1 ουαι τοις ταλαιπωρουσιν υμας υμας δε ουδεις ποιει ταλαιπωρους και ο αθετων υμας ουκ αθετει αλωσονται οι αθετουντες και παραδοθησονται και ως σης επι ιματιου ουτως ηττηθησονται | 1 Jaj neked, pusztító, aki még nem pusztultál el, rabló, akit még nem raboltak ki! Ha befejezed a pusztítást, el fogsz pusztulni, ha bevégzed a rablást, ki fognak rabolni! |
2 κυριε ελεησον ημας επι σοι γαρ πεποιθαμεν εγενηθη το σπερμα των απειθουντων εις απωλειαν η δε σωτηρια ημων εν καιρω θλιψεως | 2 Uram, kegyelmezz nekünk, benned reménykedünk! Légy karunk ereje reggelenként, és szabadításunk bajaink idején! |
3 δια φωνην του φοβου σου εξεστησαν λαοι απο του φοβου σου και διεσπαρησαν τα εθνη | 3 Dörgő hangodtól elfutnak a népek, ha te felemelkedsz, szétszóródnak a nemzetek. |
4 νυν δε συναχθησεται τα σκυλα υμων μικρου και μεγαλου ον τροπον εαν τις συναγαγη ακριδας ουτως εμπαιξουσιν υμιν | 4 Összeszedik a zsákmányt, ahogy begyűjtik a sáskát, ahogy ugrik a szöcske, úgy ugranak rá. |
5 αγιος ο θεος ο κατοικων εν υψηλοις ενεπλησθη σιων κρισεως και δικαιοσυνης | 5 Fenséges az Úr, mert a magasságban lakik, betölti Siont joggal és igazsággal. |
6 εν νομω παραδοθησονται εν θησαυροις η σωτηρια ημων εκει σοφια και επιστημη και ευσεβεια προς τον κυριον ουτοι εισιν θησαυροι δικαιοσυνης | 6 Biztonság lesz a te idődben, bőséges jólét, bölcsesség és tudás; az Úr félelme lesz a kincse. |
7 ιδου δη εν τω φοβω υμων αυτοι φοβηθησονται ους εφοβεισθε φοβηθησονται αφ' υμων αγγελοι γαρ αποσταλησονται αξιουντες ειρηνην πικρως κλαιοντες παρακαλουντες ειρηνην | 7 Íme, hírnökök kiáltoznak kint, a béke követei keservesen sírnak. |
8 ερημωθησονται γαρ αι τουτων οδοι πεπαυται ο φοβος των εθνων και η προς τουτους διαθηκη αιρεται και ου μη λογισησθε αυτους ανθρωπους | 8 Elhagyatottak az utak, nincsen, aki az ösvényen járna; megszegték a szövetséget, megvetették a tanúkat, nem becsülték az embereket. |
9 επενθησεν η γη ησχυνθη ο λιβανος ελη εγενετο ο σαρων φανερα εσται η γαλιλαια και ο καρμηλος | 9 Gyászol és bágyadozik az ország, megszégyenül a Libanon, és hervadozik; a Sáron olyan lett, mint a sivatag, és lombját vesztette a Básán és a Kármel. |
10 νυν αναστησομαι λεγει κυριος νυν δοξασθησομαι νυν υψωθησομαι | 10 »Most fölkelek – mondja az Úr –, most felállok, most felemelkedem! |
11 νυν οψεσθε νυν αισθηθησεσθε ματαια εσται η ισχυς του πνευματος υμων πυρ υμας κατεδεται | 11 Száraz füvet fogantok, pelyvát szültök; leheletem, mint a tűz, megemészt titeket. |
12 και εσονται εθνη κατακεκαυμενα ως ακανθα εν αγρω ερριμμενη και κατακεκαυμενη | 12 A népek égetett mésszé lesznek, mint levágott tövisek, tűzben égnek el. |
13 ακουσονται οι πορρωθεν α εποιησα γνωσονται οι εγγιζοντες την ισχυν μου | 13 Halljátok meg, távollevők, mit tettem, és ismerjétek meg, közellevők, hatalmamat!« |
