1 ακουσατε ταυτα οικος ιακωβ οι κεκλημενοι τω ονοματι ισραηλ και οι εξ ιουδα εξελθοντες οι ομνυοντες τω ονοματι κυριου θεου ισραηλ μιμνησκομενοι ου μετα αληθειας ουδε μετα δικαιοσυνης | 1 Halljátok ezt, Jákob háza, akik Izrael nevét viselitek, és Júda bensejéből származtok; akik az Úr nevére esküsztök, és Izrael Istenét emlegetitek, de nem hűségben és nem igazságban! |
2 και αντεχομενοι τω ονοματι της πολεως της αγιας και επι τω θεω του ισραηλ αντιστηριζομενοι κυριος σαβαωθ ονομα αυτω | 2 Bizony, a szent városról kapták nevüket, és Izrael Istenére támaszkodnak: Seregek Ura az ő neve. |
3 τα προτερα ετι ανηγγειλα και εκ του στοματος μου εξηλθεν και ακουστον εγενετο εξαπινα εποιησα και επηλθεν | 3 A korábbi dolgokat régóta hirdettem, számból jöttek ki, és tudattam azokat; egy szempillantás alatt megtettem, és bekövetkeztek. |
4 γινωσκω εγω οτι σκληρος ει και νευρον σιδηρουν ο τραχηλος σου και το μετωπον σου χαλκουν | 4 Mert tudtam, hogy megátalkodott vagy, vasinakból van a nyakad, és a homlokod ércből, |
5 και ανηγγειλα σοι παλαι πριν ελθειν επι σε ακουστον σοι εποιησα μη ειπης οτι τα ειδωλα μου εποιησαν και μη ειπης οτι τα γλυπτα και τα χωνευτα ενετειλατο μοι | 5 ezért hirdettem neked régóta, mielőtt bekövetkezett, tudattam veled, hogy ne mondhasd: »Bálványom tette ezeket, faragott és öntött szobrom parancsolta meg.« |
6 ηκουσατε παντα και υμεις ουκ εγνωτε αλλα και ακουστα σοι εποιησα τα καινα απο του νυν α μελλει γινεσθαι και ουκ ειπας | 6 Amit hallottál, lásd mindazt! És ti nem hirdetitek? Mostantól fogva új dolgokat tudatok veled, és elrejtett dolgokat, melyeket nem ismersz. |
7 νυν γινεται και ου παλαι και ου προτεραις ημεραις ηκουσας αυτα μη ειπης οτι ναι γινωσκω αυτα | 7 Most teremtettem őket, nem régen, és a napjuk előtt nem hallottál róluk, hogy ne mondhasd: »Íme, ismertem őket.« |
8 ουτε εγνως ουτε ηπιστω ουτε απ' αρχης ηνοιξα σου τα ωτα εγνων γαρ οτι αθετων αθετησεις και ανομος ετι εκ κοιλιας κληθηση | 8 Nem is hallottad, nem is ismerted, füled sem nyílt meg előbb; mert tudom, hogy nagyon hűtlen vagy, és lázadónak hívnak az anyaméhtől fogva. |
9 ενεκεν του εμου ονοματος δειξω σοι τον θυμον μου και τα ενδοξα μου επαξω επι σοι ινα μη εξολεθρευσω σε | 9 Nevemért türtőztetem haragomat, és dicsőségemért megfékezem irántad, hogy ne pusztítsalak el. |
10 ιδου πεπρακα σε ουχ ενεκεν αργυριου εξειλαμην δε σε εκ καμινου πτωχειας | 10 Íme, kiégettelek, de nem mint ezüstöt, megpróbáltalak a nyomorúság kohójában. |
11 ενεκεν εμου ποιησω σοι οτι το εμον ονομα βεβηλουται και την δοξαν μου ετερω ου δωσω | 11 Önmagamért, magamért cselekszem, mert hogyan engedhetném, hogy gyalázzanak? És dicsőségemet másnak nem adom! |
