Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 8


font
LXXVULGATA
1 και ειπεν κυριος προς με λαβε σεαυτω τομον καινου μεγαλου και γραψον εις αυτον γραφιδι ανθρωπου του οξεως προνομην ποιησαι σκυλων παρεστιν γαρ1 Et dixit Dominus ad me : Sume tibi librum grandem, et scribe in eo stylo hominis : Velociter spolia detrahe, cito prædare.
2 και μαρτυρας μοι ποιησον πιστους ανθρωπους τον ουριαν και τον ζαχαριαν υιον βαραχιου2 Et adhibui mihi testes fideles, Uriam sacerdotem, et Zachariam, filium Barachiæ :
3 και προσηλθον προς την προφητιν και εν γαστρι ελαβεν και ετεκεν υιον και ειπεν κυριος μοι καλεσον το ονομα αυτου ταχεως σκυλευσον οξεως προνομευσον3 et accessi ad prophetissam, et concepit, et peperit filium. Et dixit Dominus ad me : Voca nomen ejus : Accelera spolia detrahere ; Festina prædari :
4 διοτι πριν η γνωναι το παιδιον καλειν πατερα η μητερα λημψεται δυναμιν δαμασκου και τα σκυλα σαμαρειας εναντι βασιλεως ασσυριων4 quia antequam sciat puer vocare patrem suum et matrem suam, auferetur fortitudo Damasci, et spolia Samariæ, coram rege Assyriorum.
5 και προσεθετο κυριος λαλησαι μοι ετι5 Et adjecit Dominus loqui ad me adhuc, dicens :
6 δια το μη βουλεσθαι τον λαον τουτον το υδωρ του σιλωαμ το πορευομενον ησυχη αλλα βουλεσθαι εχειν τον ραασσων και τον υιον ρομελιου βασιλεα εφ' υμων6 Pro eo quod abjecit populus iste
aquas Siloë, quæ vadunt cum silentio,
et assumpsit magis Rasin,
et filium Romeliæ :
7 δια τουτο ιδου αναγει κυριος εφ' υμας το υδωρ του ποταμου το ισχυρον και το πολυ τον βασιλεα των ασσυριων και την δοξαν αυτου και αναβησεται επι πασαν φαραγγα υμων και περιπατησει επι παν τειχος υμων7 propter hoc ecce Dominus adducet super eos
aquas fluminis fortes et multas,
regem Assyriorum, et omnem gloriam ejus,
et ascendet super omnes rivos ejus,
et fluet super universas ripas ejus ;
8 και αφελει απο της ιουδαιας ανθρωπον ος δυνησεται κεφαλην αραι η δυνατον συντελεσασθαι τι και εσται η παρεμβολη αυτου ωστε πληρωσαι το πλατος της χωρας σου μεθ' ημων ο θεος8 et ibit per Judam, inundans, et transiens :
usque ad collum veniet.
Et erit extensio alarum ejus
implens latitudinem terræ tuæ, o Emmanuel !
9 γνωτε εθνη και ηττασθε επακουσατε εως εσχατου της γης ισχυκοτες ηττασθε εαν γαρ παλιν ισχυσητε παλιν ηττηθησεσθε9 Congregamini, populi, et vincimini ;
et audite, universæ procul terræ :
confortamini, et vincimini ;
accingite vos, et vincimini.
10 και ην αν βουλευσησθε βουλην διασκεδασει κυριος και λογον ον εαν λαλησητε ου μη εμμεινη υμιν οτι μεθ' ημων κυριος ο θεος10 Inite consilium, et dissipabitur ;
loquimini verbum, et non fiet :
quia nobiscum Deus.
11 ουτως λεγει κυριος τη ισχυρα χειρι απειθουσιν τη πορεια της οδου του λαου τουτου λεγοντες11 Hæc enim ait Dominus ad me : Sicut in manu forti erudivit me,
ne irem in via populi hujus, dicens :
12 μηποτε ειπητε σκληρον παν γαρ ο εαν ειπη ο λαος ουτος σκληρον εστιν τον δε φοβον αυτου ου μη φοβηθητε ουδε μη ταραχθητε12 Non dicatis : Conjuratio ;
omnia enim quæ loquitur populus iste, conjuratio est :
et timorem ejus ne timeatis, neque paveatis.