14 απεστησαν οι εν σιων ανομοι λημψεται τρομος τους ασεβεις τις αναγγελει υμιν οτι πυρ καιεται τις αναγγελει υμιν τον τοπον τον αιωνιον | 14 Megrettentek Sionban a vétkesek, remegés fogta el az istenteleneket. Ki lakhat közülünk együtt az emésztő tűzzel? Ki élhet közülünk az örök izzással? |
15 πορευομενος εν δικαιοσυνη λαλων ευθειαν οδον μισων ανομιαν και αδικιαν και τας χειρας αποσειομενος απο δωρων βαρυνων τα ωτα ινα μη ακουση κρισιν αιματος καμμυων τους οφθαλμους ινα μη ιδη αδικιαν | 15 Aki igazságban jár, és igazat beszél, aki megveti a zsarolással szerzett nyereséget, és legyint a kezével, mert nem kell neki az ajándék, aki bedugja fülét, hogy ne halljon vérontásról, és bezárja szemét, hogy ne lásson rosszat: |
16 ουτος οικησει εν υψηλω σπηλαιω πετρας ισχυρας αρτος αυτω δοθησεται και το υδωρ αυτου πιστον | 16 az magasságban fog lakni, sziklaerőd lesz a fellegvára; kenyerét megkapja, vize nem fogy el. |
17 βασιλεα μετα δοξης οψεσθε και οι οφθαλμοι υμων οψονται γην πορρωθεν | 17 Szemed a királyt szépségében nézi majd, és messzire terjedő földet lát. |
18 η ψυχη υμων μελετησει φοβον που εισιν οι γραμματικοι που εισιν οι συμβουλευοντες που εστιν ο αριθμων τους τρεφομενους | 18 Szíved emlékezik még a rémületre: »Hol van az összeíró? Hol van, aki méricskélt? Hol van, aki összeírta a tornyokat?« |
19 μικρον και μεγαν λαον ω ου συνεβουλευσαντο ουδε ηδει βαθυφωνον ωστε μη ακουσαι λαος πεφαυλισμενος και ουκ εστιν τω ακουοντι συνεσις | 19 Az arcátlan népet nem látod már, a homályos, érthetetlen beszédű népet, melynek nyelve dadogó, értelmetlen. |
20 ιδου σιων η πολις το σωτηριον ημων οι οφθαλμοι σου οψονται ιερουσαλημ πολις πλουσια σκηναι αι ου μη σεισθωσιν ουδε μη κινηθωσιν οι πασσαλοι της σκηνης αυτης εις τον αιωνα χρονον ουδε τα σχοινια αυτης ου μη διαρραγωσιν | 20 Nézd a Siont, ünnepeink városát! Szemed látja Jeruzsálemet, a nyugodt lakóhelyet, a sátrat, melyet nem bontanak le, cövekeit nem húzzák ki soha, és egyetlen kötele sem szakad el! |
21 οτι το ονομα κυριου μεγα υμιν τοπος υμιν εσται ποταμοι και διωρυγες πλατεις και ευρυχωροι ου πορευση ταυτην την οδον ουδε πορευσεται πλοιον ελαυνον | 21 Az Úr fenséges lesz ott előttünk, azon a helyen, ahol folyók hömpölyögnek, mindenfelé széles folyamok; nem jár rajtuk evezős hajó, és hatalmas gálya nem szeli át őket. |
22 ο γαρ θεος μου μεγας εστιν ου παρελευσεται με κυριος κριτης ημων κυριος αρχων ημων κυριος βασιλευς ημων κυριος ουτος ημας σωσει | 22 Mert az Úr a mi bíránk, az Úr a törvényhozónk, az Úr a mi királyunk: ő szabadít meg minket. |
23 ερραγησαν τα σχοινια σου οτι ουκ ενισχυσεν ο ιστος σου εκλινεν ου χαλασει τα ιστια ουκ αρει σημειον εως ου παραδοθη εις προνομην τοινυν πολλοι χωλοι προνομην ποιησουσιν | 23 Meglazultak köteleid, nem tartják árbocuk keresztrúdját, nem feszítik ki a vitorlát. Akkor majd osztoznak a vakok a sok prédán, és a sánták zsákmányt zsákmányolnak. |
24 και ου μη ειπη κοπιω ο λαος ο ενοικων εν αυτοις αφεθη γαρ αυτοις η αμαρτια | 24 Nem mondja egy lakó sem: »Beteg vagyok.« A nép, mely ott lakik, elnyeri bűne bocsánatát. |