Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 68


font
LXXVULGATA
1 εις το τελος υπερ των αλλοιωθησομενων τω δαυιδ1 In finem, pro iis qui commutabuntur. David.
2 σωσον με ο θεος οτι εισηλθοσαν υδατα εως ψυχης μου2 Salvum me fac, Deus,
quoniam intraverunt aquæ usque ad animam meam.
3 ενεπαγην εις ιλυν βυθου και ουκ εστιν υποστασις ηλθον εις τα βαθη της θαλασσης και καταιγις κατεποντισεν με3 Infixus sum in limo profundi et non est substantia.
Veni in altitudinem maris, et tempestas demersit me.
4 εκοπιασα κραζων εβραγχιασεν ο λαρυγξ μου εξελιπον οι οφθαλμοι μου απο του ελπιζειν επι τον θεον μου4 Laboravi clamans, raucæ factæ sunt fauces meæ ;
defecerunt oculi mei, dum spero in Deum meum.
5 επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου οι μισουντες με δωρεαν εκραταιωθησαν οι εχθροι μου οι εκδιωκοντες με αδικως α ουχ ηρπασα τοτε απετιννυον5 Multiplicati sunt super capillos capitis mei
qui oderunt me gratis.
Confortati sunt qui persecuti sunt me
inimici mei injuste ;
quæ non rapui, tunc exsolvebam.
6 ο θεος συ εγνως την αφροσυνην μου και αι πλημμελειαι μου απο σου ουκ εκρυβησαν6 Deus, tu scis insipientiam meam ;
et delicta mea a te non sunt abscondita.
7 μη αισχυνθειησαν επ' εμοι οι υπομενοντες σε κυριε κυριε των δυναμεων μη εντραπειησαν επ' εμοι οι ζητουντες σε ο θεος του ισραηλ7 Non erubescant in me qui exspectant te, Domine, Domine virtutum ;
non confundantur super me qui quærunt te, Deus Israël.
8 οτι ενεκα σου υπηνεγκα ονειδισμον εκαλυψεν εντροπη το προσωπον μου8 Quoniam propter te sustinui opprobrium ;
operuit confusio faciem meam.
9 απηλλοτριωμενος εγενηθην τοις αδελφοις μου και ξενος τοις υιοις της μητρος μου9 Extraneus factus sum fratribus meis,
et peregrinus filiis matris meæ.
10 οτι ο ζηλος του οικου σου κατεφαγεν με και οι ονειδισμοι των ονειδιζοντων σε επεπεσαν επ' εμε10 Quoniam zelus domus tuæ comedit me,
et opprobria exprobrantium tibi ceciderunt super me.
11 και συνεκαμψα εν νηστεια την ψυχην μου και εγενηθη εις ονειδισμον εμοι11 Et operui in jejunio animam meam,
et factum est in opprobrium mihi.
12 και εθεμην το ενδυμα μου σακκον και εγενομην αυτοις εις παραβολην12 Et posui vestimentum meum cilicium ;
et factus sum illis in parabolam.
13 κατ' εμου ηδολεσχουν οι καθημενοι εν πυλη και εις εμε εψαλλον οι πινοντες τον οινον13 Adversum me loquebantur qui sedebant in porta,
et in me psallebant qui bibebant vinum.
14 εγω δε τη προσευχη μου προς σε κυριε καιρος ευδοκιας ο θεος εν τω πληθει του ελεους σου επακουσον μου εν αληθεια της σωτηριας σου14 Ego vero orationem meam ad te, Domine ;
tempus beneplaciti, Deus.
In multitudine misericordiæ tuæ,
exaudi me in veritate salutis tuæ.
15 σωσον με απο πηλου ινα μη εμπαγω ρυσθειην εκ των μισουντων με και εκ του βαθους των υδατων15 Eripe me de luto, ut non infigar ;
libera me ab iis qui oderunt me, et de profundis aquarum.
16 μη με καταποντισατω καταιγις υδατος μηδε καταπιετω με βυθος μηδε συσχετω επ' εμε φρεαρ το στομα αυτου16 Non me demergat tempestas aquæ,
neque absorbeat me profundum,
neque urgeat super me puteus os suum.
17 εισακουσον μου κυριε οτι χρηστον το ελεος σου κατα το πληθος των οικτιρμων σου επιβλεψον επ' εμε17 Exaudi me, Domine, quoniam benigna est misericordia tua ;
secundum multitudinem miserationum tuarum respice in me.
18 μη αποστρεψης το προσωπον σου απο του παιδος σου οτι θλιβομαι ταχυ επακουσον μου18 Et ne avertas faciem tuam a puero tuo ;
quoniam tribulor, velociter exaudi me.
