ην εν οικω κυριου2 Ezért megverette Fássúr Jeremiás prófétát, és kalodába záratta, amely a felső Benjamin-kapuban volt az Úr házában.
3 και εξηγαγεν πασχωρ τον ιερεμιαν εκ του καταρρακτου και ειπεν αυτω ιερεμιας ουχι πασχωρ εκαλεσεν κυριος το ονομα σου αλλ' η μετοικον3 Történt pedig másnap, hogy kiengedte Fássúr Jeremiást a kalodából. Ekkor így szólt hozzá Jeremiás: »Nem Fássúrnak hívta nevedet az Úr, hanem így: Rettenet mindenfelől.
4 διοτι ταδε λεγει κυριος ιδου εγω διδωμι σε εις μετοικιαν συν πασι τοις φιλοις σου και πεσουνται εν μαχαιρα εχθρων αυτων και οι οφθαλμοι σου οψονται και σε και παντα ιουδαν δωσω εις χειρας βασιλεως βαβυλωνος και μετοικιουσιν αυτους και κατακοψουσιν αυτους εν μαχαιραις4 Mert így szól az Úr: Íme, én téged rettenetté teszlek önmagad és minden barátod számára: elesnek majd ellenségeik kardja által, és szemed látni fogja. Egész Júdát Babilon királyának kezébe adom, aki majd fogságba viszi Babilonba, vagy karddal sújtja őket.
5 και δωσω την πασαν ισχυν της πολεως ταυτης και παντας τους πονους αυτης και παντας τους θησαυρους του βασιλεως ιουδα εις χειρας εχθρων αυτου και αξουσιν αυτους εις βαβυλωνα5 Odaadom ennek a városnak minden vagyonát, minden szerzeményét és minden drágaságát; Júda királyainak minden kincsét ellenségeik kezébe adom, elrabolják, elveszik és elviszik azokat Babilonba.
6 και συ και παντες οι κατοικουντες εν τω οικω σου πορευσεσθε εν αιχμαλωσια και εν βαβυλωνι αποθανη και εκει ταφηση συ και παντες οι φιλοι σου οις επροφητευσας αυτοις ψευδη6 Te pedig, Fássúr, és házadnak minden lakója, fogságba mentek; Babilonba mégy, ott halsz meg, és ott temetnek el téged és minden barátodat, akiknek hazugságot prófétáltál.«
7 ηπατησας με κυριε και ηπατηθην εκρατησας και ηδυνασθης εγενομην εις γελωτα πασαν ημεραν διετελεσα μυκτηριζομενος7 Rászedtél, Uram, és hagytam, hogy rászedj! Erősebb voltál nálam, és győztél! Nevetség tárgya lettem egész nap, mindenki gúnyolódik rajtam.
8 οτι πικρω λογω μου γελασομαι αθεσιαν και ταλαιπωριαν επικαλεσομαι οτι εγενηθη λογος κυριου εις ονειδισμον εμοι και εις χλευασμον πασαν ημεραν μου8 Mert ahányszor csak beszélek, kiáltoznom kell, erőszakot és elnyomást kiáltanom; mert az Úr igéje gyalázatomra lett, és csúfságomra egész nap.
9 και ειπα ου μη ονομασω το ονομα κυριου και ου μη λαλησω ετι επι τω ονοματι αυτου και εγενετο ως πυρ καιομενον φλεγον εν τοις οστεοις μου και παρειμαι παντοθεν και ου δυναμαι φερειν9 Azt mondtam: »Nem törődöm vele, és nem beszélek többé az ő nevében.« De olyan lett szívemben, mint égő tűz, bezárva csontjaimba; és hiába erőlködtem, hogy magamban tartsam, nem győzöm.
10 οτι ηκουσα ψογον πολλων συναθροιζομενων κυκλοθεν επισυστητε και επισυστωμεν αυτω παντες ανδρες φιλοι αυτου τηρησατε την επινοιαν αυτου ει απατηθησεται και δυνησομεθα αυτω και λημψομεθα την εκδικησιν ημων εξ αυτου10 Mert hallottam sokak rágalmát, rettenetet mindenfelől: »Jelentsétek! Jelentsük fel őt!« Akik barátságban voltak velem, mind bukásomat lesik: »Hátha rá lehet szedni, legyőzhetjük, és bosszút állhatunk rajta!«
11 και κυριος μετ' εμου καθως μαχητης ισχυων δια τουτο εδιωξαν και νοησαι ουκ ηδυναντο ησχυνθησαν σφοδρα οτι ουκ ενοησαν ατιμιας αυτων αι δι' αιωνος ουκ επιλησθησονται11 De az Úr velem van, mint hatalmas hős, ezért üldözőim elbuknak, és nem győznek; nagyon megszégyenülnek, mert nem járnak sikerrel, örök gyalázatuk nem megy feledésbe.
12 κυριε δοκιμαζων δικαια συνιων νεφρους και καρδιας ιδοιμι την παρα σου εκδικησιν εν αυτοις οτι προς σε απεκαλυψα τα απολογηματα μου12 Seregek Ura, aki megvizsgálod az igazat, aki látod a veséket és a szívet, hadd lássam bosszúdat rajtuk, mert eléd tártam ügyemet!
13 ασατε τω κυριω αινεσατε αυτω οτι εξειλατο ψυχην πενητος εκ χειρος πονηρευομενων13 Énekeljetek az Úrnak, dicsérjétek az Urat, mert megmentette a szegény lelkét a gonosztevők kezéből!
14 επικαταρατος η ημερα εν η ετεχθην εν αυτη η ημερα εν η ετεκεν με η μητηρ μου μη εστω επευκτη14 Átkozott az a nap, amelyen születtem! Az a nap, amelyen szült engem anyám, ne legyen áldott!
15 επικαταρατος ο ανθρωπος ο ευαγγελισαμενος τω πατρι μου λεγων ετεχθη σοι αρσεν ευφραινομενος15 Átkozott az a férfi, aki az örömhírt vitte apámnak: »Fiúgyermeked született«, és nagy örömet szerzett neki!
16 εστω ο ανθρωπος εκεινος ως αι πολεις ας κατεστρεψεν κυριος εν θυμω και ου μετεμεληθη ακουσατω κραυγης το πρωι και αλαλαγμου μεσημβριας16 Legyen olyan az a férfi, mint a városok, amelyeket feldúlt az Úr, és nem bánta meg; halljon jajkiáltást reggel, és harci riadót délidőben!
17 οτι ουκ απεκτεινεν με εν μητρα μητρος και εγενετο μοι η μητηρ μου ταφος μου και η μητρα συλλημψεως αιωνιας17 Mert nem ölt meg engem az anyaméhben, hogy anyám lett volna a sírom, és méhe örökre terhes volna!
18 ινα τι τουτο εξηλθον εκ μητρας του βλεπειν κοπους και πονους και διετελεσαν εν αισχυνη αι ημεραι μου18 Miért jöttem ki az anyaméhből? Hogy nyomorúságot és bánatot lássak, és szégyenben múljanak el napjaim?