1 ουαι τοις γραφουσιν πονηριαν γραφοντες γαρ πονηριαν γραφουσιν | 1 Jaj azoknak, akik gonosz törvényeket hoznak, és akik sanyargató rendeletet írnak, |
2 εκκλινοντες κρισιν πτωχων αρπαζοντες κριμα πενητων του λαου μου ωστε ειναι αυτοις χηραν εις αρπαγην και ορφανον εις προνομην | 2 hogy elnyomják a perben a szegényeket. Megfosztják jogaiktól népem megalázottait; hogy zsákmányukká legyenek az özvegyek, és az árvákat kirabolják! |
3 και τι ποιησουσιν εν τη ημερα της επισκοπης η γαρ θλιψις υμιν πορρωθεν ηξει και προς τινα καταφευξεσθε του βοηθηθηναι και που καταλειψετε την δοξαν υμων | 3 De mit tesztek majd a látogatás napján, és amikor távolról jön a veszedelem? Kihez menekültök segítségért, és hol hagyjátok gazdagságtokat? |
4 του μη εμπεσειν εις επαγωγην επι πασι τουτοις ουκ απεστραφη ο θυμος αλλ' ετι η χειρ υψηλη | 4 Csak térdre hullnak a foglyok között, és a megöltek alá esnek. S ezzel még nem fordult el az Úr haragja, a keze még ki van nyújtva! |
5 ουαι ασσυριοις η ραβδος του θυμου μου και οργης εστιν εν ταις χερσιν αυτων | 5 Jaj Asszíriának, haragom vesszejének! Kezében van bosszúállásom botja. |
6 την οργην μου εις εθνος ανομον αποστελω και τω εμω λαω συνταξω ποιησαι σκυλα και προνομην και καταπατειν τας πολεις και θειναι αυτας εις κονιορτον | 6 Elküldöm őt az elvetemült nemzet ellen, és parancsot adok neki haragom népe ellen, hogy zsákmányt zsákmányoljon, és prédát prédáljon, s tapossa azt, mint az utca sarát. |
7 αυτος δε ουχ ουτως ενεθυμηθη και τη ψυχη ουχ ουτως λελογισται αλλα απαλλαξει ο νους αυτου και του εθνη εξολεθρευσαι ουκ ολιγα | 7 Ő azonban nem így vélekedik, és szíve nem így gondolkodik, hanem szíve szándéka, hogy pusztítson, és kiirtson nem kevés nemzetet. |
8 και εαν ειπωσιν αυτω συ μονος ει αρχων | 8 Mert azt mondja: »Vajon főembereim egyúttal nem királyok is? |
9 και ερει ουκ ελαβον την χωραν την επανω βαβυλωνος και χαλαννη ου ο πυργος ωκοδομηθη και ελαβον αραβιαν και δαμασκον και σαμαρειαν | 9 Nem úgy járt-e Kalné, mint Karkemis? Nem úgy Hamat, mint Arfád? És nem úgy Szamaria, mint Damaszkusz? |
10 ον τροπον ταυτας ελαβον εν τη χειρι μου και πασας τας αρχας λημψομαι ολολυξατε τα γλυπτα εν ιερουσαλημ και εν σαμαρεια | 10 Ahogy elérte kezem a bálványok királyságait, akiknek több bálványszobruk volt, mint Jeruzsálemnek és Szamariának, |
11 ον τροπον γαρ εποιησα σαμαρεια και τοις χειροποιητοις αυτης ουτως ποιησω και ιερουσαλημ και τοις ειδωλοις αυτης | 11 ahogy tettem Szamariával és bálványaival, nem úgy teszek-e majd Jeruzsálemmel és bálványképeivel?« |