12 ακουε μου ιακωβ και ισραηλ ον εγω καλω εγω ειμι πρωτος και εγω ειμι εις τον αιωνα | 12 Hallgass rám, Jákob, és Izrael, akit elhívtam! Én magam, én vagyok az első, és én vagyok az utolsó is. |
13 και η χειρ μου εθεμελιωσεν την γην και η δεξια μου εστερεωσεν τον ουρανον καλεσω αυτους και στησονται αμα | 13 Igen, az én kezem alapozta meg a földet, és jobbom terjesztette ki az eget; ha szólítom őket, előállnak együtt. |
14 και συναχθησονται παντες και ακουσονται τις αυτοις ανηγγειλεν ταυτα αγαπων σε εποιησα το θελημα σου επι βαβυλωνα του αραι σπερμα χαλδαιων | 14 Gyűljetek össze mindnyájan, és halljátok! Ki hirdette közülük ezeket? Akit az Úr szeret, végrehajtja akaratát Babilonon, és karja a káldeaiakon. |
15 εγω ελαλησα εγω εκαλεσα ηγαγον αυτον και ευοδωσα την οδον αυτου | 15 Én, én szóltam, és hívtam el őt, elhoztam őt, és sikerrel jár útján. |
16 προσαγαγετε προς με και ακουσατε ταυτα ουκ απ' αρχης εν κρυφη ελαλησα ουδε εν τοπω γης σκοτεινω ηνικα εγενετο εκει ημην και νυν κυριος απεσταλκεν με και το πνευμα αυτου | 16 Jöjjetek közel hozzám, halljátok ezt! Nem szóltam a rejtekben kezdettől fogva, attól az időtől, hogy ez történik, én ott vagyok. Most pedig az Úristen küldött el engem, és az ő lelke. |
17 ουτως λεγει κυριος ο ρυσαμενος σε ο αγιος ισραηλ εγω ειμι ο θεος σου δεδειχα σοι του ευρειν σε την οδον εν η πορευση εν αυτη | 17 Így szól az Úr, a te megváltód, Izrael Szentje: Én vagyok az Úr, a te Istened, aki tanítalak téged, hogy hasznodra váljék, aki vezetlek az úton, amelyen járnod kell. |
18 και ει ηκουσας των εντολων μου εγενετο αν ωσει ποταμος η ειρηνη σου και η δικαιοσυνη σου ως κυμα θαλασσης | 18 Ha figyeltél volna parancsaimra, olyan volna békességed, mint a folyam, és igazságod, mint a tenger hullámai; |
19 και εγενετο αν ως η αμμος το σπερμα σου και τα εκγονα της κοιλιας σου ως ο χους της γης ουδε νυν ου μη εξολεθρευθης ουδε απολειται το ονομα σου ενωπιον μου | 19 ivadékod annyi volna, mint a föveny, és méhed sarja annyi, mint homokszemei; nem veszne ki és nem tűnne el neve színem elől. |
20 εξελθε εκ βαβυλωνος φευγων απο των χαλδαιων φωνην ευφροσυνης αναγγειλατε και ακουστον γενεσθω τουτο απαγγειλατε εως εσχατου της γης λεγετε ερρυσατο κυριος τον δουλον αυτου ιακωβ | 20 Menjetek ki Babilonból, meneküljetek a káldeaiak közül! Ujjongó hangon hirdessétek, adjátok tudtul ezt, terjesszétek el a föld végéig! Mondjátok: »Megváltotta az Úr szolgáját, Jákobot!« |
21 και εαν διψησωσιν δι' ερημου αξει αυτους υδωρ εκ πετρας εξαξει αυτοις σχισθησεται πετρα και ρυησεται υδωρ και πιεται ο λαος μου | 21 Nem szomjaztak, amikor a pusztában vezette őket, kősziklából fakasztott vizet nekik; meghasította a kősziklát, és folytak a vizek. |
22 ουκ εστιν χαιρειν τοις ασεβεσιν λεγει κυριος | 22 Nincs békességük az istenteleneknek – mondja az Úr. – |