13 κυριον αυτον αγιασατε και αυτος εσται σου φοβος13 Dominum exercituum ipsum sanctificate ;
ipse pavor vester, et ipse terror vester :
14 και εαν επ' αυτω πεποιθως ης εσται σοι εις αγιασμα και ουχ ως λιθου προσκομματι συναντησεσθε αυτω ουδε ως πετρας πτωματι ο δε οικος ιακωβ εν παγιδι και εν κοιλασματι εγκαθημενοι εν ιερουσαλημ14 et erit vobis in sanctificationem ;
in lapidem autem offensionis, et in petram scandali,
duabus domibus Israël ;
in laqueum et in ruinam habitantibus Jerusalem.
15 δια τουτο αδυνατησουσιν εν αυτοις πολλοι και πεσουνται και συντριβησονται και εγγιουσιν και αλωσονται ανθρωποι εν ασφαλεια οντες15 Et offendent ex eis plurimi,
et cadent, et conterentur,
et irretientur, et capientur.
16 τοτε φανεροι εσονται οι σφραγιζομενοι τον νομον του μη μαθειν16 Liga testimonium,
signa legem in discipulis meis.
17 και ερει μενω τον θεον τον αποστρεψαντα το προσωπον αυτου απο του οικου ιακωβ και πεποιθως εσομαι επ' αυτω17 Et exspectabo Dominum qui abscondit faciem suam
a domo Jacob, et præstolabor eum.
18 ιδου εγω και τα παιδια α μοι εδωκεν ο θεος και εσται εις σημεια και τερατα εν τω οικω ισραηλ παρα κυριου σαβαωθ ος κατοικει εν τω ορει σιων18 Ecce ego et pueri mei quos dedit mihi Dominus
in signum, et in portentum Israël
a Domino exercituum,
qui habitat in monte Sion :
19 και εαν ειπωσιν προς υμας ζητησατε τους απο της γης φωνουντας και τους εγγαστριμυθους τους κενολογουντας οι εκ της κοιλιας φωνουσιν ουκ εθνος προς θεον αυτου τι εκζητουσιν περι των ζωντων τους νεκρους19 et cum dixerint ad vos :
Quærite a pythonibus
et a divinis qui strident in incantationibus suis :
numquid non populus a Deo suo requiret,
pro vivis a mortuis ?
20 νομον γαρ εις βοηθειαν εδωκεν ινα ειπωσιν ουχ ως το ρημα τουτο περι ου ουκ εστιν δωρα δουναι περι αυτου20 ad legem magis et ad testimonium.
Quod si non dixerint juxta verbum hoc,
non erit eis matutina lux.
21 και ηξει εφ' υμας σκληρα λιμος και εσται ως αν πεινασητε λυπηθησεσθε και κακως ερειτε τον αρχοντα και τα παταχρα και αναβλεψονται εις τον ουρανον ανω21 Et transibit per eam, corruet, et esuriet ;
et cum esurierit, irascetur.
Et maledicet regi suo, et Deo suo,
et suscipiet sursum,
22 και εις την γην κατω εμβλεψονται και ιδου θλιψις και στενοχωρια και σκοτος απορια στενη και σκοτος ωστε μη βλεπειν22 et ad terram intuebitur ;
et ecce tribulatio et tenebræ,
dissolutio et angustia,
et caligo persequens,
et non poterit avolare de angustia sua.
23 και ουκ απορηθησεται ο εν στενοχωρια ων εως καιρου τουτο πρωτον ποιει ταχυ ποιει χωρα ζαβουλων η γη νεφθαλιμ οδον θαλασσης και οι λοιποι οι την παραλιαν κατοικουντες και περαν του ιορδανου γαλιλαια των εθνων τα μερη της ιουδαιας