12 και εσται οταν συντελεση κυριος παντα ποιων εν τω ορει σιων και εν ιερουσαλημ επαξει επι τον νουν τον μεγαν τον αρχοντα των ασσυριων και επι το υψος της δοξης των οφθαλμων αυτου | 12 Ez történik majd, amikor az Úr beteljesíti minden művét Sion hegyén és Jeruzsálemben: Megfenyítem az asszír király öntelt szívének gyümölcsét és kevély szemének büszkeségét. |
13 ειπεν γαρ τη ισχυι ποιησω και τη σοφια της συνεσεως αφελω ορια εθνων και την ισχυν αυτων προνομευσω και σεισω πολεις κατοικουμενας | 13 Azt mondta ugyanis: »A saját kezem erejével cselekedtem, az én bölcsességemmel, mert okos vagyok; eltöröltem a népek határait, vagyonukat elraboltam, és letaszítottam hatalmammal a trónon ülőket. |
14 και την οικουμενην ολην καταλημψομαι τη χειρι ως νοσσιαν και ως καταλελειμμενα ωα αρω και ουκ εστιν ος διαφευξεται με η αντειπη μοι | 14 Elérte kezem, mint a fészket, a népek gazdagságát; s amint begyűjtik az elhagyott tojásokat, úgy gyűjtöttem be a föld országait, és nem volt, aki szárnyát mozdítani merte volna, vagy száját kinyitotta volna, hogy csipogjon.« – |
15 μη δοξασθησεται αξινη ανευ του κοπτοντος εν αυτη η υψωθησεται πριων ανευ του ελκοντος αυτον ωσαυτως εαν τις αρη ραβδον η ξυλον | 15 Vajon dicsekedhet-e a fejsze azzal szemben, aki vág vele? Vagy nagyzolhat-e a fűrész azzal szemben, aki húzza? Mintha a vessző lendíthetné azt, aki emeli, és a bot emelhetné azt, aki nem fa! |
16 και ουχ ουτως αλλα αποστελει κυριος σαβαωθ εις την σην τιμην ατιμιαν και εις την σην δοξαν πυρ καιομενον καυθησεται | 16 Ezért az Úr, a Seregek Ura sorvadást bocsát kövéreire, és dicsősége alatt láng lobban fel, mint tűznek lángja. |
17 και εσται το φως του ισραηλ εις πυρ και αγιασει αυτον εν πυρι καιομενω και φαγεται ωσει χορτον την υλην τη ημερα εκεινη | 17 Izrael Világossága lesz a tűz, és Szentje a láng: elégeti és elemészti tüskéjét és tövisét egyetlen napon. |
18 αποσβεσθησεται τα ορη και οι βουνοι και οι δρυμοι και καταφαγεται απο ψυχης εως σαρκων και εσται ο φευγων ως ο φευγων απο φλογος καιομενης | 18 Testestől lelkestől megsemmisíti erdejének és gyümölcsöskertjének dicsőségét, és olyan lesz, mint a senyvedő beteg. |
19 και οι καταλειφθεντες απ' αυτων εσονται αριθμος και παιδιον γραψει αυτους | 19 Erdeje megmaradt fáinak oly csekély lesz száma, hogy egy gyermek is összeírhatja őket. |
20 και εσται εν τη ημερα εκεινη ουκετι προστεθησεται το καταλειφθεν ισραηλ και οι σωθεντες του ιακωβ ουκετι μη πεποιθοτες ωσιν επι τους αδικησαντας αυτους αλλα εσονται πεποιθοτες επι τον θεον τον αγιον του ισραηλ τη αληθεια | 20 Ez történik majd azon a napon: Izrael maradéka és Jákob házának menekültjei nem abban bíznak többé, aki veri őket, hanem az Úrban, Izrael Szentjében bizakodnak hűségesen. |
21 και εσται το καταλειφθεν του ιακωβ επι θεον ισχυοντα | 21 A maradék megtér, Jákob maradéka, az erős Istenhez. |