19 προσχες τη ψυχη μου και λυτρωσαι αυτην ενεκα των εχθρων μου ρυσαι με19 Intende animæ meæ, et libera eam ;
propter inimicos meos, eripe me.
20 συ γαρ γινωσκεις τον ονειδισμον μου και την αισχυνην μου και την εντροπην μου εναντιον σου παντες οι θλιβοντες με20 Tu scis improperium meum, et confusionem meam, et reverentiam meam ;
21 ονειδισμον προσεδοκησεν η ψυχη μου και ταλαιπωριαν και υπεμεινα συλλυπουμενον και ουχ υπηρξεν και παρακαλουντας και ουχ ευρον21 in conspectu tuo sunt omnes qui tribulant me.
Improperium exspectavit cor meum et miseriam :
et sustinui qui simul contristaretur, et non fuit ;
et qui consolaretur, et non inveni.
22 και εδωκαν εις το βρωμα μου χολην και εις την διψαν μου εποτισαν με οξος22 Et dederunt in escam meam fel,
et in siti mea potaverunt me aceto.
23 γενηθητω η τραπεζα αυτων ενωπιον αυτων εις παγιδα και εις ανταποδοσιν και εις σκανδαλον23 Fiat mensa eorum coram ipsis in laqueum,
et in retributiones, et in scandalum.
24 σκοτισθητωσαν οι οφθαλμοι αυτων του μη βλεπειν και τον νωτον αυτων δια παντος συγκαμψον24 Obscurentur oculi eorum, ne videant,
et dorsum eorum semper incurva.
25 εκχεον επ' αυτους την οργην σου και ο θυμος της οργης σου καταλαβοι αυτους25 Effunde super eos iram tuam,
et furor iræ tuæ comprehendat eos.
26 γενηθητω η επαυλις αυτων ηρημωμενη και εν τοις σκηνωμασιν αυτων μη εστω ο κατοικων26 Fiat habitatio eorum deserta,
et in tabernaculis eorum non sit qui inhabitet.
27 οτι ον συ επαταξας αυτοι κατεδιωξαν και επι το αλγος των τραυματιων σου προσεθηκαν27 Quoniam quem tu percussisti persecuti sunt,
et super dolorem vulnerum meorum addiderunt.
28 προσθες ανομιαν επι την ανομιαν αυτων και μη εισελθετωσαν εν δικαιοσυνη σου28 Appone iniquitatem super iniquitatem eorum,
et non intrent in justitiam tuam.
29 εξαλειφθητωσαν εκ βιβλου ζωντων και μετα δικαιων μη γραφητωσαν29 Deleantur de libro viventium,
et cum justis non scribantur.
30 πτωχος και αλγων ειμι εγω και η σωτηρια του προσωπου σου ο θεος αντελαβετο μου30 Ego sum pauper et dolens ;
salus tua, Deus, suscepit me.
31 αινεσω το ονομα του θεου μετ' ωδης μεγαλυνω αυτον εν αινεσει31 Laudabo nomen Dei cum cantico,
et magnificabo eum in laude :
32 και αρεσει τω θεω υπερ μοσχον νεον κερατα εκφεροντα και οπλας32 et placebit Deo super vitulum novellum,
cornua producentem et ungulas.
33 ιδετωσαν πτωχοι και ευφρανθητωσαν εκζητησατε τον θεον και ζησεται η ψυχη υμων33 Videant pauperes, et lætentur ;
quærite Deum, et vivet anima vestra :
34 οτι εισηκουσεν των πενητων ο κυριος και τους πεπεδημενους αυτου ουκ εξουδενωσεν34 quoniam exaudivit pauperes Dominus,
et vinctos suos non despexit.
35 αινεσατωσαν αυτον οι ουρανοι και η γη θαλασσα και παντα τα ερποντα εν αυτοις35 Laudent illum cæli et terra ;
mare, et omnia reptilia in eis.
36 οτι ο θεος σωσει την σιων και οικοδομηθησονται αι πολεις της ιουδαιας και κατοικησουσιν εκει και κληρονομησουσιν αυτην36 Quoniam Deus salvam faciet Sion,
et ædificabuntur civitates Juda,
et inhabitabunt ibi, et hæreditate acquirent eam.
37 και το σπερμα των δουλων αυτου καθεξουσιν αυτην και οι αγαπωντες το ονομα αυτου κατασκηνωσουσιν εν αυτη37 Et semen servorum ejus possidebit eam ;
et qui diligunt nomen ejus habitabunt in ea.