22 και εαν γενηται ο λαος ισραηλ ως η αμμος της θαλασσης το καταλειμμα αυτων σωθησεται λογον γαρ συντελων και συντεμνων εν δικαιοσυνη | 22 Ha a te néped, Izrael, annyi lenne is, mint a tenger fövenye, csak a maradék üdvözül. belőle Az eltervezett megsemmisülés igazságosan árad, |
23 οτι λογον συντετμημενον ποιησει ο θεος εν τη οικουμενη ολη | 23 mert az eltervezett megsemmisítést végbeviszi az Úr, a Seregek Istene az egész földön. |
24 δια τουτο ταδε λεγει κυριος σαβαωθ μη φοβου ο λαος μου οι κατοικουντες εν σιων απο ασσυριων οτι εν ραβδω παταξει σε πληγην γαρ εγω επαγω επι σε του ιδειν οδον αιγυπτου | 24 Ezért így szól az Úr, a Seregek Istene: »Ne félj, én népem, Sion lakója, Asszíriától, mely vesszővel ver téged, és botját emeli ellened, mint Egyiptom! |
25 ετι γαρ μικρον και παυσεται η οργη ο δε θυμος μου επι την βουλην αυτων | 25 Mert még egy kevés kis idő, és véget ér haragom, s indulatom az ő pusztítása ellen fordul.« |
26 και επεγερει ο θεος επ' αυτους κατα την πληγην την μαδιαμ εν τοπω θλιψεως και ο θυμος αυτου τη οδω τη κατα θαλασσαν εις την οδον την κατ' αιγυπτον | 26 S a Seregek Ura megsuhintja fölötte ostorát, mint amikor megverte Mádiánt Óreb sziklájánál; és botját felemeli a tenger fölé, mint Egyiptomban. |
27 και εσται εν τη ημερα εκεινη αφαιρεθησεται ο φοβος αυτου απο σου και ο ζυγος αυτου απο του ωμου σου και καταφθαρησεται ο ζυγος απο των ωμων υμων | 27 Ez történik majd azon a napon: lekerül az ellenség terhe válladról és igája nyakadról. A pusztító felvonul Rimmonból. |
28 ηξει γαρ εις την πολιν αγγαι και παρελευσεται εις μαγεδω και εν μαχμας θησει τα σκευη αυτου | 28 Eljut Ajjátba, áthalad Magronon, Makmásznál leteszi felszerelését; |
29 και παρελευσεται φαραγγα και ηξει εις αγγαι φοβος λημψεται ραμα πολιν σαουλ φευξεται | 29 átkelnek a szoroson; Gábában lesz éjszakai szállásuk; megrémül Ráma, Saul Gibeája megfutamodik. |
30 η θυγατηρ γαλλιμ επακουσεται λαισα επακουσεται αναθωθ | 30 Sikolts hangosan, Batgallim; figyelj, Lajesa; válaszolj, Anatót! |
31 εξεστη μαδεβηνα και οι κατοικουντες γιββιρ παρακαλειτε | 31 Elfut Madmena, Gábím lakói menekülnek. |
32 σημερον εν οδω του μειναι τη χειρι παρακαλειτε το ορος την θυγατερα σιων και οι βουνοι οι εν ιερουσαλημ | 32 Még ma megáll Nóbban: kezét lendíti Sion leányának hegye ellen, Jeruzsálemnek dombja ellen. |
33 ιδου γαρ ο δεσποτης κυριος σαβαωθ συνταρασσει τους ενδοξους μετα ισχυος και οι υψηλοι τη υβρει συντριβησονται και οι υψηλοι ταπεινωθησονται | 33 Íme, az Úr, a Seregek Ura levágja az ágakat rettentő erővel, a sudár növésű fák leroskadnak, és a magasak ledőlnek. |
34 και πεσουνται οι υψηλοι μαχαιρα ο δε λιβανος συν τοις υψηλοις πεσειται | 34 Kivágják vassal az erdő bozótját, és a Libanon hatalmas cédrusaival elbukik. |